[…]

Έχουν μιλήσει για την απαισιοδοξία του Καρυωτάκη και δεν παρέλειψαν να επισημάνουν τις συγκεκριμένες αιτίες της. Ο λόγος βγήκε συχνά από αρμόδια χείλη. Άλλα, λιγότερο αρμόδια στόματα, τον αναμάσησαν. Ζήσαμε την εποχή όπου τις διαπιστώσεις και κρίσεις αυτές τις συνόδευε έντονη περιφρόνηση. Δεν είχε ίσως για στόχο της τον ίδιο τον Καρυωτάκη —αν και αυτό δεν απέλειπε—, είχε όμως για στόχο της το κλίμα μέσα στο οποίο πέρασε ο ποιητής, τον ίσκιο που άφησε πίσω του φεύγοντας εκείνος. Δεν αναφέρομαι εδώ ειδικά στον «καρυωτακισμό», όπως τον είπαν, και που αφορά λίγο-πολύ την ποίηση. Αναφέρομαι στην ψυχική και πνευματική στάση ενός κόσμου που, αν και μικρός, ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της λογοτεχνίας. Έτυχε να τον γνωρίσω από κοντά αυτόν τον κόσμο, είναι η κολυμπήθρα όπου βαφτίστηκα κι’ εγώ. Για κείνον λοιπόν θέλω να μιλήσω τώρα, πολύ περισσότερο που μου φαίνεται σάμπως να είμαι ο τελευταίος του επιζών.


Όχι γιατί τους άλλους τους συνεπήρε το κύμα του χρόνου. Είτανε νέοι, «σχεδόν παιδιά», θα είχανε τώρα τα χρόνια μου. Αλλά τους συνεπήραν και τους τσάκισαν, τους αφάνισαν, οι φοβεροί άνεμοι της ιστορικής ώρας. Κολακευόμαστε σήμερα με τα δυνατά ρεύματα της τωρινής εποχής· έχουν, πραγματικά, οικουμενικές διαστάσεις. Κάτι μου λέει όμως ότι μπορεί ευκολότερα να βρίσκεις απάγκιο όταν φυσάει πλατύς άνεμος σε μεγάλους χώρους παρά όταν πέσει ξαφνικά στη γειτονιά σου ανεμοστρόβιλος. Το αξιοσημείωτο είναι ότι την κρίση εκείνη τη ζήσαμε μόνον όσοι σχετιζόμασταν μ’ ένα ορισμένο επίπεδο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.1.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είτανε σύνθετο: Φιλολογικό υπόγειο και κάποια μικρά ισόγεια τυπογραφεία. Λογοτεχνία και κοινωνική επανάσταση. Περιοδικούλια των νέων, δίχως αγοραστές, και κομμουνιστικές προκηρύξεις. Εγχώρια πνευματική παράδοση και αποκαλυπτική εισβολή των Ρώσων συγγραφέων. Πρώτες ερωτικές εκστάσεις και ξύλο στα μπουντρούμια της αστυνομίας. Το 1917 είτανε χτεσινό μόλις· με τα μέσα της εποχής, οι απηχήσεις του έφταναν με καθυστέρηση, καθώς η εκτόνωση από έκρηξη μεγάλης βόμβας. Η Ανατολή είχε παρθεί πέρα για πέρα με κορμιά δικών μας, οι μακριές θεωρίες της προσφυγιάς περνούσαν κάθε μέρα αργά, πένθιμα, έξω από τα θολά τζάμια των καφενείων όπου ξαγρυπνούσαμε σ’ ατελείωτες συζητήσεις, πασχίζοντας να βρούμε έναν προσανατολισμό στον κόσμο, ένα έρμα στη ζωή.


Δεν ξέρω ως ποιο βαθμό παίζουν το ρόλο τους οι ιστορικοί παράγοντες, δεν θέλω, δεν μ’ αρέσει να τους υπερτιμώ. Πιστεύω πως —όχι κάθε γενιά, όπως συχνά λέγεται— αλλά κάθε συνομοταξία ανθρώπων έρχεται μ’ ένα δικό της αστέρι στη ζωή, στρατεύεται κάτω από το σημείο του. Όσοι πίστεψαν, αργότερα, πως η απαισιοδοξία μας, ο «ρωμαντισμός» μας, είταν πόζες ή απομιμήσεις, δεν αδικούν εμάς, αδικούν τον εαυτό τους: Αυτοκαταγγέλλονται ως ηθικά αδιαπέραστοι. Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε, που την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστια, η αστοχία, η προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό· και το δράμα είναι το μόνο που καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί να έχεις τάλαντο και να πετύχεις, τύχη και να ευνοηθείς, καπατσοσύνη και να επιπλεύσεις, πλάτες και να ξεκινήσεις. Μπορεί να μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου. Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι. Άλλοι παίρνουν θέση στην ιστορία, άλλοι κάνουν την ιστορία. Αυτούς τιμώ.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.1.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο μεταπολεμικός του 1945 πνευματικός κόσμος έχει ανακαλύψει μιαν απαισιοδοξία που συγκροτήθηκε σε μεγαλόσχημα, λογικά στέρεα φιλοσοφικά συστήματα. Μια νεολαία λίγο-πολύ διεθνής, ευθυγραμμίστηκε αμέσως μαζί τους, ξεχύθηκε στους δρόμους ακούρευτη, αχτένιστη, άπλυτη, για να συγκεκριμενοποιήσει, να ρευστοποιήσει, το παράλογο, το αδιέξοδο, την ανταρσία, την αγωνία, την απόγνωση, τη μοναξιά, όλα τα συνθήματα τα ριγμένα στην αγορά από την ηγεσία της ώρας. Εμείς δεν είχαμε ούτε αρχιερείς, ούτε συνθήματα. Εμείς ζούσαμε ενδόμυχα, βουβά, την κοσμοθεωρία που είχε γεννηθεί στο ίδιο μαζί μας λίκνο. Αναθυμάμαι όχι μόνο τους ποιητές μας· αναθυμάμαι τους στρατευμένους στην κοινωνική επανάσταση: Είταν θεωρητικά αισιόδοξοι, ψυχικά όμως, δίχως να το ξέρουν, απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας. Δεν δίνεις τη ζωή σου, τα νιάτα σου, την υγειά σου, όταν όλα τα βλέπεις ωραία. Χρειάζεται μια τραγική προδιάθεση για να γίνεις παρανάλωμα ενός ονείρου. Και το τραγικό πνεύμα μπορεί να είναι λυτρωμένο, δεν είναι όμως ποτέ μακάριο.


Μακάριοι είταν αυτοί που ήρθαν εκεί στα 1930 ν’ αντικρούσουν, να διασύρουν με την εύκολη κριτική τους, τη δική μας αρητόρευτη κοσμοθεωρία. Έρχονταν πίσω με τα καράβια του εξωτερικού, στιλβωμένοι, ατσαλάκωτοι, και είταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρύσει κανένα βιωτικό πρόβλημα· είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς να έχουν θητεία. Μας κατηγόρησαν για επαρχιακή μεμψιμοιρία και πεισιθάνατη κατήφεια επειδή είταν ανύποπτοι κι’ επειδή όλα τούς έταζαν πως θα περάσουν τη ζωή τους αβρόχοις ποσί. Θυμάμαι την αγανάκτησή μας. Έφερναν μιαν αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ εμάς, που ξενυχτούσαμε χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους του Καρυωτάκη στα χείλη μας, η εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. Αλλά την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, και νικητές είναι οι επιζώντες. Ποιος είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει: οι ταλαιπωρημένοι ή οι ανέπαφοι;


Τώρα όλ’ αυτά έχουν περάσει. Η έκδοση των «Απάντων» του Καρυωτάκη, η αποκατάσταση που του γίνεται, τα κάνουν μνήμη. Η μνήμη όμως πρέπει να έχει αρτιότητα, να καταγράφει με σεβασμό τη μυστική φωνή μιας εποχής. Πολύ περισσότερο που είναι μια φωνή με φθόγγους πολύ πιο σύγχρονους και βαθείς από της ανύποπτης ευεξίας.

*Απόσπασμα από επιφυλλίδα του απαράμιλλου Άγγελου Τερζάκη, που έφερε τον τίτλο «Η ανώνυμη ιστορία» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 1967.


Ο Άγγελος Τερζάκης

Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιουλίου 1928, σε ηλικία 32 μόλις ετών.