[…]

Ελληνικός υπερρεαλισμός. Ο Ελύτης υπερρεαλιστής είναι και δεν είναι. Με τους άλλους έλληνες υπερρεαλιστές έχει ομοιότητες και σχέσεις. Αλλά πιο πολύ έχει ανομοιότητες και διαφορές.

Είδατε ποτέ σας Καποδίστρια με φουστανέλλα; Είδατε τον Μητρόπουλο να διευθύνει στην Επίδαυρο ορχήστρα από δημοτικούς οργανοπαίχτες με νταγερέ (σ.σ. ή νταϊρέ, λαϊκό κρουστό όργανο), άσκαυλο (σ.σ. λαϊκό πνευστό όργανο) και τσαμπούνα; Σκεφτήκατε τάχα πως την ίδια χρονιά που ο Σικελιανός, ποιητικά ανοηταίνοντας, οργάνωσε τα πανηγύρια του στους Δελφούς, ο Καρυωτάκης με την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα τον έφτυνε στα μούτρα;


Ο υπερρεαλισμός, έτσι όπως τον έδωσαν οι πρωτοπόροι του στα ένδοξα Παρίσια και οι άλλοι όσοι θητέψανε στις διαταγές του ως δευτεραγωνιστές, Έλληνες και ξένοι, έγινε και έμεινε ένας τρόπος τέχνης. Ποτέ δεν υψώθηκε σε τρόπο ζωής. Όπως αντίθετα συνέβηκε με το κλασικό και το ρομαντικό.

Και το ένα διαφέρει από το άλλο. Η τέχνη δηλαδή να μένει τέχνη, ή η τέχνη να γίνεται ζωή. Όσο διαφέρει και το να δοξάζεις το ψωμί από το να παράγεις το στάρι.

Ο Ελύτης τον υπερρεαλισμό της ποίησης τον έκαμε τρόπο της ζωής. Γιατί βρήκε πόρο ώστε στον ξενόφερτο συρμό να δώσει ελληνικό πρόσωπο. Στην Ελλάδα μόνο αυτός πέτυχε να αφομοιώσει οργανικά και να μετεξελίξει αυτόνομα το είδος. Είναι ο μόνος χιονοδρόμος που κατέβηκε τις πλαγιές του ελληνικού Παρνασσού χωρίς πέδιλα και δέστρες και μπατόν. Γιατί και ο ίδιος το ’μαθε και στους άλλους το ’δειξε ότι ελληνικό σκι είναι να γλιστράς στο χιόνι, όμοια όπως οι ακάματοι εκείνοι στρατιώτες του Καραϊσκάκη, που στις χιονισμένες νύχτες του Νοέμβρη του 1826 ξεπάτωσαν συνάρματο το ασκέρι του Μουστάμπεη στα υψώματα της Αράχωβας και στην Κάτω Αγόριανη.


Οι επίλοιποι (σ.σ. υπόλοιποι) έλληνες συγκαιρινοί (σ.σ. σύγχρονοί) του μείναμε στη μορφή. Μόνο ο Ελύτης προχώρησε στην ύλη του υπερρεαλισμού. Έτσι τον ξεπέρασε, και ενώ είναι, δεν είναι υπερρεαλιστής. Ολοτελώς ανάλογα στην αρχαία Ελλάδα ο Πλάτων ξεπέρασε την αττική τραγωδία και, παρότι στην ουσία είναι ένας τραγικός ποιητής τύπου Σοφοκλή, στους τύπους έγινε και έμεινε ο ιδρυτής του φιλοσοφικού διαλόγου. Μόνο προσοχή! Τηρείτε τις αναλογίες.

Το ότι προχώρησε στην ύλη και δεν έμεινε στη μορφή, θα το ’λεγα με τη γνωστή γλωσσική χρήση: ο Ελύτης το νέο ευρωπαϊκό κρασί το ’χυσε στα παλαιά ελληνικά ασκιά. Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες ό,τι ονομάζουμε σήμερα υπερρεαλισμό δεν το ’χουν μόνο στα σπέρματα, αλλά και στα αυξήματά τους.

Στη ζωή και στην τέχνη της ολόκληρη η κλασική Ελλάδα είναι μια υπερπραγματικότητα. Τόσο φερέγγυα μάλιστα και τόσο αξιόπιστη, ώστε να γίνεται και να φαίνεται η πιο απλή πραγματικότητα. Μα φυσικά, εάν δεν ήταν τέλεια η κίνηση της γης, η γη δε θα φαινότανε ακίνητη.


Τι είναι το παράλογο στην αναμέτρηση Ελλήνων και Περσών κατά τα Μηδικά;

Πώς έπηξε μέσα στην πέτρα η μουσική του κόσμου επάνω στην Ακρόπολη;

Τι λογής λύσσα θηλυκή την εκυρίεψε, όταν άνοιξε τους κόλπους στο γιο της εραστή η μάνα Ιοκάστη;

Τι είναι, που πάει χεραγκαλιά, ο θρήνος του Αχιλλέα και του Πρίαμου στο υστερινό τραγούδι της Ιλιάδας;

Τι είναι η ζωντανή κατάβαση στον Άδη του Εμπεδοκλή στην Αίτνα;

Και η γήινη ανάληψη του Οιδίποδα στον Κολωνό;

Τι είναι οι 365 μέρες του χρόνου που τις έσφαξαν και τις σπατάλησαν οι νήπιοι (σ.σ. απερίσκεπτοι, άμυαλοι) σύντροφοι του Οδυσσέα στο νησί του Ήλιου;

Τι είναι οι ηδονοφόρες Σειρήνες; Που σήμερα ακούνε και ξανακούνε το τραγούδι τους οι ακρατείς (σ.σ. ακόλαστες) και ανεκράτητες (σ.σ. ασυγκράτητες) μάζες στα λαχανιάσματα των βιντεοπορνό, και στα ηδονικά βογγητά;


Όλα τούτα τα φαινόμενα είναι υπερρεαλιστικά αρχέτυπα. Και ο Αλέξανδρος του Φιλίππου, με ολόκληρο το ανθρώπινο και το θηριώδες ήθος του, είναι μια χειροπιαστή υπερπραγματικότητα, που πέρασε αστραπή πάνω από τους λαούς, τις εποχές και τους τόπους.

Στα χέρια του Ελύτη ο υπερρεαλισμός έγινε σιγά-σιγά εργαλείο κυριαρχίας και κριτήριο προσώπου. Η ποίησή του χάρη σ’ αυτό το δαμασμό επιστρέφει στο απλό, αφού διόδεψε (σ.σ. διήλθε, πέρασε από) όλες τις χώρες του σύνθετου. Η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο, θα πει στην όψιμη περίοδο της τέχνης του.

Εκείνο που κάνει απλά τα πράγματα στα κείμενά του είναι ότι αναγνώρισε και καταμήνυσε την υπερπραγματικότητα που υπάρχει πέρα από τα φαινόμενα, και που μόνη αυτή τα ζωοδοτεί. Δίχως τη θέαση του αόρατου, θα ’μενε τυφλή στα μάτια μας η όραση του θεατού.

Στην ελληνική ποίηση ως υπερρεαλιστής ο Ελύτης υψώθηκε στη μοναδικότητα. Και υποχρέωσε τον μοντέρνο υπερρεαλισμό να επιστρέψει και να γνωρίσει την αρχαία πηγή του.


Στην παλαίωση του καινούργιου και στον ανανιωμό του παλαιού ο Ελύτης προχώρησε σε μέγα βάθος. Είναι ωσάν να κέρασε σ’ ένα ποτήρι του Βαφειού (σ.σ. περίφημα είναι τα ευρεθέντα στο θολωτό τάφο του Βαφειού Λακωνίας χρυσά κύπελλα, δύο αριστουργήματα της κρητομυκηναϊκής μεταλλοτεχνίας με σκηνές σύλληψης ταύρων) την αντοχή του αρχαίου και τη φρεσκάδα του νέου. Ό,τι ακριβώς λέει ο Πλούταρχος για τα έργα του Περικλή στην Ακρόπολη. Κάλλει μεν γαρ έκαστον ευθύς ην τότ’ αρχαίον, ακμή δε μέχρι νυν πρόσφατόν εστι και νεουργόν (σ.σ. Γιατί το καθένα είχε από τότε που έγινε την ομορφιά του αρχαίου, αλλά κρατάει ως τώρα τη δροσερότητα ενός πρόσφατου και νέου έργου).

Το δνοφερόν ύδωρ και το ψυχρά φλογί, που γράφει στο Μικρό Ναυτίλο, είναι γλωσσικά δέματα του Ομήρου και του Πίνδαρου, ή είναι ατόφια ποιητικά ορθώματα δικά του; Δεν ξεχωρίζει εύκολα κανείς.

*Απόσπασμα από εκτενές κείμενο του Δημήτρη Λιαντίνη, που έφερε τον τίτλο «Αναμονές στον Ελύτη» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Η λέξη» (τεύχος 106, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1991). Ο ελληνικός υπερρεαλισμός είναι ο ένας από τους δέκα δρόμους, από τις δέκα περιοχές έρευνας, που κατά τον Λιαντίνη οδηγούν στην ποιητική Ρώμη του Ελύτη.


Ο Δημήτρης Λιαντίνης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, γεννήθηκε στην Πολοβίτσα Λακωνίας στις 23 Ιουλίου 1942.

Ο Λιαντίνης, που σπούδασε στην Αθήνα και τη Γερμανία, υπήρξε συγγραφέας βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο.

Απεβίωσε τον Ιούνιο του 1998 στις κορφές του Ταΰγετου.