Παρότι η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να αποσυρθεί από την κούρσα των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ, ανοίγοντας το δρόμο για να την υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις για την προεδρία, που μάλιστα γρήγορα εξασφάλισε και τον αναγκαίο αριθμό αντιπροσώπων ώστε να πάρει και τυπικά το χρίσμα στο συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο που ξεκινά στις 17 Αυγούστου, ωστόσο οι ενδείξεις είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να έχει σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει.

Μιλήσαμε για όλα αυτά με τον ελληνοαμερικανό καθηγητή Peter Bratsis. Μαθητής του σπουδαίου Στάνλει Αρόνοβιτς, ο Άκης Μπρατσής, όπως τον φωνάζουν συγγενείς και φίλοι, διδάσκει στο City University of New York και έχει σημαντικό ερευνητικό έργο, ενώ είναι μέλος της διεύθυνσης του Institute for the Radical Imagination.

Ο ελληνοαμερικανός καθηγητής Peter Bratsis (Άκης Μπρατσής)

Ο Μπρατσής εκτιμά ότι η απόφαση του Μπάιντεν ήταν αναγκαστική, καθώς «έχανε υποστήριξη μέσα στο κόμμα και οι προβλέψεις ήταν ότι θα έχανε τις εκλογές». Ωστόσο δεν θεωρεί ότι η υποψηφιότητα της Χάρις είναι ικανή για να δώσει την απαραίτητη δυναμική: «υπάρχει μια πιθανότητα, αλλά υπάρχει μια πιθανότητα να επαναληφθεί αυτό που είχε γίνει και με τη Χίλαρι Κλίντον». Μάλιστα, σημειώνει ότι ήδη η Χάρις «έχει πάρει στελέχη που είχαν συμμετάσχει και στην προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι» και κάποια από τα συνθήματα παραπέμπουν σε εκείνη την προεκλογική εκστρατεία.

Ο Μπρατσής υπογραμμίζει ότι η Χάρις στην πραγματικότητα «προέρχεται από τη δεξιά πλευρά του Δημοκρατικού Κόμματος, δεν είναι από την πιο προοδευτική πλευρά» και υπογραμμίζει ότι «δεν είναι ιδιαίτερα χαρισματική». Προς το παρόν οι δημοσκοπήσεις την δίνουν πίσω από τον Τραμπ, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει καθώς εξελίσσεται η προεκλογική εκστρατεία.

Για τον Μπρατσή το λάθος για τους Δημοκρατικούς ήταν ότι ο Μπάιντεν δεν αποσύρθηκε πολύ νωρίτερα. Γιατί εάν μια άλλη υποψηφιότητα είχε αναδειχτεί έγκαιρα μέσα από τις προκριματικές εκλογές σε κάθε Πολιτεία, «θα ξέραμε εάν έχει κάποια λαϊκή υποστήριξη ή όχι». Επιπλέον, θεωρεί σημαντικό για την απόφαση που πήραν το γεγονός ότι «τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί για τον Μπάιντεν, αυτόματα πάνε στη Χάρις».

Ωστόσο, η εκτίμηση του Μπρατσή είναι ότι ο Τραμπ έχει πιθανότητες να κερδίσει. Και αυτό γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά, «είναι ο μόνος που υποστηρίζει ότι κάτι δεν πάει καλά, ενώ οι Δημοκρατικοί λένε ότι όπως είναι τα πράγματα, πάνε πολύ καλά». Κατά συνέπεια, «άμα εσύ πιστεύεις ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά, ποιες είναι οι επιλογές σου;».

Σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι «υπάρχει έλλειψη πολιτικού λόγου από τους Δημοκρατικούς», ενώ το γεγονός ότι «οι θέσεις των δύο κομμάτων είναι πολύ παρόμοιες», έχει ως αποτέλεσμα «οι εκλογές να κρίνονται και πάνω σε ζητήματα προσωπικότητας». Καταλήγουν έτσι να κρίνονται πάνω στο ποιος «είναι περισσότερο “χαρισματικός” ή ποιος είπε τις λιγότερες βλακείες».

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και διαφορές. Για παράδειγμα, «ο Τραμπ και μία μερίδα των Ρεπουμπλικάνων θέλουν να σταματήσουν τη βοήθεια στην Ουκρανία». Βεβαίως, όπως σημειώνει «αυτό δεν είναι πολύ σημαντικό για τους περισσότερους Αμερικανούς, άλλωστε αρκετοί δεν ξέρουν καν που είναι η Ουκρανία».

Σε σχέση με το γεγονός ότι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της ψήφου δείχνουν να ευνοούν τους Δημοκρατικούς, ο Μπρατσής επισημαίνει ότι εξαιτίας του συστήματος των εκλεκτόρων «μπορεί να κερδίσουν την ψήφο και να χάσουν τις εκλογές». Σημειώνει, όμως, ότι ο Τραμπ έχει αρχίσει να έχει επιρροή και σε κατηγορίες που παραδοσιακά ανήκαν στο ακροατήριο των Δημοκρατικών: «έχει αρχίσει να παίρνει και κομμάτια Μαύρων και Ισπανόφωνων», σημειώνει. Αυτό το αποδίδει σε δυο παραμέτρους: από τη μια στο ότι «ο Τραμπ έχει πιο λαϊκιστικό λόγο», και από την άλλη στην επιρροή που έχει η θρησκεία στις εκλογές, καθώς «οι Ρεπουμπλικάνοι παραδοσιακά παίρνουν τη χριστιανική ψήφο και αυτό μετράει σε κατηγορίες όπως οι Ισπανόφωνοι». Αυτό, κατά τη γνώμη του, εξηγεί το παράδοξο να υπάρχει απήχηση του Τραμπ στους Ισπανόφωνους, την ώρα που ο τελευταίος κατηγορεί τους μετανάστες για βιαστές και δολοφόνους. Επισημαίνει επίσης το αντανακλαστικό προηγούμενες γενιές μεταναστών να λένε «εμείς είμαστε εδώ νόμιμα και εργαζόμαστε, αυτοί που έρχονται είναι τεμπέληδες».

Σημαντικό ρόλο σε αυτό το κλίμα παίζει η ανησυχία για την οικονομία καθώς «ναι μεν η ανεργία έχει υποχωρήσει πολύ, αλλά οι μισθοί δεν έχουν ανέβει τόσο και μπορεί σε πραγματικούς όρους να έχουν υποχωρήσει εάν υπολογιστεί η ακρίβεια στα χρόνια μετά την πανδημία». Επισημαίνει, πάντως ότι ένα μέρος της ακρίβειας έρχεται από πολιτικές αποφάσεις όπως αυτές για τις κυρώσεις στη Ρωσία, με την επίπτωση που είχαν στην αγορά ενέργειας.

Ως προς το ποια απήχηση έχουν στο μυαλό των ψηφοφόρων τα όσα είχαν γίνει στις 6 Ιανουαρίου 2021 με την εισβολή ενός όχλου στο κτίριο του Καπιτωλίου, ο Μπρατσής επισημαίνει ότι ναι μεν «υπάρχει μίσος για τον Τραμπ», αλλά ταυτόχρονα «οι δημοσκοπήσεις τον δείχνουν να κερδίζει και μάλιστα να παίρνει τις περισσότερες από τις κρίσιμες “ταλαντευόμενες” πολιτείες». Κατά συνέπεια, «εάν γίνονταν σήμερα εκλογές, το πιο πιθανό είναι ότι θα κέρδιζε ο Τραμπ».

Σημαντική παράμετρος και ότι ο Τραμπ εξακολουθεί «να έχει απήχηση σε τμήμα της λευκής εργατικής τάξης και αυτό που έγινε στην Πενσυλβάνια με τον Τραμπ να είναι με τα αίματα και τη γροθιά υψωμένη και να λέει Fight Fight Fight, σίγουρα θα τον βοηθήσει».

Ο Μπρατσής εκτιμά ότι βοηθά τον Τραμπ η επιλογή του Τζ. Ντ. Βανς για τη θέση του υποψήφιου αντιπροέδρου, «γιατί είναι νέος, μορφωμένος, πάρα πολύ δεξιός, αλλά με μια πιο παραδοσιακή έννοια που υποστηρίζουν και κάποια “φιλολαϊκά” μέτρα, άλλωστε στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων μίλησε και ο πρόεδρος των Teamsters που είναι από τα μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα». Από την άλλη, ο Βαν «έχει την υποστήριξη και αρκετών δισεκατομμυριούχων των νέων τεχνολογιών» που αποτελεί παράγοντα που ενισχύει την καμπάνια.

Βεβαίως, το ενδεχόμενο εκλογής του Τραμπ «προκαλεί ανησυχία στον κόσμο των κινημάτων και στους αριστερούς, γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι λένε ότι θέλουν να διώξουν τους μετανάστες από τη χώρα και τους αριστερούς από τα πανεπιστήμια ή ότι θα κλείσουν πανεπιστήμια και προγράμματα». Από την άλλη, «δεν είναι δεδομένο ότι θα τα κάνουν όλα αυτά, γιατί στην πρώτη τετραετία έκαναν μικρό μέρος όσων έλεγαν ότι θα κάνουν». Ωστόσο, η διαφορά είναι ότι «τότε δεν πίστευαν ότι θα κέρδιζαν τις εκλογές και δεν είχαν ετοιμαστεί. Τώρα έρχονται προετοιμασμένοι». Και σίγουρα τα πράγματα θα γίνουν πιο δύσκολα για τα κινήματα «και πιο επικίνδυνα γιατί οι ακροδεξιές οργανώσεις τις ΗΠΑ είναι και ένοπλες, μην το ξεχνάτε».