Τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα προκαλούσε στο Δημόσιο η μη συμφωνία για την Attica Bank απαρίθμησε ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων στη Βουλή, επισημαίνοντας πως η προωθούμενη λύση με την Παγκρήτια Τράπεζα αποτελεί τη βέλτιστη λύση τόσο για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και για τον Έλληνα φορολογούμενο.

Κούρεμα καταθέσεων και bank run

Ο κ. Στουρνάρας στάθηκε ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο δυνητικής απώλειας αποταμιεύσεων πάνω από 1,6 δισ. Ευρώ (κούρεμα) σε μη εγγυημένες καταθέσεις ύψους 1,6 δισ. ευρώ και στις απώλειες ύψους 1,7 δισ. ευρώ του ΤΕΚΕ που θα έπρεπε να καλύψουν οι συστημικές τράπεζες προκειμένου να αποζημιωθούν οι καλυμμένες καταθέσεις των δύο τραπεζών.

Υπογράμμισε ακόμη ότι χωρίς συμφωνία θα εκμηδενιζόταν η συμμετοχή του ΤΧΣ και το Δημόσιο θα έχανε 1,8 δισ. ευρώ ενώ συγχρόνως θα δημιουργείτο μια νέα γενιά «κόκκινων δανείων» από τους κουρεμένους καταθέτες που δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.

Τόνισε ακόμη πως επειδή «θα είναι η πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης που θα ‘κουρευτούν’ καταθέσεις στη χώρα μας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κλονιστεί η εμπιστοσύνη των αποταμιευτών και είναι πιθανό να δούμε ‘bank run’ (μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων) σε λιγότερο σημαντικές ή «ευάλωτες» τράπεζες, χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε επιπτώσεις και στη ρευστότητα των σημαντικών τραπεζών».

Οι επιπτώσεις στην Εθνική Τράπεζα

Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ακόμη ότι η μη συμφωνία θα προκαλούσε «αναταραχή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα έχει επιπτώσεις στη διάθεση του υφιστάμενου ποσοστού του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα, καθώς και στην πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων».

… αλλά και μείωση των κόκκινων δανείων

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αναφέρθηκε εκτενώς στα οφέλη από τη συγχώνευση Attica Bank και Παγκρήτιας Τράπεζας, σημειώνοντας μεταξύ άλλων την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την θετική επίδραση τόσο στο κόστος όσο και στην ποιότητα των παρεχόμενων τραπεζικών υπηρεσιών αλλά και την εξυγίανση των ισολογισμών των δύο τραπεζών θα συμβάλει στη μείωση του μέσου όρου των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο προς τα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρο.

Πηγή του κακού η περίοδος 2015-2016

Ο κ. Στουρνάρας έκανε και μια μικρή αναδρομή στις προκλήσεις που αντιμετώπισε ο ελληνικός τραπεζικός τομέας κατά τη διάρκεια των ετών της οικονομικής κρίσης ενώ τόνισε ότι μεγάλο μέρος των προβλημάτων της Attica Bank σήμερα προέρχεται από την περίοδο 2015-16

Το παράλληλο τραπεζικό σύστημα

Ιδιαίτερη μνεία έκανε στη δημόσια δεδηλωμένη προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να δημιουργήσει το λεγόμενο ‘παράλληλο τραπεζικό σύστημα’ το οποίο δεν θα υπαγόταν σε εποπτικούς ελέγχους της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και επισήμανε πως «η Τράπεζα της Ελλάδος αποτέλεσε τότε το βασικό θεσμικό ανάχωμα στην προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να παρέμβει στο τραπεζικό σύστημα και στην Attica Bank ειδικότερα».

Το όφελος του Ιδιώτη

Κλείνοντας ο διοικητής της ΤτΕ απάντησε και ε ορισμένα επιχειρήματα που ακούγονται τελευταία για το σχετικό όφελος του ιδιώτη και του Δημοσίου από τη συναλλαγή αυτή, λέγοντας πως ο συγκεκριμένος ιδιώτης επενδυτής, Thrivest, αναμένεται να έχει συνολική (προηγούμενη και τωρινή) αξία επένδυσης προς ίδια κεφάλαια  (price to book value) ίση με 1,09 περίπου, εισέρχεται δηλαδή στην υπό συγχώνευση τράπεζα όχι με καλύτερους αλλά με δυσμενέστερους όρους από ό,τι εισήλθαν όλοι οι άλλοι επενδυτές στις σημαντικές τράπεζες από το 2015 μέχρι σήμερα (οι οποίοι εισήλθαν σε αντίστοιχες τιμές price to book value από 0,25 μέχρι 0,9).

Επιπλέον, σημείωσε ότι το ΤΧΣ θα έχει θετική αναμενομένη απόδοση στην επένδυσή του και συμβάλλει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα της χώρας καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ενώ τόνισε ότι «άλλος ιδιώτης επενδυτής πέραν της Thrivest που θα επένδυε με τους ίδιους ή και καλύτερους όρους από αυτούς που επενδύει η Thrivest δεν εμφανίστηκε».

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Γ. Στουρνάρα:

«Έχω αναφερθεί σε πρόσφατες ομιλίες μου στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής στις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ελληνικός τραπεζικός τομέας κατά τη διάρκεια των ετών της οικονομικής κρίσης. Επίσης πως αντιμετώπισαν οι Ελληνικές Αρχές (η Κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) καθώς και οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ, προβλήματα, όπως η επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, η δραματική μείωση της ρευστότητας, ο αποκλεισμός από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και χρήματος και οι περιορισμοί στο καθεστώς κίνησης κεφαλαίων.

Η Attica Bank και η Παγκρήτια Τράπεζα δεν αποτέλεσαν εξαίρεση και -όπως το σύνολο των ελληνικών τραπεζών- επηρεάστηκαν σημαντικά από την εγχώρια οικονομική κρίση, πρωτίστως όσον αφορά την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των δανείων τους. Θυμίζω ότι, στην κορύφωση της κρίσης, στον κλάδο των  μικρομεσαίων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (όπου δραστηριοποιούνταν έντονα οι δύο τράπεζες), περίπου τα 2/3 των υπολοίπων των δανείων ήταν μη εξυπηρετούμενα. Επίσης, η κεφαλαιακή επάρκεια των δύο τραπεζών επιδεινώθηκε, μεταξύ άλλων, λόγω των σημαντικών ζημιών της τάξης των 150 εκατ. ευρώ στα χαρτοφυλάκια δανείων και των ζημιών από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI), με αποτέλεσμα την εμφάνιση μεγάλου ύψους κεφαλαιακών αναγκών.

Σε αντίθεση όμως με τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, η Attica Bank και η Παγκρήτια Τράπεζα δεν είχαν πρόσβαση στους δημόσιους πόρους (financial envelope) για την κάλυψη της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης και στηρίχθηκαν αμιγώς στις οικονομικές δυνατότητες των μετόχων τους. Ταυτόχρονα, έως σήμερα, οι μικρότερες τράπεζες δεν είχαν πρόσβαση στους πόρους του ελληνικού σχήματος προστασίας ενεργητικού (hellenic asset protection scheme), γνωστό ως ‘Ηρακλής’, τόσο λόγω σχεδιασμού του προγράμματος όσο και επειδή δεν είχαν τα απαιτούμενα κεφάλαια, προκειμένου να απορροφήσουν το κόστος από την εξυγίανση του ισολογισμού τους. Και είναι πλέον αποδεδειγμένο από τα διαθέσιμα στοιχεία ότι, χωρίς τη χρήση της συστημικής λύσης του ‘Ηρακλή’, δεν θα ήταν εφικτή η εξυγίανση του ισολογισμού των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών.

Για την Attica Bank ειδικότερα, μεγάλο μέρος των προβλημάτων της σήμερα προέρχεται από την περίοδο 2015-16. Συγκεκριμένα:

  • Το Σεπτέμβριο του 2014, η Attica Bank εμφάνιζε Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας 11,5%. Ο Δείκτης υπολειπόταν μεν του μέσου όρου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (15,4%), ήταν όμως υψηλότερος των τότε κεφαλαιακών απαιτήσεων (οι λιγότερο σημαντικές τράπεζες, όπως η Attica Bank, έχουν μικρότερες κεφαλαιακές εποπτικές απαιτήσεις απ’ ό,τι οι τέσσερις σημαντικές), με την τράπεζα να εμφανίζει και αξιόλογη κερδοφορία προ προβλέψεων.
  • Την ίδια περίοδο, ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων της τράπεζας ανερχόταν σε 39%, χαμηλότερος του μέσου όρου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που ήταν 40%.
  • Μέχρι το 2019 η κατάσταση αυτή είχε αντιστραφεί πλήρως, καθώς ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων της τράπεζας έφθασε το 61%. Έκτοτε, και με δεδομένη τη μη δυνατότητα χρήσης του Ηρακλή, όπως προανέφερα, ο δείκτης αυτός δεν μειώθηκε. Αντίθετα, για τις σημαντικές τράπεζες μειώθηκε σημαντικά και βρίσκεται πλέον στο 5%.
  • Τι συνέβη την περίοδο αυτή; Θυμίζω ότι το 2014, στη συνολική άσκηση αξιολόγησης (comprehensive assessment) που διενήργησε ο SSM, οι ελληνικές σημαντικές τράπεζες δεν εμφάνισαν κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ένα χρόνο μετά, και μετά από τους γνωστούς κλυδωνισμούς που υπέστησαν η ελληνική οικονομία και, κυρίως, το τραπεζικό σύστημα με την επιβολή τραπεζικής αργίας και κεφαλαιακών περιορισμών, το έλλειμμα κεφαλαίων στο δυσμενές σενάριο ανήλθε στο μεγάλο ύψος των 14,4 δισεκ. ευρώ . Κατ’ αναλογία με την άσκηση που διενήργησε o SSM για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, και στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους θεσμούς, αντίστοιχη άσκηση διενήργησε και η Τράπεζα της Ελλάδος για την Attica Bank. Στόχος της άσκησης ήταν η επανεκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών, υπό το πρίσμα των νέων χρηματοπιστωτικών συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί το 2015.
  • Όπως και για τις σημαντικές τράπεζες, η άσκηση αποκάλυψε σοβαρές κεφαλαιακές ανάγκες για την Attica Bank (συνολικά περίπου 750 εκατ. ευρώ, στο δυσμενές σενάριο της άσκησης). Με βάση το τότε ισχύον θεσμικό πλαίσιο, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μπορούσε να παράσχει κεφαλαιακή ενίσχυση μόνο στις τέσσερις σημαντικές τράπεζες. Ως εκ τούτου, η Attica Bank υποχρεώθηκε να αναζητήσει το σύνολο των κεφαλαιακών αναγκών που προσδιορίστηκαν από ιδιώτες επενδυτές. Η τράπεζα κατάφερε να καλύψει μέρος μόνο των κεφαλαιακών της αναγκών, αφήνοντας έλλειμμα προς κάλυψη ύψους 70 εκατ. ευρώ. Επιπροσθέτως, η ελληνική οικονομία δεν είχε ακόμα ανακάμψει μετά το ‘σοκ’ του 2015, γεγονός που είχε επιπτώσεις και στον ισολογισμό της τράπεζας.
  • Την περίοδο αυτή, είχαμε και τη δημόσια δεδηλωμένη προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να δημιουργήσει το λεγόμενο ‘παράλληλο τραπεζικό σύστημα’ το οποίο δεν θα υπαγόταν σε εποπτικούς ελέγχους της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό από όλους ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός.

Η Τράπεζα της Ελλάδος αποτέλεσε τότε το βασικό θεσμικό ανάχωμα στην προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να παρέμβει στο τραπεζικό σύστημα και στην Attica Bank ειδικότερα. Τα γεγονότα είναι γνωστά και δεν θα ήθελα να τα επαναλάβω, στο βαθμό μάλιστα που πολλά από αυτά, αρκετά θλιβερά, αφορούν εμένα προσωπικά αλλά και την οικογένειά μου.

  • Βλέποντας την προσπάθεια αυτή, υπήρξε παρέμβαση και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το 2016 διενεργήθηκε κοινός Επιτόπιος Έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ελλάδος. Διαπιστώθηκαν σοβαρές αδυναμίες και παραβάσεις σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, σε θέματα διαχείρισης κινδύνων και κριτηρίων πιστοδοτήσεων, ενώ διαπιστώθηκε ότι και μέρος της τότε αύξησης μετοχικού κεφαλαίου είχε προέλθει από δανεισμό μέσω της ίδιας της τράπεζας.
  • Ακολουθώντας τις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η Attica Bank υπό νέα διοίκηση, η οποία επιβλήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, με CEO τον έμπειρο τραπεζίτη Θεόδωρο Πανταλάκη, ξεκίνησε την υλοποίηση των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων, καθώς και την προσπάθεια εξεύρεσης αφενός των 70 εκατ. ευρώ του κεφαλαιακού ελλείμματος που προαναφέρθηκε, και αφετέρου την υποκατάσταση των κεφαλαίων που είχαν χρηματοδοτηθεί από δάνεια της τράπεζας τα οποία δεν προσμετρήθηκαν, σύμφωνα με το ισχύον εποπτικό πλαίσιο, στα εποπτικά κεφάλαια. Πρέπει να σημειωθεί ότι την τράπεζα την είχε κατ’ ουσία εγκαταλείψει ο τότε βασικός μέτοχός της, δηλαδή το ΤΣΜΕΔΕ, λόγω της ένταξης του Ταμείου των Μηχανικών στον ΕΦΚΑ, με αποτέλεσμα να αναζητήσει η τότε κυβέρνηση με ad hoc τρόπο κεφάλαια στήριξης από ιδιωτικές ή/και κρατικές εταιρίες καθώς και από ασφαλιστικά ταμεία (ΕΥΔΑΠ, Αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, ΤΑΠΙΛΤΑΤ, ΕΛΠΕ, Ελλάκτωρ κλπ.).
  • Η στήριξη της τράπεζας σε ρευστότητα από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω του Μηχανισμού Έκτακτης Ενίσχυσης σε Ρευστότητα (ELA) είχε ανέλθει τον Οκτώβριο του 2016, όταν δηλαδή ανέλαβε η νέα διοίκηση, στο ποσό των 1,16 δισεκ. ευρώ, λόγω της συνεχούς μείωσης των καταθέσεων. Η συνεχιζόμενη μείωση των καταθέσεων, και η εν γένει δύσκολη κατάσταση της τράπεζας, ανάγκασε τη νέα διοίκηση να αιτηθεί προς το Υπουργείο Οικονομικών την έκδοση ομολογιακού δανείου ύψους 380 εκατ. ευρώ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ενέχυρο για την χρηματοδότηση από τον ELA.
  • Παράλληλα, η νέα διοίκηση ξεκίνησε την πρώτη τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων αξίας 1,3 δισεκ. ευρώ που έγινε στην Ελλάδα, την τιτλοποίηση με την ονομασία Artemis, προκειμένου να μπορέσει να καλύψει το έλλειμμα κεφαλαίου 70 εκατ. ευρώ, δεδομένης της μη πρόσβασης τότε της τράπεζας στα κεφάλαια του ΤΧΣ, αλλά και λόγω της αδυναμίας προσέλκυσης ιδιώτη επενδυτή, όπως απαιτεί το πλαίσιο της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (DG Comp).
  • Η τότε διοίκηση, υπό την πίεση των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν, προσέφυγε σε αναγκαστικές λύσεις, οι οποίες τελικά αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές και δεν επέτρεψαν την εκκαθάριση του ισολογισμού της τράπεζας από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προκειμένου στη συνέχεια να της επιτρέψουν να επικεντρωθεί στο στόχο της υγιούς πιστωτικής επέκτασης και της επίτευξης διατηρήσιμης κερδοφορίας.
  • Εν ολίγοις, η μη πρόσβαση εξ αρχής στα κεφάλαια του ΤΧΣ, και αργότερα σε μια συστημική λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως ο ‘Ηρακλής’ που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών, αλλά και η σημαντική ζημιά που είχε επέλθει στα χαρτοφυλάκια και στη φήμη της τράπεζας από τα γεγονότα που προηγήθηκαν, ήταν οι κύριοι λόγοι που εμπόδισαν την πρόοδο στον τομέα της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου της και στην εύρεση αξιόπιστου ιδιώτη επενδυτή.

Για να επανέλθουμε όμως στο σήμερα:

Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία Μαρτίου 2024, οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες διέθεταν δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 5% και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας ύψους 19,1%. Για τις τράπεζες Attica Bank και Παγκρήτια, οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέρχονται σε 61,5% και 53,5% αντιστοίχως, ενώ τα υπόλοιπα των εν λόγω μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέρχονται σχεδόν στο ήμισυ του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Για την ίδια ημερομηνία, οι δύο τράπεζες διαθέτουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας περίπου 14,3% η Attica Bank και 12,6% η Παγκρήτια Τράπεζα. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η εξυγίανση των δύο αυτών τραπεζών αποτελεί το τελευταίο μίλι στην προσπάθεια για την πλήρη εξυγίανση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, κάνοντας χρήση μέσων, εργαλείων και προϋποθέσεων παρόμοιων με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν και στην περίπτωση των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών. Δηλαδή πρόσβαση στα κεφάλαια του ΤΧΣ κάτω από τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, πρόσβαση στον ‘Ηρακλή’ κάτω επίσης από τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, και βέβαια, ύπαρξη αξιόπιστου ιδιώτη επενδυτή και αξιόπιστης διοίκησης (management).

Σήμερα βρισκόμαστε στην ευτυχή συγκυρία να πληρούνται όλες αυτές οι συνθήκες: Πρώτον, οι διοικήσεις της Attica Bank και της Παγκρήτιας, υπό την Ελένη Βρεττού και τον Αντώνη Βαρθολομαίο αντιστοίχως, έχουν ήδη επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα στις δύο τράπεζες, έχοντας ανατρέψει την αρνητική εικόνα γι’ αυτές. Επιπλέον, η Παγκρήτια έχει λειτουργήσει, σε συνεννόηση με την Τράπεζα της Ελλάδος, με ενοποιητικό τρόπο για τον τραπεζικό τομέα της χώρας, έχοντας απορροφήσει την HSBC και τη Συνεταιριστική Τράπεζα Κεντρικής Μακεδονίας. Δεύτερον, ο ιδιώτης επενδυτής Thrivest έχει ήδη επενδύσει σημαντικά ποσά (135 εκατ. ευρώ) κυρίως στην Παγκρήτια αλλά και στην Attica Bank, και έχει δεσμευτεί να επενδύσει άλλα 200 εκατ. ευρώ στη νέα υπό συγχώνευση τράπεζα, πέραν των ποσών που ήδη έχει διαθέσει προκειμένου να εξαγοράσει τις συμμετοχές του πρώην κύριου μετόχου της Παγκρήτιας, γενόμενος έτσι ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τρίτον, το ΤΧΣ διαπραγματεύθηκε αποτελεσματικά με τον ιδιώτη επενδυτή, την Thrivest, αλλά και με τους λοιπούς επενδυτές του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, και θα συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου της υπό συγχώνευσης νέας τράπεζας με το ποσό των 475 εκατ. ευρώ. Τέταρτον, η Κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε αποτελεσματικά με την DG Comp και διέθεσε το σχήμα προστασίας ενεργητικού ‘Ηρακλής’ και στη νέα υπό συγχώνευση τράπεζα, αποδεικνύοντας τη βούλησή της για βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού (level playing field) στον τραπεζικό τομέα της χώρας, όπως άλλωστε γίνεται και με την διάθεση κεφαλαίων του ΤΧΣ στη μη συστημική, υπό συγχώνευση τράπεζα.

Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που καθιστούν επιβεβλημένη τη συναλλαγή, πέραν βεβαίως της εκπλήρωσης των συνθηκών που μόλις προαναφέρθηκαν;

Θα ξεκινήσω από τη θετική επίπτωση στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα:

  • Η δημιουργία ενός συστήματος υγιών, λιγότερο σημαντικών τραπεζών με βασική συνιστώσα το ενιαίο τραπεζικό σχήμα που θα προκύψει από τη συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα, του 5ου πόλου στο τραπεζικό σύστημα, θα έχει μια σειρά από θετικές επιπτώσεις σε τράπεζες και οικονομία.

Συγκεκριμένα:

  • Η ελληνική τραπεζική αγορά εμφανίζει σήμερα ένα από τα υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσης στην ευρωζώνη, αποτέλεσμα κυρίως της σημαντικής αναδιάρθρωσης που έγινε στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα την περασμένη δεκαετία κατά τη διάρκεια της κρίσης. Με στοιχεία Δεκεμβρίου 2023, το μερίδιο αγοράς των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών σε σχέση με το ενεργητικό ανέρχεται σε 96%. Για την ίδια ημερομηνία, το συνδυασμένο μερίδιο αγοράς για τις δύο τράπεζες υπό συγχώνευση (Attica Bank και Παγκρήτια) ανέρχεται σε περίπου 2,5%.
  • Η σύσταση του 5ου πόλου στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, απαλλαγμένου από τα βάρη του παρελθόντος (Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, Αναβαλλόμενη Φορολογική Απαίτηση) και με ένα κρίσιμο μέγεθος ικανό να ανταγωνισθεί τις σημαντικές τράπεζες, αναμένεται να έχει σημαντικά οφέλη σε αρκετούς τομείς. Ενδεικτικά:
  • Η ενίσχυση του ανταγωνισμού αναμένεται να έχει θετική επίδραση τόσο στο κόστος όσο και στην ποιότητα των παρεχόμενων τραπεζικών υπηρεσιών (π.χ. κόστος νέων δανείων και καταθέσεων, κόστος προμηθειών, ψηφιοποίηση, κλπ.).
  • Η νέα τράπεζα θα μπορεί να καλύψει τμήματα της αγοράς στα οποία δεν υπάρχει σήμερα ικανοποιητική κάλυψη της ζήτησης για δάνεια, όπως τμήματα που αφορούν μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
  •  Η νέα τράπεζα, υπό όρους και προϋποθέσεις, θα μπορεί να διευκολύνει την εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους, μέσω της επιλεκτικής αναχρηματοδότησης βιώσιμων πιστούχων που είχαν βρεθεί εκτός τραπεζικού συστήματος.
  • Τέλος, η εξυγίανση των ισολογισμών των δύο τραπεζών θα συμβάλει στη μείωση του μέσου όρου των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο προς τα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Από την άλλη, το σενάριο μη επίτευξης της συμφωνίας θα είχε μία σειρά από πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες. Ειδικότερα:

  • Σήμερα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υπολείπονται κατά 106 εκατ. ευρώ (συνολικά και για τις δύο τράπεζες) των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων συμπεριλαμβανομένης και της «κεφαλαιακής κατεύθυνσης» (P2G) και, σε κάθε περίπτωση, δεν επαρκούν προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών είναι αδύνατη χωρίς την ολοκλήρωση της εν λόγω συμφωνίας.
  • Εάν ο στόχος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν πολύ χαμηλότερος, δεν θα υπήρχε επίλυση του προβλήματος αυτού και απλά θα μεταφερόταν στο άμεσο μέλλον. Η τράπεζα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με επάρκεια ως βασική συνιστώσα και κινητήρια δύναμη του 5ου πόλου στο τραπεζικό σύστημα, καθώς δεν θα είχε εξυγιάνει τον ισολογισμό της.
  • Ταυτόχρονα, πρέπει να επισημανθεί ότι το εποπτικό κόστος διακράτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων στον ισολογισμό των τραπεζών είναι υψηλό και βαίνει αυξανόμενο με βάση το θεσμικό πλαίσιο. Ενδεικτικά, για λόγους διασφάλισης ίσης μεταχείρισης, είναι ιδιαίτερα πιθανή η εφαρμογή εποπτικών μέτρων που αφορούν το ελάχιστο ποσοστό κάλυψης δανείων από προβλέψεις (prudential backstop) και για τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα στην ευρωζώνη, κατ’ αντιστοιχία με ό,τι εφαρμόζεται για τις σημαντικές τράπεζες. Κάτι τέτοιο θα έχει άμεσες και σοβαρές συνέπειες στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά τους. Σχετικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση λαμβάνει ήδη η ΤτΕ.
  • Δεδομένης της ευάλωτης οικονομικής κατάστασης των δύο τραπεζών, θα ήταν πιθανό το σενάριο σημαντικής εκροής καταθέσεων στην περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, μεταξύ άλλων λόγω του υψηλού κινδύνου φήμης. Αυτό θα οδηγούσε νομοτελειακά στην κατάρρευσή τους καθώς δεν θα είχαν πρόσβαση σε δανεισμό από την ΕΚΤ, ενώ δεν διαθέτουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα για την κάλυψη ακραίων εκροών καταθέσεων. Παρά το σχετικά χαμηλό μέγεθος των δύο τραπεζών (συνολικό μερίδιο αγοράς σε σχέση με το ενεργητικό ανέρχεται σε περίπου 2,5%), τυχόν κατάρρευσή τους θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού κλάδου. Συγκεκριμένα:
  • Καμία από τις δύο τράπεζες δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις του άρθρου 145Β του ν.4261/2014 περί μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μεταβιβασθεί το σύνολο των καταθέσεων σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα (όπως έγινε στην περίπτωση της Συνεταιριστικής Τράπεζας Όλυμπος) και οι μη καλυμμένες καταθέσεις θα χαθούν. Με στοιχεία 31.3.2024, οι μη εγγυημένες καταθέσεις ανέρχονται σε περίπου 909 εκατ. ευρώ για την Attica Bank και 726 εκατ. ευρώ για την Παγκρήτια Τράπεζα. Άρα θα υπήρχε απώλεια αποταμιεύσεων πάνω από 1,6 δισεκ. ευρώ.
  • Καθώς οι καταθέσεις αυτές αφορούν κυρίως επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στο σενάριο αυτό θα προέκυπτε νέο ‘κύμα’ μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς το ‘κούρεμα’ των καταθέσεων θα είχε πιθανότατα μη αντιστρέψιμη επίπτωση στη δυνατότητά τους να ανταπεξέλθουν στην εξυπηρέτηση του χρέους τους. Επισημαίνεται ότι μεταξύ των μεγαλύτερων καταθετών των δύο τραπεζών βρίσκονται και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου οι οποίοι θα υποστούν τις σχετικές συνέπειες.
  • Θα υπάρξουν δευτερογενείς επιπτώσεις στις σημαντικές τράπεζες μέσω αυξημένων εισφορών προς το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, ΤΕΚΕ. Συγκεκριμένα, το ΤΕΚΕ θα εξαντλήσει τα διαθέσιμά του μόνο για την πληρωμή των καλυμμένων καταθέσεων της Attica Bank (1,8 δισεκ. ευρώ). Άρα θα πρέπει να αντλήσει από τις άλλες τράπεζες κεφάλαια για την πληρωμή των καλυμμένων καταθέσεων της Παγκρήτιας (1,7 δισεκ. ευρώ) και πρόσθετα κεφάλαια προκειμένου να φθάσει εντός τετραετίας το στόχο του 0,8% επί των καλυμμένων καταθέσεων (περίπου 1,1 δισεκ. ευρώ), σύμφωνα με την σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία, τα οποία θα επιβαρύνουν τις υπόλοιπες εγχώριες τράπεζες.
  • Η υφιστάμενη αξία της συμμετοχής του ΤΧΣ στην Attica Bank (480 εκατ. ευρώ) θα εκμηδενιστεί, όπως και η αξία του τίτλου Tier 2 ύψους 100 εκατ. ευρώ λήξης 2028 που έχει εκδώσει η τράπεζα το 2018 και διακρατά το Ελληνικό Δημόσιο.
  • Καθώς θα είναι η πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης που θα ‘κουρευτούν’ καταθέσεις στη χώρα μας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κλονιστεί η εμπιστοσύνη των αποταμιευτών και είναι πιθανό να δούμε ‘bank run’ (μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων) σε λιγότερο σημαντικές ή «ευάλωτες» τράπεζες, χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε επιπτώσεις και στη ρευστότητα των σημαντικών τραπεζών.
  • Η αναταραχή που θα προκληθεί στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα έχει επιπτώσεις στη διάθεση του υφιστάμενου ποσοστού του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα, καθώς και στην πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
  • Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι ακόμα και αν ήταν εφικτή η χρήση του άρθρου 145Β του ν.4261/2014, η επίπτωση για το ΤΕΚΕ και το Ελληνικό Δημόσιο θα ήταν σημαντική, καθώς η αξία των προς μεταβίβαση υποχρεώσεων υπερβαίνει σημαντικά την αξία των προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού. Από προσωρινούς υπολογισμούς της ΤτΕ, το ΤΕΚΕ θα έπρεπε στο σενάριο αυτό να καταβάλει περίπου 1,7 δισεκ. ευρώ, με το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει 2,5 δισεκ. ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνεται η απώλεια της αξίας συμμετοχής του ΤΧΣ ύψους 480 εκατ. ευρώ.
  • Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι το κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο από τη συμμετοχή του ΤΧΣ και του ΕΦΚΑ στην επερχόμενη αύξηση κεφαλαίου στο πλαίσιο της συμφωνίας των μετόχων είναι ελάχιστο σε σχέση με το κόστος οποιασδήποτε άλλης επιλογής. Και μειώνεται ακόμα περισσότερο (α) με την αποπληρωμή 100 εκατ. ευρώ προς το Δημόσιο που θα προβεί η Attica Bank με βάση τη συμφωνία των μετόχων, εξοφλώντας τον τίτλο Τier 2 λήξης 2028 υπέρ του Δημοσίου, και από το συμψηφισμό 45 εκατ. ευρώ αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που έχει η Παγκρήτια έναντι του Δημοσίου και (β) λαμβάνοντας υπόψη στους υπολογισμούς και το κόστος των 150 εκατ. ευρώ που είχε η Attica Bank (αντιστοίχως οφέλη για το Δημόσιο) από το PSI.
  • Πρέπει να τονιστεί ότι το κόστος αυτό του Δημοσίου είναι κόστος επένδυσης. Πέραν από τα οφέλη σε όρους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που προαναφέρθηκαν, πέραν από τα οφέλη σε όρους τόνωσης του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα τα οποία επίσης προαναφέρθηκαν, υπάρχουν και τα οφέλη από την επένδυση σε μια μεγαλύτερη, υγιέστερη, και πιο κερδοφόρα τράπεζα. Για παράδειγμα και με αναφορά στο ΤΧΣ που είναι και ο βασικός συντελεστής της επένδυσης, η ετήσια απόδοσή του εκτιμάται σε άνω του 4%. Σε μια δεκαετία, τα 955 εκατ. ευρώ των παλαιότερων και των σημερινών επενδύσεων του ΤΧΣ στην Attica Bank και στη νέα υπό συγχώνευση τράπεζα, αναμένεται να έχουν αυξηθεί σημαντικά και να έχουν γίνει από 1,2 έως 1,6 δισεκ. ευρώ.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να επισημάνω, ότι, παρά τις προσπάθειες που έχει καταβάλει η υφιστάμενη αλλά και οι προηγούμενες διοικήσεις των τραπεζών Attica Bank και Παγκρήτια, δεν έχει τελεσφορήσει η αναζήτηση στρατηγικού ιδιώτη επενδυτή με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, πέραν του υφιστάμενου ιδιώτη μετόχου της Thrivest.

Το νέο σχήμα που θα προκύψει μετά τη συγχώνευση, θα έχει το κρίσιμο μέγεθος να επιτύχει ανάπτυξη και κερδοφορία, χάρη στις σημαντικές συνέργειες που δημιουργούνται. Το επιχειρηματικό σχέδιο της Attica bank χωρίς την Παγκρήτια, είχε υποδεέστερες αποδόσεις έναντι του συγχωνευμένου σχήματος. Τα οφέλη της εξυγίανσης και της συγχώνευσης των δύο τραπεζών, αντανακλώνται και στην πρόθεση του οίκου Moody’s να αναβαθμίσει την Attica Bank, σε σχετική ανακοίνωσή του την ημέρα επίτευξης της συμφωνίας.

Τέλος, θα ήθελα να τοποθετηθώ απέναντι και σε ορισμένα επιχειρήματα που ακούγονται τελευταία για το σχετικό όφελος του ιδιώτη και του Δημοσίου από τη συναλλαγή αυτή. Πρώτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, ιδιώτης επενδυτής είναι υποχρεωτικό να συμμετάσχει με βάση τους κανόνες του Κοινοτικού πλαισίου ανταγωνισμού. Δεύτερον, ο ιδιώτης επενδυτής δεν πρέπει να συγκρίνεται με το ΤΧΣ, αλλά με τους άλλους ιδιώτες επενδυτές στις σημαντικές τράπεζες: Ο συγκεκριμένος ιδιώτης επενδυτής, Thrivest, αναμένεται να έχει συνολική (προηγούμενη και τωρινή) αξία επένδυσης προς ίδια κεφάλαια  (price to book value) ίση με 1,09 περίπου, εισέρχεται δηλαδή στην υπό συγχώνευση τράπεζα όχι με καλύτερους αλλά με δυσμενέστερους όρους από ό,τι εισήλθαν όλοι οι άλλοι επενδυτές στις σημαντικές τράπεζες από το 2015 μέχρι σήμερα (οι οποίοι εισήλθαν σε αντίστοιχες τιμές price to book value από 0,25 μέχρι 0,9). Τρίτον, το ΤΧΣ, όπως ήδη προαναφέρθηκε, έχει θετική αναμενομένη απόδοση στην επένδυσή του και συμβάλλει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα της χώρας καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τέταρτον, και όπως ήδη αναφέρθηκε, άλλος ιδιώτης επενδυτής πέραν της Thrivest που θα επένδυε με τους ίδιους ή και καλύτερους όρους από αυτούς που επενδύει η Thrivest δεν εμφανίστηκε.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Συνοψίζοντας, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας μεταξύ των μετόχων ως τη βέλτιστη λύση για το Ελληνικό Δημόσιο, με γνώμονα τόσο τη διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όσο και το όφελος του φορολογουμένου.

Όλα όσα ανέφερα στη σημερινή μου παρέμβαση απαντούν επίσης στους ισχυρισμούς ότι το κράτος χαρίζει για μια ακόμα φορά χρήματα στους τραπεζίτες και τους ιδιώτες. Αυτοί οι ισχυρισμοί δείχνουν έλλειμμα κατανόησης των αγορών, των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και πρωτίστως του κόστους για τη διασφάλιση των αποταμιευτών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα. Ενός αγαθού το οποίο δεν είναι εξ ορισμού δεδομένο, ιδιαιτέρως στο περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας που βιώνουμε, και δεν πρέπει ποτέ, μα ποτέ, να γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.