Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Καραμανλή δοκίμασε πάλι την επικήδεια ρητορεία μας, όσο κι αν ο ίδιος φρόντισε, σε ανύποπτο χρόνο, να την περιορίσει στο ελάχιστο. Τούτο σημαίνει ότι κάθε πρόσθετος, αργοπορημένος μάλιστα, λόγος κρίνεται μάλλον περιττός. Παρά ταύτα η απολίτιστη αυτή στήλη οφείλει να ομολογήσει κάτι για τον εκλιπόντα, όχι τόσο για να επικυρώσει το πολιτικό του μέγεθος, όσο για να υπογραμμίσει την πολιτιστική του ευαισθησία.

Και δεν εννοώ μόνον τα προφανέστερα, και κάπως αριστοκρατικά, σήματά της: λ.χ. τη στενή φιλία του Καραμανλή με επιφανή πρόσωπα των γραμμάτων και της τέχνης. Έχω στον νου μου κάποια άλλα σημάδια πολιτιστικής εγρήγορσης και ανθρωπιάς, που φαίνεται να έχουν στο μεταξύ υποβαθμιστεί. Για να μείνω σε περιστατικά που αφορούν στη Θεσσαλονίκη, θυμίζω δύο: δημόσιο το ένα, ιδιωτικό το άλλο. Λίγοι θυμήθηκαν την επιλογή του Καραμανλή σε διευθυντικά πρόσωπα, όταν εδραίωσε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: εννοούνται ο Θεοτοκάς και ο Καραντινός, που ασφαλώς δεν ανήκαν στον κομματικό του χώρο (σ.σ. ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος και ο σκηνοθέτης Σωκράτης Καραντινός ο πρώτος διευθυντής του ΚΘΒΕ, που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 1961, επί πρωθυπουργίας Καραμανλή). Κανείς εξάλλου δεν σχολίασε δημόσια την επίσκεψη του Καραμανλή, όσο ακόμη ήταν Πρόεδρος Δημοκρατίας, στο σπίτι του αξέχαστου Μανόλη Ανδρόνικου, όταν τον δοκίμαζε η επάρατη αρρώστια, που αποδείχτηκε σε λίγο μοιραία (σ.σ. ο αείμνηστος Μανόλης Ανδρόνικος έφυγε από τη ζωή το Μάρτιο του 1992)· γιατί η ανθρώπινη αυτή χειρονομία έγινε εντελώς αθόρυβα και με σπάνια διακριτικότητα. Σίγουρα θα μπορούσαν να προστεθούν στα δύο αυτά παραδείγματα και άλλα ανάλογης σημασίας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.5.1998, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Σε ό,τι με αφορά αμεσότερα, καταθέτω δύο προσωπικές μαρτυρίες, τις οποίες μέχρι στιγμής αποσιώπησα, από φόβο μήπως εκληφθούν ως αυτοαναφορικές. Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται και σήμερα, αισθάνομαι όμως την αντικειμενική υποχρέωση να επιμείνω σε περιθωριακά έστω γεγονότα, που ορίζουν το βαθύτερο ήθος του Καραμανλή.

Το ένα συγχρονίζεται με τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης και αφορά στις κρίσιμες τότε πρωτοβουλίες του Υπουργείου Παιδείας για δραστική αποχουντοποίηση του πανεπιστημιακού χώρου. Αρμόδιος Υπουργός την εποχή εκείνη: ο Νικόλαος Λούρος. Υφυπουργός: ο Δημήτρης Τσάτσος. Γενικός Διευθυντής Ανώτατης Παιδείας: ο Δημήτρης Φατούρος. Ειδικός σύμβουλος σε πανεπιστημιακά θέματα: ο επιγραφόμενος, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη για τη συλλογή και εκτίμηση του σχετικού αποδεικτικού υλικού και για τη σύνταξη καταλόγου πανεπιστημιακών δασκάλων που εμφανώς υποστήριξαν το χουντικό καθεστώς και έπρεπε ως εκ τούτου να παραπεμφθούν προς κρίση, βάσει της δημοσιευμένης ήδη Συντακτικής Πράξης.


Ενόψει λοιπόν της τελικής απόφασης προσήλθε στο Υπουργείο Παιδείας ο Καραμανλής, για να ενημερωθεί. Συμμετείχα ο ίδιος σ’ αυτή την, προφανώς εμπιστευτική, σύσκεψη, όπου για πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα από κοντά τον Καραμανλή, επιβαρυμένος ακόμα από τη δυσφορία της πρώτης καραμανλικής περιόδου. Παρά ταύτα έμεινα έκπληκτος από την παρουσία και τη στάση του: άκουσε με προσοχή το σκεπτικό και τις εισηγήσεις· σχολίασε θετικά την αυστηρή τους φρόνηση· ενέκρινε τον κατάλογο των παραπεμπομένων ως είχε, μολονότι περιείχε κάποια σπουδαία ονόματα παλαιών κομματικών του συμμάχων.

Η άλλη μαρτυρία είναι σχεδόν ιδιωτική. Με πρωτοβουλία του εκδότη έφτασε, τιμής ένεκεν, στα χέρια του Καραμανλή, αρχές της δεκαετίας του ’90, ένας τόμος της συλλεκτικής έκδοσης της Οδύσσειας σε δική μου μετάφραση. Πρωί της άλλης ημέρας με πήρε στο τηλέφωνο η ευγενέστατη κυρία Τριανταφύλλη, για να μου μεταδώσει μήνυμα του Προέδρου, ο οποίος έφευγε την ίδια μέρα για λόγους υγείας, στο Λονδίνο, και δεν είχε τη δυνατότητα να μου μιλήσει ο ίδιος. Το μήνυμα έλεγε ότι ο Καραμανλής διάβασε την προηγούμενη νύχτα τη μεταφρασμένη ραψωδία, συγκινήθηκε, και ζητούσε να με δει στο προεδρικό μέγαρο, μόλις θα επέστρεφε από το Λονδίνο.


Η συνάντηση πράγματι έγινε, κράτησε σχεδόν μία ώρα και υπήρξε για μένα αποκαλυπτική: όχι τόσο με όσα είπε για τη μεταφραστική μου δουλειά, αλλά επειδή η συνομιλία εξελίχθηκε σε εκ βαθέων εξομολόγηση του Καραμανλή για σημαντικές καμπές του πολιτικού και προσωπικού του βίου. Από την απροκάλυπτη αυτή ομολογία του μεταφέρω εδώ μία μόνο φράση, η οποία, όπως προχθές άκουσα, παραλλάσσει την πρόταση που έγραψε στον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Ο Καραμανλής, ήρεμος και μελαγχολικός, κάποια στιγμή ομολόγησε: «Μπορεί να κέρδισα το στοίχημα της πολιτικής, έχασα όμως καθ’ οδόν τα προσωπικά μου αισθήματα».

*Κείμενο του Δ. Ν. Μαρωνίτη, που έφερε τον τίτλο «Τα χαμένα αισθήματα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 3 Μαΐου 1998, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή (23 Απριλίου 1998).


Ο Μαρωνίτης, ο αείμνηστος δάσκαλος, ο κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος, υπήρξε συν τοις άλλοις ο αριστερός που διώχθηκε και φυλακίστηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.


«Τα στερνά τιμούν τα πρώτα»… Κι αυτό δεν είναι ασήμαντο κατευόδιο — προπάντων, για δημόσιους άνδρες, την ώρα που παίρνουν τον δρόμο του Μεγάλου Αγνώστου.

Ο υπογράφων δεν υπήρξε ποτέ «καραμανλικός» — συχνά, μάλιστα, έχει επικρίνει έντονα ορισμένες πλευρές της πολιτείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και, γενικότερα, της παράταξης που εκείνος στάθηκε ο κορυφαίος εκπρόσωπός της. Έτσι, μπορώ νηφάλια (όση μοι δύναμις) να διατυπώσω μερικές παρατηρήσεις — που, αυτονόητα, δεν φιλοδοξούν διόλου ν’ αποτιμήσουν το έργο ενός πολιτικού με κυρίαρχη παρουσία σε μισόν αιώνα πολιτικού βίου.

[…]

Για πολλά κατηγορήθηκε ο Καραμανλής, στην πρώτη οκταετία της διακυβέρνησης του τόπου (1955-63). Για την εύνοια που του έδειξε το «Παλάτι» (με το οποίο συγκρούσθηκε, τελικά, κι αυτός), για τους πλουτοκράτες, κερδοσκόπους, εργολάβους, που καταφάγανε τον δημόσιο κορβανά, καταστρέψανε το περιβάλλον, τσιμεντοποίησαν την Αθήνα· για άκρατο αντικομμουνισμό· για τα βδελυρά έργα της κρατικής «εθνικοφροσύνης» και του εγκληματικού παρακράτους· για τη «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961, για ενδοτικότητα στον «ξένο παράγοντα»· για τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, τόσο μοιραίες για το κυπριακό θέμα.


Δεν είναι ώρα να εκτιμηθούν ψύχραιμα αυτές οι κατηγορίες, ούτε αντίστροφα οι ύμνοι των θαυμαστών του για άλλους τομείς —οικονομικούς, οργανωτικούς, πολιτιστικούς κ.λπ.— της δράσης του, που απόσπασε τη χώρα από την υπανάπτυξη. Ωστόσο, ακόμα και οι αντίπαλοί του δεν αμφισβήτησαν την ανιδιοτέλεια και την εντιμότητά του, αλλά και την αποφυγή δημαγωγίας και δημεγερσίας.

Όπως κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει τα δύο μεγάλα επιτεύγματα της δεύτερης περιόδου του: Απ’ τη μια, την καίρια συμβολή του στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, τόσο με την πρωθυπουργική ιδιότητά του (1974-80), όσο και με την προεδρική (1980-85, 1990-95). Απ’ την άλλη, την εισδοχή της χώρας μας στην ΕΟΚ, που τόσο επικρίθηκε απ’ τους αντιπάλους του και που τόσο χρησιμοποιήθηκε από εκείνους, όταν ήρθαν στην εξουσία… Ο αντικομμουνιστής Καραμανλής αναγνώρισε το ΚΚΕ, ο «αντιδημοκρατικός» Καραμανλής συνεργάστηκε αγαστά με τους πολεμίους του και σεβάστηκε απόλυτα τους δημοκρατικούς θεσμούς, ο αμερικανόφιλος Καραμανλής έφερε την Ελλάδα στο «Ευρωπαϊκό Σπίτι», αντίπαλο δέος της αμερικανικής παγκυριαρχίας. Αυτά τού στάθηκαν το πιο «καλόν εντάφιον» (ωραίο σάβανο), «καρπός του τρόπου που έδρασε ως άρχων της πολιτείας».

Προσωπικά, είχα λίγες φορές την ευκαιρία να τον συναντήσω — κι αυτές, μετά τη χουντική λαίλαπα. Τότε, δηλαδή, που κατά γενική αντίληψη ήταν, σε πολλά, «άλλος» απ’ τον Καραμανλή της πρώτης οκταετίας.

Για πολλά ξαφνιάστηκα κι εγώ — πολλά «αταίριαστα» με την εικόνα του «σκληρού», «στεγνού» πολιτικού, του ανελέητου στους εχθρούς του και σατραπικού στους δικούς του.

Εκείνο που, προπάντων, μ’ εντυπωσίασε ήταν η διάθεσή του ν’ ακούσει, να εκτιμήσει, ακόμα και να συμπαθήσει, εκείνους που βρίσκονταν πολιτικά στην «αντίπεραν όχθη», φτάνει να πίστευε πως ήταν ειλικρινείς και ανυστερόβουλοι. Κι απ΄την άλλη, η ρητή, σχεδόν απότομη άρνησή του ν’ ακούσει επικρίσεις και χλευασμούς για πολιτικούς που, άλλοτε, είχαν άγρια πολεμήσει τη διακυβέρνησή του και, τώρα, ήταν εκείνοι κυβερνήτες του κράτους.


Συχνά αναρωτήθηκα τότε για τις αιτίες της περιβόητης «μοναξιάς» του, γι’ αυτό που ο ίδιος είχε πει: «Ποτέ δεν είμαι λιγότερο μόνος απ’ όσο όταν είμαι μόνος». Ήταν, τάχα, ακραίος εγωισμός, αίσθηση υπεροχής, πεποίθηση για το αλάθητό του; Ή μήπως ήταν ένα «παραπέτασμα», για να κρύβει πίκρες μιας ζωής «στεγνωμένης» (δική του η έκφραση) για χάρη της πολιτικής… αποστροφή στις «εισβολές» κάθε είδους… ευαισθησίες, ακόμα, που δεν έπρεπε να «εκτεθούν» στη λαιμαργία της «αγοράς»;

Έτσι ή αλλιώς, τώρα, για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή,

«οι αληθινές φωνές αναβρύζουν σαν απ’ τα βάθη
του στήθους, τα προσωπεία πέφτουν, η πραγματικότητα απομένει»…

*Κείμενο του Μάριου Πλωρίτη υπό τον τίτλο «Επιτάφιο», στο ίδιο φύλλο του «Βήματος», δίπλα ακριβώς στο προεκτεθέν κείμενο του Μαρωνίτη.


Ο Πλωρίτης, φωνή με κύρος και αξιοπρέπεια, διανοητής με ευρύτητα σκέψεως, οξύνοια και δημοκρατικά φρονήματα, δεν υπήρξε ποτέ —κατά δήλωσίν του— καραμανλικός.


Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στη μνήμη και προς τιμήν του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό, καθοριστικό ρόλο στη λεγόμενη Μεταπολίτευση, στην πολιτειακή μεταβολή του 1974 και στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας.