του Πολυμέρη Βόγλη*

Υπάρχουν περίοδοι στην ιστορία που τις χαρακτηρίζουμε «σκοτεινές». Σε αντίθεση με εκείνες τις περιόδους που συνδέονται με στιγμές εθνικού μεγαλείου και νίκης, οι οποίες διαρκώς μνημονεύονται, αποτελούν τα θετικά παραδείγματα προς μίμηση, και συχνά μετατρέπονται σε εθνικές εορτές, άλλες περίοδοι επειδή συνδέονται με αρνητικές εξελίξεις, παραμένουν στη σιωπή ή τη σκιά.

Οι «σκοτεινές περίοδοι» αμαυρώνουν την εικόνα του συλλογικού εαυτού και επαναφέρουν μνήμες τραγικές και γι΄ αυτό πολλοί θεωρούν ότι προτιμότερο είναι να παραμένουν μακριά από τη δημόσια συζήτηση και την ιστορική έρευνα. Μια τέτοια περίοδος είναι αυτή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η οποία μετατράπηκε σε ένα άβολο παρελθόν – ένα παρελθόν με το οποίο διστάζουμε να αναμετρηθούμε γιατί κλονίζει πολλές από τις αφηγήσεις που κυριαρχούν σήμερα.

«Ανωμαλία»

Είναι άβολο παρελθόν γιατί ακόμη μέχρι σήμερα για κάποιους παραμένει μια «ανωμαλία» στην ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας μεταπολεμικά, ένα καθεστώς που επιβλήθηκε από μια ομάδα ακραίων αξιωματικών, η οποία εκμεταλλεύθηκε την πολιτική κρίση εκείνων των χρόνων. Βέβαια, ακόμα κι αν προς στιγμή δεχθούμε το επιχείρημα, αυτό ενδεχομένως μπορεί να εξηγήσει το πραξικόπημα αλλά όχι και το γεγονός ότι κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία για εφτά χρόνια.

Τίποτε δεδομένο

Η δικτατορία των συνταγματαρχών έρχεται να αμφισβητήσει το φιλελεύθερο επιχείρημα ότι η μεταπολεμική Ελλάδα όδευε σε μια πορεία εκδημοκρατισμού στην οποία η χούντα αποτέλεσε μια θλιβερή παρένθεση. Το αντίθετο ισχύει. Η περίοδος 1967-1974 εντάσσεται σε μια ευρύτερη χρονική διάρκεια που ξεκινά από την δεκαετία του 1920, κατά την οποία η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν ήταν δεδομένη για τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής και η εκτροπή σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης ήταν αποδεκτή.

Αρκεί να θυμηθούμε τα στρατιωτικά κινήματα και τις δικτατορίες στα χρόνια του Μεσοπολέμου ή τις πολιτικές αποκλεισμού και διώξεων που εφαρμόστηκαν για δεκαετίες. Εάν μετά τον Εμφύλιο δεν επιβλήθηκε δικτατορία στην Ελλάδα, αυτό δεν σήμαινε ότι η δημοκρατία λειτουργούσε.

Ο φόβος

Ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 1958 και την άνοδο της δύναμης της ΕΔΑ υπήρξε μια αυταρχική στροφή στις πολιτικές των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή, ενώ ο φόβος εκλογικής επικράτησης της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές που θα πραγματοποιούνταν το 1967 ενεργοποίησε σενάρια εκτροπής από την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κι αυτό δεν είναι μια εκ των υστέρων ερμηνεία. Οι φήμες και οι πληροφορίες για ενδεχόμενο πραξικόπημα κοσμούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την άνοιξη του 1967.

Είναι ένα άβολο παρελθόν γιατί πολλοί επέλεξαν να μην αντιπαρατεθούν στη δικτατορία. Συνήθως η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την (παθητική) στάση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά σπάνια κανείς ασχολείται π.χ. με την στάση των ξένων κυβερνήσεων ή των πολιτικών δυνάμεων.

Προσαρμογή

Όσον αφορά τις ξένες κυβερνήσεις, την αρχική αμηχανία απέναντι στο πραξικόπημα, σύντομα διαδέχθηκε η προσαρμογή στη νέα κατάσταση. Πέρα από το «πάγωμα» της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, οι κυβερνήσεις της Δ. Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών συνέχισαν τη συνεργασία τους (business as usual, όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν στο Foreign Office) με το στρατιωτικό καθεστώς.

Η συνοχή του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου ήταν πιο πολύτιμη από τη δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, το πολιτικό προσωπικό της Δεξιάς κράτησε στάση αναμονής και δεν συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα και, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, προτίμησε την αδράνεια ή τη σιωπή.

Είναι ενδεικτική η στάση του Κ. Καραμανλή. Μόλις πέντε φορές παρενέβη δημόσια στη διάρκεια της επταετίας και όταν πνίγηκε στο αίμα η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έκρινε σκόπιμο να προβεί σε κάποια δήλωση καταδίκης του καθεστώτος αλλά προτίμησε να σωπάσει. Ο αντιδικτατορικός αγώνας, η αντίσταση ήταν υπόθεση της Αριστεράς και του Κέντρου στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μια υπόθεση μικρών οργανώσεων στα πρώτα χρόνια και μετά το 1972 του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος, που πλήρωσαν το αντίστοιχο βαρύ τίμημα.

Δικτατορία και Μεταπολίτευση

Το άβολο παρελθόν αφορά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η δικτατορία στη Μεταπολίτευση, δηλαδή τη λεγόμενη αποχουντοποίηση. Με την εξαίρεση των ηγετικών στελεχών του καθεστώτος, που καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές στη «δίκη των πρωταιτίων», η εκκαθάριση του στρατεύματος έγινε με τη μορφή των αποστρατειών (όσων δεν είχαν ήδη αποστρατευθεί τα προηγούμενα χρόνια) χωρίς να παραπεμφθούν σε δίκη.

Σκανδαλωδώς ευνοϊκή ήταν η μεταχείριση των Σωμάτων Ασφαλείας, αξιωματικοί των οποίων είχαν πρωταγωνιστήσει σε φρικτά βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων στη διάρκεια της δικτατορίας. Διαβόητοι βασανιστές όπως ο Πέτρος Μπάμπαλης, Βασίλειος Κραββαρίτης, Ευάγγελος Μάλλιος και πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές. Ακόμα και για την πολύνεκρη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μόλις εννέα άτομα καταδικάστηκαν σε ποινές από 10 χρόνια μέχρι ισόβια και άλλα έντεκα σε μικρότερες ποινές.

Αποχουντοποίηση

Ακόμα πιο περιορισμένη ήταν η αποχουντοποίηση στους θεσμούς και τον κρατικό μηχανισμό, με την εξαίρεση των πανεπιστημίων στα οποία το φοιτητικό κίνημα πίεσε για την απομάκρυνση των χουντικών καθηγητών. Η δειλή αποχουντοποίηση υπάκουε, βέβαια, στη λογική της «συνέχειας του κράτους» αλλά ταυτόχρονα επέτρεψε στη Νέα Δημοκρατία να μην αποκοπεί από την παραδοσιακή-συντηρητική εκλογική βάση της Δεξιάς στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Η δικτατορία αποτελεί ένα άβολο παρελθόν, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο αυτή τελείωσε. Η χούντα δεν ανατράπηκε από τη κινητοποίηση του λαού, όπως επεδίωκαν οι αντιδικτατορικοί αγωνιστές και οι οργανώσεις. Όπως ξέρουμε, η χούντα κατέρρευσε τον Ιούλιο λόγω των εγκληματικών ενεργειών της στην Κύπρο και την επακόλουθη τουρκική εισβολή.

Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, και η 24η Ιουλίου ποτέ δεν καθιερώθηκε ως επίσημη, εθνική εορτή. Η χαρά και ο ενθουσιασμός για την πτώση της δικτατορίας το καλοκαίρι του 1974 επισκιάστηκαν από το πένθος που προκάλεσαν η τουρκική εισβολή και κατοχή και η τύχη των αγνοουμένων και των προσφύγων στην Κύπρο.

Μισό αιώνα μετά, είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία να συζητήσει το «σκοτεινό» παρελθόν της επταετίας χωρίς εξωραϊσμούς και υπεκφυγές; Νομίζω πως ναι.

*Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας