Εάν κανείς παρατηρήσει τις διάφορες δημόσιες τοποθετήσεις με αφορμή τα πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας θα παρατηρήσει μια συνολικά θετική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης με έμφαση όμως κυρίως στο ότι αποκατέστησε μια «ομαλότητα» ως προς τη λειτουργία των θεσμών. Ενίοτε είναι ως εάν η τρέχουσα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα να προβάλλεται ως η αναδρομική δικαίωση της Μεταπολίτευσης.

Μόνο που εάν κανείς κοιτάξει τις αναζητήσεις και διεκδικήσεις της ελληνικής κοινωνίας στην ίδια τη Μεταπολίτευση. θα διαπιστώσει ότι δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ότι είχαν ως ορίζοντα τη σημερινή πραγματικότητα.

Ούτε οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, ούτε η αναγόρευση της αγοράς σε βασική κινητήρια δύναμη της οικονομίας, ούτε η αποδοχή των κοινωνικών ανισοτήτων, ούτε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ούτε η αποδοχή «μειωμένης κυριαρχίας» στο όνομα της θετικής αξιολόγησης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αναλογούν σε κάποιες από τις προσδοκίες που γέννησε η Μεταπολίτευση.

Κανείς θα μπορούσε να πει ότι όλες αυτές οι επιλογές, μαζί με τον σημαντικό περιορισμό της δράσης των κοινωνικών κινημάτων, είτε πρόκειται για τους νόμους που περιορίζουν το δικαίωμα στην απεργία (διότι άμα είναι το «προσωπικό ασφαλείας» να είναι τόσο που μια υπηρεσία να λειτουργεί κανονικά προφανώς δεν είναι απεργία), είτε για την ποινικοποίηση των φοιτητικών καταλήψεων (και μάλιστα με τη δικαιολογία ότι «εφόσον έχουμε δημοκρατία, οι καταλήψεις είναι παράνομες»), παρότι μια κατάληψη ήταν η κορυφαία πράξη του αντιδικτατορικού κινήματος, είτε για τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους έγινε πράξη η διαβεβαίωση προς την αστυνομία ότι «το κράτος είστε εσείς», είτε για την ιδεολογική συκοφάντηση, στην πραγματικότητα αποτυπώνουν εχθρότητα προς τη Μεταπολίτευση και ό,τι αυτή όντως εκπροσώπηση.

Το ίδιο μίσος για τη Μεταπολίτευση αποτυπώνει ο τρόπος που πλέον οι κοινωνικές διεκδικήσεις που τη σφράγισαν δηλαδή ο συνδυασμός ανάμεσα στην απαίτηση για ισχυρή αναδιανομή εισοδήματος, την αμφισβήτηση του εργοδοτικού δεσποτισμού, την απαίτηση για προτεραιοποίηση των κοινωνικών αναγκών και τη διεκδίκηση μιας δημοκρατίας πιο συμμετοχική και πιο άμεσης αντιμετωπίζονται ως «λαϊκισμός» και μάλιστα κατατάσσονται στους «αντιπάλους της δημοκρατίας», παρότι αυτές οι τοποθετήσεις κυριαρχούσαν στη σκέψη των ανθρώπων που κατέβαιναν στους δρόμους στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.

Το ίδιο μίσος για τη Μεταπολίτευση αποτυπώνει και η κυριαρχία σε αρκετές πλευρές της δημόσιας σφαίρας ενός νέου αντικομμουνισμού, που μπορεί να μη ζητά… ξερονήσια για όσους δηλώνουν κομμουνιστές, αλλά αντιμετωπίζει με την ίδια εχθρότητα κάθε ιδεολογική τοποθέτηση που αμφισβητεί την υπάρχουσα κατάσταση και αρνείται τη συμμόρφωση με την ιδεολογία του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Δεν είναι τυχαίο πόσο συχνά αποσιωπάται ότι ήταν ακριβώς αυτά τα ιδεολογικά στοιχεία που τροφοδότησαν σε μεγάλο βαθμό την έκρηξη της καλλιτεχνικής αναζήτησης των μεταπολιτευτικών ετών.

Θα ήταν λάθος να πούμε ότι αυτό το μίσος για τη Μεταπολίτευση ξεκίνησε τώρα. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 και ιδίως μετά το 1989 διαμορφώθηκε ένα ολόκληρο σχήμα, θεωρητικό και πολιτικό που υποστήριξε ότι οι «εξισωτικές» διεκδικήσεις της Μεταπολίτευσης στην πραγματικότητα ήταν μια μορφή «πολιτισμικής καθυστέρησης» και ότι στην πραγματικότητα αυτό που χρειαζόταν η ελληνική κοινωνία ήταν ένας «ριζικός εκσυγχρονισμός» που να εξαλείφει αυτά τα «φαινόμενα καθυστέρηση». Που βεβαίως αργότερα, ιδίως από την περίοδο των Μνημονίων και μετά ενσωματώθηκε και στη ρητορική των ελληνικών παραλλαγών του «Ακραίου Κέντρου». Για να μην αναφερθούμε πόσο απαξιωτικά – ενίοτε και χυδαία – μιλούσαν οι ιδεολόγοι του lifestyle νεοπλουτισμού για τις πολιτιστικές πρακτικές της Μεταπολίτευσης

Όλα αυτά δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να δείχνουν ότι πλευρές της Μεταπολίτευσης, και ιδίως αυτές που αντανακλούσαν έναν βαθύτερο κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό, εξακολουθούν να ενοχλούν και ως ένα βαθμό να φοβίζουν. Όμως, την ίδια στιγμή το «υπόγειο ρεύμα» των διεκδικήσεων και της αναζήτησης εξακολουθεί να κάνει αισθητή την παρουσία του και σε σύγχρονους αγώνες. Γιατί καμιά ρητορική δεν μπορεί να κλείσει ιστορικά ρήγματα που παραμένουν ενεργά. Και αφορούν για να θυμηθούμε και τον Μπρεχτ «τους σεισμούς που μέλλον να’ ρθουν»…