Στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης η Αριστερά έπαιξε ουσιαστικό ρόλο. Γι’ αρχή πέρασε από την παρανομία στη νομιμότητα, ενώ στη συνέχεια έθεσε ζητήματα στη δημόσια σφαίρα που έρχονταν από παλιά, από τα χρόνια των διώξεων και της εξορίας.

Έδωσε αγώνες στους δρόμους, άφησε πίσω της νεκρούς, επιδίωξε τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, παγιδεύτηκε στη συντήρηση. Με τον ιστορικό και συγγραφέα Κωστή Καρπόζηλο επιχειρούμε να δούμε την πορεία της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης; 

«Νομίζω ότι αυτό που σφραγίζει την Αριστερά στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι η ταλάντωση ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση και στην ανασφάλεια. Έτσι μπορεί από τη μία ένας κομμουνιστής βουλευτής, ο Κώστας Λουλές, να αναφωνεί σε μια συζήτηση στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης «θα έρθει και θα είναι ντάλα μεσημέρι» και από την άλλη να βλέπουμε την Αριστερά να προσπαθεί να εδραιώσει με προσεκτικά βήματα τη θέση της στην εθνική -και δημοκρατική- οικογένεια δίχως να την αμφισβητεί ριζικά».

Δικαίωση

»Η ταλάντωση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ιστορικές της εμπειρίες. Ο εκδημοκρατισμός ύστερα από δεκαετίες διώξεων δημιουργούσε την αίσθηση μιας ιστορικής δικαίωσης και η δυναμική της Αριστεράς την πεποίθηση ότι θα ήταν πρωταγωνίστρια των εξελίξεων. Την ίδια στιγμή όμως το ίδιο το τραύμα της παλαιάς ήττας -της δεκαετίας του 1940- σε συνδυασμό με την πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς οδηγούσε σε ένα διαρκές άγχος και επιφύλαξη έναντι του εκρηκτικού κλίματος της Μεταπολίτευσης.

Αυτή η αντινομία καθορίζει και την πορεία της. Η Αριστερά συνέβαλε με τρόπους που συχνά δεν σκεφτόμαστε στον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και την ίδια στιγμή διαπραγματευόταν τη θέση της μέσα στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα με όρους σταθεροποίησής του. Όχι ριζικής ανατροπής».

Ποια ήταν τα εμβληματικά γεγονότα που σημάδεψαν την Αριστερά τα τελευταία 50 χρόνια; 

«Συνήθως τα εμβληματικά γεγονότα είναι αυτά που έρχονται κατευθείαν στο μυαλό μας και τα χρησιμοποιούμε για να διακρίνουμε εποχές ή περιόδους. Άρα μια λογική διαδοχή στιγμών θα μπορούσε να περιλαμβάνει το 1974, το 1989, το 2015. Από την άλλη, αυτά είναι ορόσημα που καθορίζονται από εκλογικές αναμετρήσεις και μεγάλους μετασχηματισμούς».

«Κοινωνικό ζήτημα»

»Ως υπόθεση εργασίας, θα μπορούσα να σκεφτώ μια άλλη χρονοσειρά που φωτίζει τη σχέση της Αριστεράς με αυτό που θα λέγαμε σχηματικά το «κοινωνικό ζήτημα». Την ήττα των εργοστασιακών απεργιών του 1977-1978 που σήμανε την παρακμή των πειραματισμών στο εργατικό κίνημα και τη μακρά υπαγωγή του σε ένα μοντέλο κρατικοδιαίτου συνδικαλισμού.

Την πορεία του Πολυτεχνείου του 1980 με τους δύο νεκρούς διαδηλωτές και την αναμέτρηση της Αριστεράς -σε όλες τις της εκδοχές- με το ερώτημα αναταραχή ή σταθερότητα προς όφελος της δεύτερης. Τις φοιτητικές καταλήψεις του 1987 που εγκαινιάζουν μια μακρά εποχή νεανικού ριζοσπαστισμού που δοκίμασε τις παλιές κομματικές πειθαρχίες.

Το κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση στις αρχές του 21ου αιώνα που έφερε την αναγέννηση της Αριστεράς ύστερα από την υποχώρησή της τη δεκαετία του 1990 και την αναστροφή της αίσθησης ότι εκπροσωπεί ένα σύμπαν νοσταλγών ενός κόσμου που είχε χαθεί οριστικά.

Και τέλος, τις μεγάλες διαδηλώσεις και τη λαϊκή κινητοποίηση στα χρόνια της κρίσης που άνοιξε το δρόμο για το σύνθετο ερώτημα της σχέσης της Αριστεράς με την κυβερνητική προοπτική και την υπόσχεση ότι αυτή μπορεί να καταπολεμήσει τις κοινωνικές ανισότητες».

Υπήρξε ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση; Και αν ναι, πώς και γιατί χάθηκε; 

«Καλή ερώτηση! Νομίζω το σχήμα για την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς –όπως το διατύπωσε μεταξύ άλλων ο κύριος Βορίδης– κατασκευάζει αναδρομικά μια εικόνα κυριαρχίας της Αριστεράς που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και κυρίως δεν αναλογίζεται το πόσο ανθεκτικός ήταν ο ελληνικός συντηρητισμός σε κρίσιμα πεδία της δημόσιας ζωής- ας σκεφτούμε θεσμούς όπως η δικαιοσύνη ή το ρόλο της εκκλησίας».

Η Δεξιά δουλεύει ιδεολογικά

»Από εκεί και πέρα, η όποια ηγεμονία αναλογούσε στην παραδοχή ότι η Αριστερά είχε να συνεισφέρει στο δημόσιο διάλογο και άρα της άξιζε η φωνή της να είναι παρούσα -ως άποψη- στις μεγάλες συζητήσεις κάθε ιστορικής στιγμής. Αυτό έχει χαθεί. Έχουμε μεταβεί σε μια συνθήκη όπου η Δεξιά θεωρεί ότι εκπροσωπεί -μόνη αυτή- την κοινή λογική και κατά συνέπεια της ανήκει δικαιωματικά η άσκηση της εξουσίας.

Η ίδια η ιδέα της κυβερνητικής εναλλαγής περίπου παρουσιάζεται ως ένα άλμα στο κενό και άρα τα πράγματα πρέπει να παραμείνουν ως έχουν αλλιώς το μόνο που μας περιμένει είναι η καταστροφή. Εδώ δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι η Δεξιά δούλεψε και δουλεύει ιδεολογικά. Συστηματικά, επενδύοντας στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στην αεροστεγή κατάληψη των θεσμών δίχως τους συμβιβασμούς της Μεταπολίτευσης».

Κάποιοι θεωρούν πως ενώ στη Μεταπολίτευση ο κόσμος άλλαξε ραγδαία, η Αριστερά συνεχίζει να πορεύεται με λόγο παρωχημένο και ότι είναι εντελώς αναχρονιστική. Σε αυτό αποδίδουν και την αποτυχία της να πείσει τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη; 

«Το ακούω συχνά αυτό. Και εν μέρει συμφωνώ. Θυμάμαι ένα άρθρο που είχε γράψει ο φίλος Κώστας Σπαθαράκης στη Λεύγα -ένα περιοδικό που βγάζαμε μέσα στην κρίση- με τίτλο «τι μουσική παίζουν τα μεγάφωνα» με κύριο θέμα το πώς οι διαδηλώσεις στηρίζονταν σε ένα συγκεκριμένο -και αδιάφορο εντέλει- ρεπερτόριο με παγωμένες τσιμενιέρες και αγρίμια και αγριμάκια».

Ο Αριστερός συντηρητισμός

»Το πρόβλημα προφανώς έχει να κάνει με τον συντηρητισμό της Αριστεράς. Ή ακριβέστερα με την απουσία φαντασίας που είναι το κύριο γνώρισμα της εποχής μας. Η Αριστερά στη χώρα μας ειδικά πάσχει από μια γενικόλογη καταγγελτική ρητορική από τη μία και από την άλλη από την αδυναμία της να μιλήσει συγκεκριμένα για τις μεγάλες συγκρούσεις που απαιτεί η εποχή μας.

Κατά συνέπεια, θα έλεγα ότι το πρόβλημα δεν είναι η ικανότητα της Αριστεράς να φτιάξει ένα ωραίο βίντεο στο τικ-τοκ, αλλά αυτό είναι το τελικό σύμπτωμα μιας βαθύτερης υστέρησης: τι ακριβώς θέλουμε να πούμε; Και πόσο αυτό που λέμε αφορά τελικά τις ζωές μας; Όχι τις ζωές κάποιων άλλων. Τις δικές μας».

Zούμε το τέλος της Μεταπολίτευσης, της Ιστορίας, των Ιδεολογιών; Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο μεταπολιτικής που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή; 

«Η προφητεία περί τέλους έχει διατυπωθεί τόσες φορές -κάθε φορά με νέα ένταση!- που νομίζω πια ξέρουμε ότι τίποτα δεν τελείωσε. Και φυσικά τίποτα δεν μένει ίδιο. Για το αν βρισκόμαστε στην εποχή της Μεταπολίτευσης, θα έλεγα όχι με την τυπική έννοια. Αυτό που κρίνεται σήμερα είναι η ανανέωση ή περιθωριοποίηση του ερωτήματος που αυτή έθεσε για τα όρια και τις δυνατότητες του εκδημοκρατισμού».

Δημοκρατία

»Διαβάζω αυτές τις μέρες τους Αθέατους -ένα φοβερό μυθιστόρημα του Alain Damasio. Σε αυτό, η δημοκρατία ενδεχομένως λειτουργεί. Αλλά την ίδια στιγμή η ιδιωτικοποίηση των πάντων -αγοράζεις πακέτα προσφορών που ορίζουν για παράδειγμα τι ώρες μπορείς να κυκλοφορείς σε ποιους δρόμους- περιγράφει την αναστροφή της βασικής ιδέας ότι έχουμε όλοι δικαίωμα να κυκλοφορούμε όποτε και όπου θέλουμε. Προφανώς δεν είμαστε εκεί. Αλλά αν το σκεφτούμε βιώνουμε μια παράδοξη συνθήκη όπου όλα είναι δυνατά εκτός από το να αμφισβητήσει κανείς -στην πράξη- τα ιερά δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Η Μεταπολίτευση, με τον τρόπο της, στηρίχτηκε πολιτικά στη λογική της κρατικής και δημόσιας ρύθμισης της οικονομίας και τα ερωτήματά της συνομιλούσαν με το αίτημα του εκδημοκρατισμού της καθημερινής ζωής σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο συνδυασμός παρήγαγε την κοινωνική συναίνεση που της επέτρεψε να σταθεροποιηθεί και παρήγαγε την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία όπως τη γνωρίσαμε. Ήταν μια Δημοκρατία που δούλευε- δίχως αυτό να σημαίνει ότι όλα ήταν τέλεια προφανώς. Σήμερα, η Δημοκρατία δεν δουλεύει».

*Το τελευταίο βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου «Ελληνικός Κομμουνισμός: Μια διεθνική Ιστορία (1912-1974) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αντίποδες».