Η οικονομική ιστορία των τελευταίων πενήντα ετών, είναι από τις πιο σύνθετες στην ελληνική ιστορία. Όχι μόνο ως προς τη σταδιακή μετεξέλιξη της ελληνικής οικονομίας αλλά και ως προς τις αντιφατικές και ανταγωνιστικές αξιώσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων.

Η πτώση της Χούντας βρίσκει την ελληνική οικονομία να προσπαθεί να ανακάμψει από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1973, μια κρίση που πυροδοτήθηκε από την απότομη αύξηση της τιμής του «μαύρου χρυσού» αλλά υπόβαθρο είχε την εξάντληση του καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης που είχε διαμορφωθεί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις ηγεμονικές καπιταλιστικές οικονομίες και ως βασικά στοιχεία είχε τις κεϋνσιανές πολιτικές, τον ισχυρό ρόλο του κράτους, την προσπάθεια για συμβιβασμό ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία και την κυριαρχία εντός «φορντικού» μοντέλου παραγωγής.

Στη χώρα μας η μεταπολεμική περίοδος σφραγίστηκε από δύο αναπτυξιακά κύματα, το πρώτο στην περίοδο 1953-1961, που τροφοδοτήθηκαν από την ανάγκη ανοικοδόμησης, τη διατήρηση πολύ χαμηλού κόστους εργασίας στο πλαίσιο του μετεμφυλιακού αυταρχικού καθεστώτος και τον ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό σε έργα υποδομής. Το δεύτερο κύμα, αυτό της περιόδου 1962-1973, όταν η Ελλάδα έχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από άλλες χώρες του ΟΟΣΑ (με την εξαίρεση της Ιαπωνίας και της Ισπανίας) χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιωτική επένδυση, ισχυρή βιομηχανική ανάπτυξη και μεγαλύτερη διεθνοποίηση. Και σε αυτή την περίοδο η καταστολή του εργατικού κινήματος παίζει ρόλο. Αυτή την οικονομική δυναμική «κληρονομεί» η Χούντα και προφανώς δεν τη δημιουργεί, απλώς ενισχύει την καταστολή του εργατικού κινήματος.

Σημαντικό ρόλο παίζει, όπως και σε όλη τη νεότερη ελληνική ιστορία και η ποντοπόρος ναυτιλία, παραδοσιακά από τους ισχυρότερους κλάδους της οικονομίας.

Τμήμα αυτής της δυναμικής και μια έκρηξη στον κατασκευαστικό τομέα, που έχει ως τίμημα μια άναρχή πολεοδόμηση. Και αυτό επιτείνεται στην περίοδο της Χούντας με διάφορες άδειες δόμησης που ακόμη και σήμερα τραυματίζουν τοπία και περιοχές.

Η ισχυρή αυτή δυναμική οικονομικής ανάπτυξης διακόπτεται από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης του 1973.

Την ίδια στιγμή η Μεταπολίτευση φέρνει στο προσκήνιο έντονες κοινωνικές διεκδικήσεις, απελευθερώνοντας τη δράση των κοινωνικών κινημάτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο και στο εργατικό κίνημα με ένα ολόκληρο κύμα συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και κινητοποιήσεων, παρότι σε κεντρικό επίπεδο, ιδίως στη ΓΣΕΕ, κυριαρχεί ακόμη το αντιδημοκρατικό μετεμφυλιακό καθεστώς (κάτι που θα ανατραπεί μετά το 1981). Αυτό δημιουργεί μεγάλη πίεση σε όλους τους κλάδους για αυξήσεις και ουσιαστικά για ένα ισχυρό αίτημα αναδιανομής. Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός αρχίζει και γίνεται ένα σταθερό στοιχείο της οικονομικής συγκυρίας.

Η τάση για ισχυρή οικονομική παρέμβαση του κράτους παραμένει ενεργή, απαντώντας και στην κοινωνική πίεση, αλλά και ακολουθώντας το πρότυπο άλλων χωρών εκείνη την εποχή. Έτσι, είναι η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με αρμόδιο υπουργό των Παναγή Παπαληγούρα που προχωρά στην κρατικοποίηση της Ολυμπιακής Αεροπορίας και των επιχειρήσεων του Ομίλου Ανδρεάδη (Εμπορική Τράπεζα κ.λπ.). Είναι αυτό που χαρακτηρίστηκε «σοσιαλμανία».

Βεβαίως την ίδια στιγμή η ίδια κυβέρνηση διαμόρφωνε ένα αυταρχικό πλαίσιο για τη λειτουργία των συνδικάτων, με τον διαβόητο ν. 330.

Η ελληνική οικονομία διατηρεί αναπτυξιακούς ρυθμούς, αν και χαμηλότερους έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Όμως, εμφανίζονται και στοιχεία μιας σοβούσας κρίσης που άγγιζε ακόμη και τον πυρήνα της ελληνικής βιομηχανίας. Τότε είναι που ανοίγει και η συζήτηση για «πολιτικές λιτότητας» στη διάρκεια της δεύτερης κυβέρνησης Καραμανλή.

Η Ευρωπαϊκή προοπτική

Στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης Καραμανλή να ξαναπιάσει το νήμα της διαπραγμάτευσης για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, διαπραγμάτευση που είχε διακοπεί στη διάρκεια της δικτατορίας. Για τους εμπνευστές αυτής της πολιτικής ήταν η μόνη που θα εξασφάλιζε ισχυρότερη σύνδεση με ροές κεφαλαίων και επενδύσεων.

Όμως, θα υπάρχουν σημαντικές αντιρρήσεις από το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά (πλην ΚΚΕ εσ.) που υποστήριζαν ότι η ένταξη στην «Ενιαία Αγορά» θα έχει αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία. Τελικά, η διαπραγμάτευση στέφεται με επιτυχία, τον Μάιο του 1979 υπογράφεται η σχετική συμφωνία και την 1η Ιανουαρίου του 1981 η χώρα μας γίνεται μέλος της ΕΟΚ.

Ο ερχομός του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ σημαίνει ταυτόχρονα και την άνοδο ιδιαίτερα ισχυρών κοινωνικών διεκδικήσεων. Αυτό αποτυπώνεται στην οικονομική πολιτική της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Καταρχάς μια σειρά παρεμβάσεις εξασφαλίζουν σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις. Αυτό αποτυπώνεται και στη σημαντική αύξηση του μεριδίου της εργασίας στο συνολικό προϊόν που το 1984 φτάνει στο υψηλότερο σημείο. Αυτό συνδυάζεται και με μέτρα κοινωνικού κράτους όπως είναι η διαμόρφωση του ΕΣΥ και άλλες παρεμβάσεις. Η κρίση που καταγραφόταν ήδη σε σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων και η εμφάνιση του φαινομένου των «Προβληματικών Επιχειρήσεων» σημαίνει ότι ακόμη μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας περνάει υπό τον έλεγχο του κράτους. Παράλληλα, ο εκδημοκρατισμός του συνδικαλιστικού κινήματος και η ψήφιση του νόμου 1264 δίνουν μεγαλύτερη δυναμική και στη συνδικαλιστική διεκδίκηση.

Την ίδια στιγμή το ΠΑΣΟΚ μετατοπίζεται ως προς το ζήτημα των σχέσεων με την ΕΟΚ. Τα αιτήματα ρήξης εγκαταλείπονται και το βάρος ρίχνεται αφενός στην εξασφάλιση ευνοϊκής μεταχείρισης εντός της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αφετέρου στη διαμόρφωση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, ουσιαστικά μια πρώτη εκδοχή των μεγάλων αναδιανεμητικών «πακέτων» που αποτέλεσαν βασική πλευρά της οικονομικής πολιτικής της «Ενωμένης Ευρώπης».

Όμως, συνάμα υπάρχουν και τα σημάδια της οικονομικής κρίσης. Η επιδείνωση της συνολικής κατάστασης της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης και της επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το αποτέλεσμα θα είναι η πρώτη μεγάλη στροφή στην οικονομική πολιτική, το 1985. Τότε η κυβέρνηση αποφασίζει ένα μεγάλο πακέτο μέτρων λιτότητας (π.χ. πάγωμα μισθών ενώ έτρεχε ο πληθωρισμός) που αποτέλεσαν μία από τις πιο βίαιες και συγκρουσιακές πολιτικές μεταστροφές. Το πρόγραμμα λιτότητας θα χαλαρώσει μετά το 1987, καθώς το ΠΑΣΟΚ ήθελε να ανακόψει το πολιτικό κόστος (αν και λίγο μετά θα έρθει το σκάνδαλο Κοσκωτά), όμως ουσιαστικά το μεγάλο κύμα αναδιανεμητικών πολιτικών και επέκτασης της κρατικής παρέμβασης θα έχει ανακοπεί.

Η σταδιακή εμφάνιση νεοφιλελεύθερων πολιτικών μετά το 1989

Το 1989 αποτελεί μια τομή όχι μόνο πολιτική αλλά και ως προς το κλίμα σχετικά με την οικονομική πολιτική. Η πολιτική ακολουθία που οδηγεί τελικά στο σχηματισμό της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη το 1990 είναι αυτή που για πρώτη φορά φέρνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που υπόσχεται «λιγότερο κράτος», εξαγγέλλοντας ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων.

Άλλωστε, είναι μία περίοδος όπου σταδιακά και στον Ευρωπαϊκό χώρο αρχίζουν να προωθούνται οι πολιτικές που καθιστούν υποχρεωτική την «απελευθέρωση» των αγορών, κάτι που ως προς τις μέχρι τότε δημόσιες υποδομές σήμαινε ιδιωτικοποίηση.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα συναντήσει μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις στις πολιτικές της, όμως, η ελληνική οικονομία θα έχει μπει στην τροχιά του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού».

Η συμφωνία του Μάαστριχτ και η προοπτική του ενιαίου νομίσματος

Η κύρωση της συμφωνίας του Μάαστριχτ το 1992 σήμαινε ακόμη αποφασιστικότερη δέσμευση της Ελλάδας στη πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομίσματος.

Και αυτό παρά τις προειδοποιήσεις ότι ένα ενιαίο νόμισμα σε έναν οικονομικό χώρο με μεγάλες διαφορές παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας θα δημιουργούσε προβλήματα για τις πιο αδύναμες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας που θα έχαναν τη δυνατότητα «προστατευτικών» πρακτικών όπως η υποτίμηση ή η διολίσθηση.

Επιπλέον, τα «κριτήρια του Μάαστριχτ» αφορούσαν την «ονομαστική» σύγκλιση γύρω από δείκτες όπως ο πληθωρισμός ή τα ελλείμματα και το χρέος και όχι την «πραγματική» σύγκλιση γύρω από τους δείκτες παραγωγικότητας και τους πραγματικούς μισθούς.

Η αναπτυξιακή δυναμική της περιόδου 1996-2004

Η περίοδος 1980-1995 σε μεγάλο βαθμό σφραγίζεται από κρισιακές δυναμικές στην ελληνική οικονομία ως προς τη συνολική της τάση. Αντιθέτως η περίοδος μετά το 1996 είναι μια περίοδος ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, τουλάχιστον ως προς τις βασικές της τάσης. Σε μεγάλο βαθμό αυτή είναι η περίοδος των κυβερνήσεων Σημίτη.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μετά το 1993, με εξαίρεση την αρχική φάση της τελευταίας κυβέρνησης Παπανδρέου, όταν ανατράπηκαν πολιτικές όπως η ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας, θα ακολουθήσουν μια παραλλαγή του νεοφιλελεύθερων πολιτικών που υιοθέτησαν και άλλες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις (αυτό που συχνά χαρακτηρίστηκε ως «σοσιαλφιλελευθερισμός»), συνδυάζοντές με κάποια στοιχεία κοινωνικού προσώπου.

Ουσιαστικά, τότε για πρώτη φορά η ανάπτυξη τίθεται ως προτεραιότητα σημαντικότερη από την αναδιανομή. Προχωρούν οι άμεσες και έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις, δίνεται έμφαση στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα, οι εργαζόμενοι παρότι παραμένει σε ισχύ το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων που καθιερώθηκε με τον 1876/1990 (τον τελευταίο μείζονα νόμο «κοινωνικού κράτους»), καλούνται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερη ελαστικότητα στην εργασία.

Ο συνδυασμός ανάμεσα στις σημαντικές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, μέσω των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, τη μείωση του κόστους δανεισμού που φέρνει η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ, τον κύκλο των μεγάλων έργων, συμπεριλαμβανομένων των Ολυμπιακών, δίνει μια αίσθηση αυξανόμενης ευημερίας και μια ψευδαίσθηση μιας «Ισχυρής Ελλάδας». Βεβαίως, ένα μέρος αυτής της «ευημερίας» αποτελούσε στην πραγματικότητα και αποτέλεσμα διασπάθισης πόρων, ιδίως ευρωπαϊκών.

Όμως, την ίδια στιγμή σωρεύονται κρισιακές δυναμικές. Η χώρα μας μπαίνει στο ευρώ, στηριζόμενη και αυτή σε μια «δημιουργική» λογιστική ως προς τα «κριτήρια του Μάαστριχτ» και φαινομενικά πέραν μιας αύξησης των τιμών σε κάποια προϊόντα, η μετάβαση γίνεται ομαλά. Όμως, ταυτόχρονα αυτό γεννά σημαντικές ανισορροπίες ως προς τους ίδιους όρους ένταξης στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και μια σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας. Ο φθηνότερος δανεισμός οδηγεί σε μια αύξηση και του ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένου του καταναλωτικού (είναι η εποχή που σε μια χώρα συνηθισμένη στην αποταμίευση διαφημίζονται «διακοποδάνεια»). Την ίδια στιγμή το δημόσιο χρέος διαρκώς και αυξάνεται και για να διατηρηθούν οι κοινωνικές δαπάνες και για να χρηματοδοτηθούν μεγάλα έργα.

Πορεία προς την κρίση

Οι κυβερνήσεις Καραμανλή μετά το 2004 δοκιμάζουν αρχικά μια «ήπια προσαρμογή» όταν φαίνονται τα πρώτα σημάδια υποχώρησης των αναπτυξιακών ρυθμών και αύξησης του χρέους, όμως τελικά συμβάλλουν και αυτές στη διόγκωση του δημοσίου χρέους.

Την ίδια στιγμή αλλάζει το διεθνές κλίμα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, έρχεται να υπογραμμίσει τα προβλήματα που δημιουργεί η υπερδιόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και η απομάκρυνση από την πραγματική οικονομία, σε μια περίοδο όπου μεγάλες τομές στην παραγωγικότητα δεν γίνονται.

Παρά την αρχική προσπάθεια να δοθεί η εικόνα ότι η Ελλάδα είναι θωρακισμένη απέναντι στην παγκόσμια οικονομική κρίση, σύντομα  αντίκτυπος φτάνει. Οι ελληνικές τράπεζες αποδεικνύεται ότι είναι περισσότερο ευάλωτες από όσο ήθελαν να παραδεχτούν και ξεκινά ο μεγάλος κύκλος των μεγάλων «ενέσεων» προς αυτές με δημόσιο χρήμα, που θα κορυφωθεί στις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις της εποχής των μνημονίων.

Και φέρνει στο προσκήνιο το «απωθημένο» πρόβλημα του χρέους. Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι ενώ παραδοσιακά το δημόσιο χρέος θεωρείται πάντα «σίγουρο» αφού τα κράτη μπορούσαν πάντα να «τυπώσουν χρήμα» για να το καλύψουν έστω και με τίμημα τον πληθωρισμό, σε συνθήκες ενιαίου νομίσματος αυτό αλλάζει: μια χώρα της ευρωζώνης μπορεί «τεχνικά» να βρεθεί σε θέση να μην μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της.

Ο Γιώργος Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές του 2009 απέναντι σε μια κουρασμένη ΝΔ με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», όμως σύντομα η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με κρίση χρέους καθώς οι αγορές την αντιμετωπίζουν ως μη αξιόχρεη και τα επιτόκια εκτινάσσονται.

Η κρίση παρουσιάζεται ως ελληνική όμως στην πραγματικότητα είναι κρίση της ευρωζώνης. Όλες οι αντιφάσεις και οι ανισομέρειες της αρχιτεκτονικής του ευρώ έρχονται στο προσκήνιο. Και ο «αδύναμος κρίκος» φαίνεται να είναι ο ευρωπαϊκός νότος, καθώς εκτός από την Ελλάδα και η Ισπανία και η Πορτογαλία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Η Ευρώπη ταλαντεύεται και ενώ στις ΗΠΑ παίρνουν μέτρα για να μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το whatever it takes του Ντράγκι έρχεται με καθυστέρηση και χωρίς να αντιμετωπίζει τα προβλήματα στο ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο.

Η εποχή των μνημονίων

Η κυβέρνηση Παπανδρέου αναζητά μια λύση. Απευθύνεται προς το ΔΝΤ αλλά και προς την ΕΕ και το αποτέλεσμα θα είναι τα Μνημόνια. Δηλαδή, δανειακές συμφωνίες που συνδέονταν με την υποχρέωση της αποδοχής πλήρους επιτήρησης της διαδικασίας παραγωγής πολιτικής και ικανοποίησης συγκεκριμένων δεσμεύσεων.

Το πρότυπο για τα μνημόνια ήταν τα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» στα οποία ειδικευόταν το ΔΝΤ, δηλαδή μεγάλα πακέτα ιδιωτικοποιήσεων και συμπίεσης του κόστους εργασίας. Με μια μικρή και κρίσιμη διαφορά: το ΔΝΤ παράλληλα διαπραγματευόταν και τη διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους.

Όμως, η έννοια τη διαγραφής μέρους του χρέους ήταν εκτός συζήτησης από τους εκπροσώπους της ΕΕ και της ΕΚΤ, εκτός των άλλων και γιατί αυτό θα σήμαινε και απώλειες για ευρωπαϊκές τράπεζες και άλλους θεσμικούς επενδυτές με έκθεση στο δημόσιο χρέος.

Ως αποτέλεσμα στη χώρα δοκιμάζεται ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός: ένα πακέτο επιθετικών μεταρρυθμίσεων, στο φόντο της «εσωτερικής υποτίμησης», δηλαδή της μείωσης των ονομαστικών μισθών αντί για υποτίμηση του νομίσματος, που είχε θεωρητικοποιήσει λίγα χρόνια πριν ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, τότε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, με την ακόμη μεγαλύτερη διόγκωση του χρέους.

Ακόμη χειρότερα: καμιά πρόβλεψη δεν είχε υπάρξει για το πώς όλα αυτά θα λειτουργούσαν ως πολλαπλασιαστές μιας υφεσιακής δυναμικής χωρίς προηγούμενο, ιδίως όταν μιλάμε για μέτρα όπως πολύ μεγάλης κλίμακας μείωση των ονομαστικών μισθών. Το «κάναμε λάθος στο πώς θα λειτουργούσαν οι “πολλαπλασιαστές”» θα έρθει πολύ αργά, και η καταστροφή θα έχει ήδη συντελεστεί. Ακόμη και όταν «κουρεύεται» το χρέος με το PSI, αυτό απλώς μετακυλύει κόστος σε βάρος των ιδιωτών και των δημοσίων οργανισμών που είχαν στα χέρια τους κρατικά χρεόγραφα.

Το αποτέλεσμα: η μεγαλύτερη απώλεια ΑΕΠ ευρωπαϊκής χώρας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πάνω από 25% απώλεια ΑΕΠ, εκτίναξη της επίσημης ανεργίας πάνω από 27%, της ανεργίας των νέων στο 60%, μαζική μετανάστευση ιδίως νέων στο εξωτερικό. Ήταν μία συνθήκη κοινωνικής καταστροφής που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τη «Μεγάλη Ύφεση» της δεκαετίας του 1930.

Η χώρα ζει τη μεγαλύτερη ακολουθία κοινωνικών εκρήξεων στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1970, που προκαλεί και τεκτονικές αλλαγές στις σχέσεις εκπροσώπησης.

Την ίδια στιγμή τα μνημόνια προσπάθησαν να επιταχύνουν ένα φάσμα «μεταρρυθμίσεων», που στην πραγματικότητα αποτύπωναν τη θεσμική εμπέδωση ενός ιδιαίτερα επιθετικού νεοφιλελευθερισμού: ακόμη περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις μέσω του Υπερταμείου, ελαστικότερες σχέσεις εργασίας, περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία.

Όλα αυτά αντανακλούν έναν συνδυασμό παραγόντων. Για ένα τμήμα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και του μηχανισμού της ΕΕ είναι ένας τρόπος ώστε να δοκιμαστεί η δυνατότητα της ΕΕ να «πειθαρχεί» και να «καθοδηγεί» χώρες μέσα σε συνθήκη «μειωμένης κυριαρχίας». Για τη Γερμανία μετράει ιδιαίτερα η αίσθηση του «ηθικού κινδύνου» που αντιπροσώπευε το ελληνικό χρέος. Για κάποιες κοινωνικές δυνάμεις στην Ελλάδα αυτή είναι η ευκαιρία να ξεμπερδεύουν με τις κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης και με αυτό το κριτήριο θα προτείνουν πολιτικές που θα ενσωματωθούν στα μνημόνια.

Σε κάθε περίπτωση τα μνημόνια, με το τρίτο να εφαρμόζεται από μια κυβέρνηση που βρέθηκε στην εξουσία εκπροσωπώντας την αντίθεση στα μνημόνια, αποτέλεσαν μια πολύ μεγάλη τομή στην οικονομική πολιτική και διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο, εντός του οποίου βρισκόμαστε ακόμη.

Το αβέβαιο μέλλον

Η έξοδος τυπικά από τα μνημόνια το 2018 έφερε την ελληνική οικονομία αντιμέτωπη με μείζονα ερωτήματα προσανατολισμού σε μια διεθνή συγκυρία ολοένα και πιο επισφαλή. Η πανδημία, το ενεργειακό σοκ από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το κόστος της κλιματικής αλλαγής διαμορφώνουν ένα τοπίο όλο και πιο αβέβαιο.

Η υποχώρηση της ανεργίας, η άνοδος των ονομαστικών μισθών, η διατήρηση μετά την πανδημία ελαφρά υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όσο, δεν αρκούν για να δώσουν την αίσθηση μιας προοπτικής.

Την ίδια ώρα ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας. Η εκ νέου προνομιμοποίηση του τουρισμού και των επενδύσεων τύπου real estate, με συμβολικό ορόσημο το Ελληνικό, συμβάλουν σε μια αίσθηση δυναμισμού όμως δεν παύουν να αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα μιας ανάπτυξης που να στηρίζεται σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και αντίστοιχες επενδύσεις. Από την άλλη, η λογική ότι αρκεί η «ανάπτυξη» για να βελτιωθεί η θέση των λαϊκών στρωμάτων έρχεται και προσκρούει πάνω στην πραγματικότητα μιας εντεινόμενης κρίσης κόστους ζωής, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων σημαδιών μιας στεγαστικής κρίσης, δείχνοντας ότι το ερώτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης επίσης παραμένει ενεργό. Σε όλα αυτά προστίθεται, όπως και σε όλο τον κόσμο, το ανοιχτό ερώτημα του πώς μπορεί να υπάρξει μια «Πράσινη Μετάβαση» που να είναι ταυτόχρονα κοινωνικά δίκαιη.