Ο Μιχάλης Κακογιάννης γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη στο Λονδίνο την περίοδο του πολέμου. Διηύθυνε τότε μια δεκαπεντάλεπτη εκπομπή στο Μπι Μπι Σι και ο συγγραφέας τού έστελνε κείμενά του, που μεταδίδονταν μια ή δύο φορές τον μήνα. Έτσι άρχισε η φιλία τους, που λειτούργησε ανεξάρτητα από τον «Ζορμπά», αφού ο Καζαντζάκης είχε πεθάνει έξι χρόνια προτού να γυριστεί.

Λέει λοιπόν ο Κακογιάννης:

Ο Καζαντζάκης, από την πρώτη επαφή, με εντυπωσίασε με την ασκητική του φυσιογνωμία. Ήταν λεπτός, με έντονα ζυγωματικά, μάτια κάπως στενά και σχιστά, μικρό πηγούνι και χρώμα γκριζοκόκκινο. Καταλάβαινες αμέσως ότι η ζωή του ήταν λιτή, σπαρτιατική, και ότι δεν ξόδευε τις ώρες του άσκοπα. Όπως έμαθα αργότερα, δούλευε από τις έξι το πρωί ως τις έντεκα, οπότε σταματούσε οριστικά το γράψιμο. Το απόγευμα διάβαζε, περπατούσε ή κολυμπούσε και το βράδυ κοιμόταν πολύ νωρίς, ώστε το μυαλό του το άλλο πρωί να είναι φρέσκο και ξεκούραστο μπροστά στο χαρτί. Εκείνο που σε παραξένευε είναι το ότι είχε φοβερό χιούμορ. Του άρεσε πολύ να διηγείται ανέκδοτα, που συνήθως αφορούσαν άλλους Έλληνες συγγραφείς, ακόμη και φίλους του, όπως τον Σικελιανό, για τον οποίο έτρεφε ανάμεικτα συναισθήματα, αγάπης και έντονης αντιζηλίας. Ακόμη και στο Λονδίνο, εκείνη την εποχή υπήρχαν φανατικοί Σικελιανικοί και φανατικοί Καζαντζακικοί.


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.6.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Για ένα διάστημα δύο-τριών χρόνων η επαφή μου με τον Καζαντζάκη είχε διακοπεί. Όταν όμως το 1954 πήγα στις Κάννες με την πρώτη μου ταινία, το «Κυριακάτικο ξύπνημα», εκείνος το έμαθε και ήρθε να με συναντήσει. Από τότε, κάθε φορά που πήγαινα στις Κάννες ερχόταν ανελλιπώς. Τον φιλοξενούσα και καθόμασταν πάντα δίπλα δίπλα στο θεωρείο. Ήταν συγκινητικότατος. Ο πιο προσηλωμένος, γενναιόδωρος και έντονα θερμός υποστηρικτής των ταινιών μου, αλλά και όσων ταινιών τού άρεσαν. Όταν, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, τον Μάιο του 1957, είχα πάει στις Κάννες με «Το τελευταίο ψέμα», του άρεσε πολύ η ταινία και μου είπε: «Τώρα θέλω να κάνεις μια ταινία βασισμένη σε δικό μου έργο».


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.6.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μέχρι τότε τα σενάρια των ταινιών τα έγραφα μόνος μου, ενώ είχα ήδη έτοιμο το σενάριο της Eroïca, το πρώτο μυθιστόρημα που «γύρισα» αργότερα. Ακολούθησε το «Χαμένο κορμί» και ο κύκλος των τραγωδιών που άρχισε με την «Ηλέκτρα». Ο «Ζορμπάς» έπεσε στα χέρια μου αφού είχαν προηγηθεί τρεις-τέσσερις απόπειρες από διάσημους ηθοποιούς που είχαν κλείσει τα δικαιώματα του βιβλίου με option (για συγκεκριμένο δηλαδή χρονικό διάστημα, μετά το οποίο το έργο είναι πάλι ελεύθερο). Ένας Αμερικανός ηθοποιός μού είχε προτείνει να κάνουμε μαζί τον «Ζορμπά», αλλά δεν τον θεώρησα κατάλληλο, ενώ ο Μπαρτ Λάνκαστερ ήθελε να κάνουμε τον «Καπετάν Μιχάλη», για τον οποίο υπήρχε ήδη έτοιμο ένα σενάριο, εντελώς απαράδεκτο.


«ΤΑ ΝΕΑ», 19.2.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η αλήθεια είναι ότι αργότερα το είχα σκεφτεί πολύ σοβαρά και ήθελα να κάνω ταινία τον «Καπετάν Μιχάλη». Όμως δεν υπήρχε, δυστυχώς, περιθώριο συνεννόησης με την κυρία Καζαντζάκη. Οι διαπραγματεύσεις μαζί της ήταν πολύ δύσκολες. Έτσι, το έργο του Καζαντζάκη δεν είχε τη συνέχεια και την προβολή που θα ’πρεπε να έχει, τουλάχιστον στον κινηματογράφο. Η μόνη ταινία που έγινε έκτοτε ήταν «Ο τελευταίος πειρασμός» από τον Σκορτσέζε. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης ήταν ο λιγότερο παραδόπιστος άνθρωπος που γνώρισα. Όποιος του ζητούσε δικαιώματα για μεταφράσεις έργων του, βιβλίων κ.λπ., τα έδινε χωρίς να συζητάει ποτέ τα οικονομικά. Ήταν κι αυτό μέρος της ασκητικής του αντίληψης και του τρόπου ζωής του.


«ΤΑ ΝΕΑ», 31.7.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου ο «Ζορμπάς», εκείνο που είπα είναι: «Αν ο Κουίν θέλει, θα τον κάνω· είναι ο μόνος κατάλληλος ηθοποιός για τον ρόλο». Δεν έκλεισα δικαιώματα, παρά μόνο αφού μίλησα μαζί του στη Νέα Υόρκη και δέχτηκε. Το γύρισμα έγινε το 1963, κράτησε δεκατρείς εβδομάδες και η ταινία βγήκε το 1964, με τίτλο Zorba the Greek. Ο Κουίν ταυτίστηκε απόλυτα με τον ρόλο, τόσο που πολλοί τον φωνάζουν ακόμα και τώρα «Ζορμπά». Όταν, πολλά χρόνια αργότερα, τέλη της δεκαετίας του ’70, ανέβασα το έργο στο θέατρο, ως μιούζικαλ, χωρίς τη μουσική του Θεοδωράκη, τους βασικούς ρόλους τούς είχαν πάλι ο Κουίν και η Κέντροβα. Η παράσταση είχε τεράστια επιτυχία και παιζόταν επί τριάμισι χρόνια συνεχώς στη Νέα Υόρκη.


«ΤΑ ΝΕΑ», 10.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η ταινία υπήρξε πολύ διαφορετική από τις άλλες. Ανέτρεψε τις γνωστές ως τότε συνταγές, σύμφωνα με τις οποίες μια ταινία έπρεπε οπωσδήποτε να σε κάνει είτε να κλαις είτε να γελάς. Στον «Ζορμπά» υπάρχει γέλιο, υπάρχει κλάμα, υπάρχει ένταση, και ο θεατής μπορεί να ταυτιστεί με όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις του έργου. Ακόμα και οι νέοι ταυτίζονται, γιατί οι ήρωες, μολονότι ενήλικοι, έχουν παραμείνει στο βάθος παιδιά. Το μυστικό της επιτυχίας της ταινίας είναι δύσκολο να το αναλύσεις, πιστεύω όμως ότι η βασική δύναμή της έγκειται στην αισιοδοξία και στην ανάταση που χαρίζει στον θεατή. Και αυτή η δύναμη, αυτή η επιτυχία, αντανακλά άμεσα στον Καζαντζάκη, που έγραψε το έργο.


Γι’ αυτήν του την αισιοδοξία ο «Ζορμπάς» υιοθετήθηκε και από τους Ισραηλινούς και από τους Παλαιστίνιους.


Όλες οι αντιρρήσεις και οι πολεμικές κατά του «Ζορμπά» εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα. Αντιμετώπισαν το έργο σαν να ήταν γραμμένο για το 1963, ενώ ήταν σαφές ότι αναφερόταν στη δεκαετία του ’30. Αλλά και στην ταινία —όπως σε όλες τις ταινίες μου— προσπάθησα να λειτουργήσω διαχρονικά, όσο και αν η αίσθηση που μετέδιδε ήταν μιας ζωντάνιας σημερινής. Οι Κρήτες, κυρίως, αντέδρασαν έντονα· μόνο που δε με σκοτώσανε. Έγινε μάλιστα έκτακτη συνάντηση των Κρητών στην Αθήνα, για να αποφασίσουν τι μέτρα έπρεπε να λάβουν εναντίον μου. Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι το έργο δυσφημεί την Ελλάδα και βλάπτει τον τουρισμό. Εκείνο δε που τους είχε εξαγριώσει περισσότερο, ως «δυσφημιστικό», ήταν η σκηνή με το πλιάτσικο μετά τον θάνατο της μαντάμ Ορτάνς.


Ο Νίκος Καζαντζάκης

[…] Για την υποδοχή και την πολεμική που μου επιφύλαξαν ενδεικτικό είναι το σκίτσο που είχε φτιάξει ο Μίνως Αργυράκης, μια νέα εκδοχή της Μάχης της Κρήτης. Αργότερα, όταν η ταινία λειτούργησε ως πρεσβευτής της Ελλάδας και βοήθησε ακόμα και τον τουρισμό, η στάση των Κρητικών άλλαξε εντελώς και άρχισαν να με καλούν σε τιμητικές εκδηλώσεις, σε γιορτές, στα πανεπιστήμια, παντού.


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.6.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Βέβαια, το πρόβλημα δεν εκδηλώθηκε εκείνη την εποχή μόνο στην Κρήτη. Ακόμα και στη Βουλή έφτασε να συζητηθεί ο «Ζορμπάς», ενώ η Ιερά Σύνοδος απείλησε να με αφορίσει. Αλλά και από άποψη εμπορική, η ταινία δεν πήγε τόσο καλά στην Ελλάδα όσο στο εξωτερικό. Για μένα, πάντως, είναι η ταινία που καλλιτεχνικά και ηθικά μού την έχει ξεπληρώσει πλήρως η ευγνωμοσύνη του απλού θεατή.

*Απόσπασμα από δισέλιδο άρθρο που είχε τον τίτλο Η άγνωστη ιστορία του «Αλέξη Ζορμπά» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Σάββατο 28 Ιουνίου 1997, με επιμέλεια της Μικέλας Χαρτουλάρη.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης, διακεκριμένος ελληνοκύπριος θεατρικός και κινηματογραφικός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 11 Ιουνίου 1921 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου 2011.