Μια φορά και έναν καιρό η Μύκονος ήταν ένα απομακρυσμένο, σχεδόν ξεχασμένο ασπρονήσι, ανάμεσα στα τόσα της Ελλάδας, και ούτε η Τζάκι Κένεντι ούτε η Σοράγια ούτε άλλος VIP γνώριζε την ύπαρξή της ή διέσχιζε την υφήλιο για να απολαύσει τις ερημικές παραλίες της και τα στενά σοκάκια της. Ούτε καν οι Αθηναίοι, αφού η πρόσβαση σε αυτήν ήταν δύσκολη και πολύωρη…

Σε μια άλλη εποχή: Βάνα Μανουέλ, Ειρήνη και Μαρία Κορνηλάκη, Ρένα Βοναζούντα, Κατίνα Δανιηλίδου και Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης στη Μύκονο του 1927.

Η Μύκονος ήταν ένα νησί ψαράδων, με λιγοστούς και φιλόξενους κατοίκους, που ζούσαν ακόμη και μέχρι τα μισά του εικοστού αιώνα κάτω από τον ήλιο του Αιγαίου με τον ίδιο απλό τρόπο που είχαν μάθει από τους παππούδες τους.

Σε αυτή τη Μύκονο κυρίως μας ταξιδεύει το εξαιρετικό λεύκωμα «Μύκονος», που συγκεντρώνει φωτογραφίες που έχει τραβήξει ο Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης.

Μυκονιάτισσες των Άθηνών και φίλες τους στο Γιαλό, σε ημέρα γιορτής, στις αρχές της δεκαετίας του ’30.

Ανοίγοντας ένα παλιό σεντούκι που είχε φυλάξει η μητέρα του, με χαρτιά του πατέρα του, ο Λώρης Τριανταφυλλίδης ανακάλυψε ένα θησαυρό από φωτογραφίες, άλμπουμ, αρνητικά και αλληλογραφία του πατέρα του, Θεόκλητου, του γνωστού κυτταρολόγου που περνούσε τα καλοκαίρια του στη Μύκονο, στο σπίτι της μητέρας του, στη συνοικία Λίμνη της Χώρας.

Ο Λώρης Τριανταφυλλίδης είχε χάσει τον πατέρα του τριάντα χρόνια πριν. «Ήμουν είκοσι χρόνων», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου, «και δεν πρόλαβα καλά καλά να τον γνωρίσω ούτε να μάθω πολλά πράγματα για τη ζωή του». Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που βρέθηκαν μέσα στο σεντούκι αφορούσαν το κυκλαδίτικο νησί που ο Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης αγάπησε ιδιαίτερα, έχοντας ζήσει σε αυτό ευτυχισμένα χρόνια, απαθανατίζοντας τοπία, ανθρώπους και εποχές που σήμερα έχουν χαθεί για πάντα.

Οι Κάτω Μύλοι και ο μυλωνάς Καρανικόλας με το σουράβλι του το 1929.

Το εξαιρετικής σπανιότητας και αξίας υλικό αυτό, ή μάλλον μια επιλογή του, κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια σε ένα καλαίσθητο λεύκωμα από τον Ελευθερουδάκη («Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης, Μύκονος»), που μας ταξιδεύει σε μια άγνωστη Μύκονο, όχι πολύχρωμη και πολύβουη, αλλά ασπρόμαυρη και ασκητική, ξεκινώντας από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα και καταλήγοντας στη δεκαετία του ’70, όταν απεβίωσε ο Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης. Στις εικόνες του πρωταγωνιστούν οι ανθρώπινες φιγούρες και το κυκλαδίτικο τοπίο.

Γουμενειό, στα σκαλάκια του Άγίου Σπυρίδωνα (1936).

Φωτογραφίες που θα ζήλευαν οι σελίδες του National Geographic ζωγραφίζουν το πορτρέτο της καθημερινότητας εκείνης της εποχής, τη σύνδεση και την εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση και το περιβάλλον, και την εναρμόνισή του με αυτό. Αποτελούν μια σίγουρα εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος. Δεν είναι ρεπορτάζ της εποχής, καθώς καλύπτει μόνο τις φωτεινές και όμορφες στιγμές της ζωής του νησιού, κάνοντας ακόμη και τη δύσκολη, όλο ελλείψεις και ταλαιπωρίες εποχή να μοιάζει παραμυθένια, ειδικά μέσα από το πρίσμα του σήμερα…

Ο μικροπωλητής Κώστας Ζουγανέλης με την πραμάτεια του στον Άγιο Στέφανο.

«Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πρόσωπα των φωτογραφιών, είτε πρόκειται για απλούς μεροκαματιάρηδες του λαού, είτε για άτομα της αστικής τάξης της εποχής», γράφει ο δήμαρχος της Μυκόνου Παναγιώτης Κουσαθανάς στον πρόλογο του λευκώματος.

«Το σπουδαίο έμψυχο υλικό στις φωτογραφίες του Θεόκλητου Τριανταφυλλίδη είναι οι ψαράδες και οι εργατικοί άνθρωποι του Γιαλού (ο ψαράς-προστάτης του πελεκάνου Πέτρου Α’, Θοδωρής Κυραντώνης, ο μικροπωλητής Κώστας Ζουγανέλης με την τουριστική πραμάτειά του κ.ά.), οι εξ Αθηνών Μυκονιάτισσες και οι Αθηναίες παραθερίστριες ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας των καιρών τους, οι κομψευόμενοι νεαροί λιμοκοντόροι και οι ώριμοι άνδρες παραθεριστές κυρίως των ετών 1930-1960 –το νησί ως γνωστόν ήταν κοσμοπολίτικο ανέκαθεν– ο επί σαράντα σχεδόν έτη (1920-1959 με διαλείμματα) δήμαρχος της Μυκόνου Κουζής Δ. Γεωργούλης με τη σύζυγό του δασκάλα Άννα Κορώνη, ο Νώντας Καμπάνης, από τους τελευταίους γόνους της γνωστής οικογένειας, άλλα πρόσωπα της αστικής τάξης, οι καπετάνιοι και οι επιβάτες στα μυθικά επιβατηγά πλοία της εποχής («Ελευθερία», «Παντελής», «Δέσποινα», «Μιμίκα», «Απόλλων», «Ναϊάς»…), οι καλοκαιρινοί θαμώνες, ντόπιοι, που ευθύς αναγνωρίζονται από τη χαρά ή και ξένοι, στα περίφημα καφενεία του Γιαλού, κυρίως στου Νικόλα Σκαρόπουλου (πρώην Φούσκη, αυτό που αγαπούσε και τραγουδούσε ο Πανάγος Αξιώτης) και στου Κωστή Φραγκίσκου κάτω από τη δημαρχία, το ευσεβές πλήθος από κάθε κοινωνική τάξη που συμμετέχει σε λιτανείες και περιφορές των εικόνων κλπ.

Περιφορά της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου το 1976.

Οι σπάνιες αυτές εικόνες τοπίων και προσώπων όχι μόνο θα ευφράνουν αισθητικά όσους αγάπησαν και αγαπούν το νησί, αλλά συγχρόνως θα βοηθήσουν τον ερευνητή και τον ιστορικό του τόπου. Συμπλήρωμά τους και η προς τον Θεόκλητο Τριανταφυλλίδη επιστολή του Γιώργου Κοτζιά, γιου του δημάρχου της Αθήνας Κώστα Κοτζιά και αδελφού της Ιωάννας Κοτζιά-Δρακοπούλου, της δωρήτριας, μαζί με το σύζυγό της Ιωάννη Δρακόπουλο, στο Λαογραφικό Μουσείο Μυκόνου του περίφημου σπιτιού της Λένας Σκριβάνου, ιδρυτών επίσης του Ναυτικού Μουσείου Αιγαίου. Αυτή η επιστολή του Γιώργου Κοτζιά προς τον επιστήθιο φίλο του Θεόκλητο περιλαμβάνει και εντυπώσεις και παράπονα από τη Μύκονο του 1934, παράπονα που μοιάζουν αθώα συγκριτικά με τη σημερινή κατάσταση.

Η Ίσμήνη Τριανταφυλλίδη με τον Πέτρο στο Λιμάνι.

«Αγαπητέ Θεόκλητε, τι να πολυλογούμε; Η Μύκονος έχασε πολύ από την προηγούμενή της αξία. Οι κύκλοι είναι τέτοιοι, που να γίνεται ο τόπος κοσμοπολίτικο σαλόνι. Άνθρωποι σαν εμάς που ήλθαν με την ιδέα να απολαύσουν την μυστικοπάθεια του τόπου, τα στενά, την Παραπορτιανή, το λιμάνι, το μουσείο, ευρίσκονται προ συνεχούς διωγμού… Οι παρέες όλες θορυβώδεις. Καμιά φορά μόνον, όταν έχει μπονάτσα, παίρνω το γραμμόφωνό μου και πηγαίνω βαρκάδα. Τότε μάλιστα, τότε κάτι αξίζει… Περίμενα να έλθεις, περίμενα, τίποτα… Έμαθα μόνο πως δεν τα κατάφερες να έρθεις. Κρίμα. Πολύ κρίμα. Αν ερχόσουν θα εγινότανε για λίγο έστω αλλιώτικη η Μύκονος…».

Φεύγοντας για άλλες παραλίες από τον Πλατύ Γιαλό, με τον καπετάν Γιακουμή, το 1971

Η Μύκονος βέβαια θα γινόταν πράγματι πολύ αλλιώτικη. Πρώτα θα την ανακάλυπταν οι παρέες των εύπορων Αθηναίων, ο Ζάχος, η Μελίνα, η Ελένη Βλάχου, η Άννα Βέλτσου. Το νησί θα γινόταν προάστιο για όλα τα «φοβερά παιδιά» της Αθήνας. Κατόπιν, θα άνοιγαν τα πρώτα ξενοδοχεία, τα πρώτα καταστήματα, όπως η θρυλική Μαρουλίνα, και τέλος θα κατέφθαναν ο Πιέρο Αβέρσα, η Τζάκι Κένεντι και η Λι Ράτζιβιλ, οι beautiful people, οι VIPs, αλλά και τα κινηματογραφικά συνεργεία που έκαναν το νησί πασίγνωστο σε όλο τον πλανήτη, το τουριστικό μεγαθήριο και τον exclusive προορισμό του σήμερα…

πηγή: grace.gr