Μόνο τα δάνεια έμειναν από τη Μεταπολίτευση
Κι αν το 1974 δεν ήταν ρήξη με αυτό που προηγήθηκε, αλλά η συνέχισή του;
Γενεαλογία πρώτη: Νομιμοποίηση του ΚΚΕ – πολιτική σταθερότητα – ενταξη στην ΕΟΚ – Αλλαγή – κοινωνικό κράτος – συνδικαλιστικός νόμος 1982 – ίδρυση ΕΣΥ – εθνική συμφιλίωση – ιδιωτική τηλεόραση – αλματώδης ανάπτυξη – ΑΣΕΠ – ένταξη στην ΟΝΕ – Ολυμπιακοί Αγώνες – Euro 2004 – δημοσιονομικός εκτροχιασμός επειδή “μαζί τα φάγαμε” – Μνημόνια – Πρώτη Φορά Αριστερά – δημοψήφισμα – “παραμείναμε στην Ευρώπη”.
Γενεαλογία δεύτερη: Αντιεργατικός νόμος Καραμανλή 1976 – απαγόρευση πρωτομαγιάς – δολοφονία του 17χρονου Σιδέρη Ισιδωρόπουλου – δολοφονία του γιατρού Τσιρώνη – χουντικοί στην κυβέρνηση – δολοφονία Ιάκωβου Κουμή και Σταματίνας Κανελλοπούλου – “Αλλαγή” – αναδίπλωση ως προς ΕΟΚ και ΝΑΤΟ – πρασινοφρουροί – δολοφονία Μιχάλη Καλτεζά – κάψιμο των φακέλων – Βρώμικο ‘89 – ιδιωτική τηλεόραση – ιδιωτικές τράπεζες – Χρηματιστήριο – ιδιωτικοποίηση των πάντων – Greek Statistics – “παχιές αγελάδες” – το όργιο των Ολυμπιακών – σκάνδαλο Siemens – άνοδος ΛΑΟΣ – φοιτητικό κίνημα ‘06-’07 – δολοφονία Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου – Δεκέμβριος 2008 – Μνημόνια και αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις – φτωχοποίηση – άνοδος Χρυσής Αυγής – δολοφονία Παύλου Φύσσα – Πρώτη Φορά Αριστερά – δημοψήφισμα – “παραμείναμε στην Ευρώπη”.
Η πρώτη γενεαλογία είναι αυτή της καθεστηκυίας τάξης της Μεταπολίτευσης. Είναι συμπυκνωμένη, μασίφ, συνθηματολογική και εύπεπτη. Προσπαθεί να θριαμβολογήσει για τα επιτεύγματα των κυβερνώντων ως ενιαίου, έστω σε γενικές γραμμές, συνόλου που ενδέχεται να ολισθαίνει ενίοτε, αλλά ξανά προς τη δόξα τραβά, τραβά, τραβά.
Η δεύτερη γενεαλογία είναι ταραγμένη. Αφηγείται μια ιστορία βίας, ταξικής και φυσικής, μια ιστορία εξαπάτησης, υφαρπαγής και αδικίας. Εν αντιθέσει με τη συνθηματολογία της πρώτης γενεαλογίας, η δεύτερη είναι θραυσματική. Αποκαλύπτει περισσότερο κρυφά μοτίβα και επαναλήψεις, παρά παιανίζει την εκδίπλωση ενός εκσυγχρονιστικού οράματος που έπρεπε να θεωρείται εκ των προτέρων καλό, χωρίς αμφισβήτηση.
Όσα γεγονότα κι αν προσθέσουμε στη δεύτερη γενεαλογία, αυτή θα μοιάζει πάντα ελλιπής, καθώς απαρτίζεται από τις στιγμές που η μεταπολιτευτική πραγματικότητα ήρθε να διαλύσει πρόδηλα τη φαντασίωση της πρώτης.
Μεταπολίτευση θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η μακρά διαδικασία μέσω της οποίας οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ της χώρας, χωρίς πιθανώς να το συνειδητοποιούν, επιχείρησαν εξαναγκασμένες από τις λαϊκές αντιδράσεις να διασκεδάσουν την ιδέα της διαιώνισης της προϋπάρχουσας κατάστασης μέσα από πλατιές συναινέσεις, η κατασκευή των οποίων κάθε άλλο παρά αναίμακτη υπήρξε.
Από αυτή την άποψη, Μεταπολίτευση σημαίνει τη σταδιακή εξημέρωση της ελληνικής Αριστεράς, την επανεφεύρεση της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης στον πολιτικό ρόλο που κατείχε ο στρατός, το άνοιγμα των βαλβίδων αποσυμφόρησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας με προσοχή να μη υπερχειλίσουν προς την κεντρική πολιτική, την καλλιέργεια μαζικών «διανοουμένων» του τρίτου δρόμου μέσα από περιοδικά, εφημερίδες και -κυρίως- κανάλια, τη διαγραφή της ιστορικής μνήμης, τη διάδοση φαινομενικά αθώων αφηγημάτων όπως η “εθνική συμφιλίωση” και ο “εκσυγχρονισμός” που θα αντικαθιστούσαν τα καταστατικά και υπαρξιακά διλήμματα, την κλεπτοκρατία στον υπαρκτό πλούτο και τη νομή του φανταστικού πλούτου μέσω δανεισμού στους πολλούς – μέχρι να έρθει η ώρα της συγκομιδής που θα ενοχοποιούσε συλλογικά την κοινωνία.
Συχνά, ακόμα και από ιστορικούς, η Μεταπολίτευση νοείται ως μια “νέα αρχή”, ένα καθαρό reset του ελληνικού κράτους, μια απόλυτη στροφή σε σχέση με όσα προηγήθηκαν και μια πορεία προς ένα πολιτικοοικονομικό μοντέλο πιο συμμετοχικό και δίκαιο. Και αν το σήμερα μοιάζει όλο και περισσότερο με την “καχεκτική δημοκρατία” ή και τη Χούντα, αυτό είναι επειδή κάπου έπεσαν έξω οι προβλέψεις, έγιναν στραβοτιμονιές και ατυχήματα, η αισιοδοξία συγκρούστηκε με τον κακό χαρακτήρα του έθνους.
Όπως όμως αποδεχόμαστε ότι η Χούντα γεννήθηκε απευθείας μέσα από την κυριαρχία του στρατού και των αμερικανών αρωγών του στην πολιτική ζωή της μετεμφυλιακής Ελλάδας, έτσι μπορεί να είναι και ωφέλιμο να αρχίσουμε να βλέπουμε τις ασυνέχειες του 1974 ως υπαρκτές μεν ανακατατάξεις, οι οποίες όμως κατάφεραν να διασώσουν τον υπαρξιακό πυρήνα αυτού που προϋπήρχε: μια χώρα στην οποία κυριαρχεί ένα ιδιαίτερο μοντέλο ληστρικού και πελατειακού καπιταλισμού και η οποία είναι αδιαμφισβήτητα, ακλόνητα και ζηλωτικά προσαρτημένη στο αμερικάνικο γεωστρατηγικό παιχνίδι.
Οι δύο γενεαλογίες ομονοούν σε ένα πράγμα, ότι η αναδίπλωση μετά το δημοψήφισμα του 2015, αποτελεί το τέλος. Εκεί οριστικοποιείται πια η συναίνεση στο τι θα είναι αυτό το κράτος, πώς θα κυβερνάται και πώς θα παράγει πλούτο – και τα μόνα απόνερα από το παλαιό μοντέλο είναι οι δόσεις των δανείων και των ρυθμισμένων οφειλών που ξέμειναν από την προηγούμενη εποχή.
Δεν ήταν κρυφή η διαδικασία με την οποία η μεταπολιτευτική Ελλάδα στόχευσε στις συναινέσεις. Αντίθετα, το προσεκτικό βλέμμα -και πράγματι υπήρξαν κάποιες τέτοιες μειοψηφικές κριτικές φωνές που διέγνωσαν τη γενική κατεύθυνση της Μεταπολίτευσης κατά καιρούς – θα μπορούσε να δει τα σημάδια.
Παραδείγματος χάριν, κάπου στα άδυτα του ελληνικού YouTube, μπορεί να βρεθεί το πενηντάλεπτο φιλμάκι της ιταλικής τηλεόρασης από το μακρινό 1984, όταν στο πλαίσιο του γενικού κλίματος “εθνικής συμφιλίωσης”, ο Μάρκος Βαφειάδης προσκάλεσε τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο στο σπίτι του, προκειμένου να δείξουν στο ελληνικό τηλεοπτικό κοινό ότι ο πέλεκυς του εμφυλίου πολέμου έχει θαφτεί προ πολλού.
Αξίζει να δει κανείς προσεκτικά σήμερα αυτό το βίντεο. Ο Βαφειάδης, πρώην στρατιωτικός διοικητής του ΔΣΕ και αρχιτέκτονας του ανταρτοπολέμου, που μετά τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα έχει προσχωρήσει στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ μοιάζει διστακτικός κι αμήχανος, σαν να επιτελεί ένα έργο το οποίο θα ήθελε μεν να πετύχει στη συγκυρία που έχει βρεθεί, αλλά έχει το πολύ μισή καρδιά να διαθέσει σε αυτό.
Ο Τσακαλώτος από την άλλη, διοικητής του Α’ Σώματος του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο και το Βίτσι που συνηγήθηκε της τελικής νίκης του εμφυλίου, είναι άνετος και πρόσχαρος. Μιλάει ακαταπαύστα και ζωηρά, σαν να διατηρεί το βασικό δικαίωμα στο λόγο και την αφήγηση, αστειεύεται τακτικά και σε διάφορες φάσεις, με φαρμακερό τρόπο, τρίβει στα μούτρα του συνομιλητή του (δεν μπορεί να ειπωθεί πιο ευγενικά) τα στρατιωτικά και πολιτικά του λάθη.
Είναι ένας άνθρωπος που ξέρει ότι ξανακερδίζει εκ νέου και αυτή τη φορά σαρωτικά και οριστικά στη βαθύτερη σύγκρουση εντός της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνη τη στιγμή, είναι η Μεταπολίτευση αυτοπροσώπως. Η μακρά ιστορική στιγμή δηλαδή που οι νικητές του εμφυλίου κρέμασαν κουδούνια στους αγώνες των αντιπάλων τους για δικαιοσύνη και ελευθερία και τους περιέφεραν στην πλατεία για την τελευταία τους λοιδορία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις