Είμαι ο τελευταίος που θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι είναι προβληματικό να υπάρχουν υψηλοί τόνοι στην πολιτική. Σε τελική ανάλυση στη ζωή είναι προτιμότεροι αυτοί που είναι «ανοιχτό βιβλίο» ακόμη και εάν κάποιες φορές παρεκτρέπονται, από τους κρυψίνοες και όσους «κρατούν πισινή».

Είμαι, επίσης, ο τελευταίος που θα υποστηρίξει ότι δεν χρειαζόμαστε ισχυρούς ηγέτες στα κόμματα. Ηγέτες με εκτόπισμα, που όταν χρειαστεί απλώς ανακοινώνουν ότι κάποιος «έθεσε εαυτόν εκτός κινήματος». Όχι γιατί πιστεύω στα προσωποκεντρικά κόμματα, κάθε άλλο επιμένω στην ιδέα των κομμάτων αρχών. Αλλά γιατί στην πολιτική μετράει να υπάρχουν και ηγέτες. Χαρισματικές προσωπικότητες με ηγετικές ικανότητες, που μπορούν να βγουν μπροστά, προσφέροντας, μεταξύ άλλων, μια πρώτη εγγύηση ότι το κόμμα μπορεί και να κυβερνήσει.

Αρκεί βεβαίως τόσο οι «υψηλοί τόνοι», όσο και οι επιδείξεις «ηγετικής αποφασιστικότητας» να αντιστοιχούν σε μια πολιτική πρόταση με σαφές ιδεολογικό στίγμα, να συμπληρώνουν ένα πολιτικό πρόγραμμα, να είναι κομμάτι μιας ολοκληρωμένης πολιτικής στρατηγικής.

Γιατί διαφορετικά έχουμε απλώς να κάνουμε με «τζάμπα μαγκιές», με ένα ιδιότυπο πολιτικό θέατρο που μέσα από εμπορικές χαμηλής ποιότητας παραστάσεις προσπαθεί να συγκαλύψει την απουσία στρατηγικής.

Και αυτό συμβαίνει σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο. Απουσιάζει η πολιτική συζήτηση, δηλαδή η συζήτηση για το πώς μπορεί να υπάρξει μια εναλλακτική πειστική πρόταση διακυβέρνησης για τη χώρα, και κυριαρχεί το πολιτικό θέαμα. Είτε αυτό αφορά την αντιπολιτευτική «μαγκιά», είτε την ηγετική.

Παραβλέποντας ότι ο πολίτης αυτό που θέλει να δει δεν είναι βουλευτές να βρίζουν υπουργούς. Όχι γιατί οι ψηφοφόροι πάσχουν από καθωσπρεπισμό. Αλλά γιατί από τους βουλευτές και τα κόμματα περιμένουν να κάνουν πολιτικές παρεμβάσεις, να έχουν επιχειρήματα, να κάνουν συγκεκριμένες αντιπροτάσεις. Και μόνο όταν το κάνουν αυτό οι βουλευτές και τα κόμματα, είναι που οι πολίτες αντιλαμβάνονται την ανάγκη ενίοτε και σκληρής ρητορικής και τους «υψηλούς τόνους».

Γιατί οι πολίτες δεν είναι ανόητοι. Καταλαβαίνουν πολύ καλά πότε οι «υψηλοί τόνοι» αποτελούν ειλικρινή αγανάκτηση, ιδίως όταν συνδυάζονται με πολιτικά επιχειρήματα και πότε είναι υποκατάστατο του πολιτικού λόγου και απλώς φασαρία χωρίς ουσία.

Αντίστοιχα, οι πολίτες αντιλαμβάνονται πολύ καλύτερα από όσο νομίζουν οι πολιτικοί τι σημαίνει πολιτική ηγεσία. Και ξέρουν ότι αυτή στηρίζεται όχι τόσο στο «ηγετικό στυλ» όσο στο στρατηγικό περιεχόμενο. Οι πραγματικοί πολιτικοί ηγέτες πρώτα από όλα κρίνονται από την ικανότητά τους να παράγουν πολιτική, να πουν κάτι και κυρίως να εμπνεύσουν την κοινωνία να κινητοποιηθεί σε μια πολιτική κατεύθυνση. Μετά κρίνονται για την «αποφασιστικότητά τους».

Οι πολιτικές… επιθεωρήσεις που συχνά ανεβαίνουν τον τελευταίο καιρό δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να υπογραμμίζουν ότι ένας ευρύτερος πολιτικός χώρος παραμένει σε βαθιά κρίση.

Είτε μιλάμε για τις διαρκείς εσωκομματικές συγκρούσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε για το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται και επισήμως σε διαδικασία για εκλογή ηγεσίας, είναι σαφές ότι όλο σχεδόν το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που θα έπρεπε κανονικά να δουλεύουν για να υπάρξει ένα αντίπαλο δέος σε μια κυβέρνηση που παρότι δεν το ομολογεί είναι αντιμέτωπη με μια κρίση νομιμοποίησης, αδυνατεί σήμερα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Για αυτό και διαρκώς επιστρέφουν στη μία ή την άλλη σελίδα από το «εγχειρίδιο του πολιτικού θεάματος», παραβλέποντας ότι η πολιτική ούτε θέατρο, ούτε θέαμα είναι σε τελική ανάλυση.

Μόνο που με αυτό τον τρόπο απλώς συμβάλλουν στο βάθεμα της συνολικότερης κρίσης, με θύμα όχι μόνο τον δικό τους πολιτικό χώρο, αλλά την ποιότητα της δημοκρατίας.

Γιατί σήμερα στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε μια κρίση που αφορά την καρδιά της λειτουργίας μιας δημοκρατίας που είναι το να μπορεί να υπάρχει μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε πολιτικές παρατάξεις όπου εάν η μία κυβερνά, η άλλη θα μπορεί να την κρίνει, να την ελέγχει και να προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση.

Όταν έχουμε απλώς μια κυβερνητική παράταξη που είναι επί της ουσίας μειοψηφική και κυβερνά γιατί δεν έχει αντίπαλο και μια αντιπολίτευση κατακερματισμένη, εσωστρεφή και παραδομένη στον κομματικό φατριασμό, τότε πολύ απλά η δημοκρατία δεν λειτουργεί και η πολιτική απαξιώνεται.

Με το αποτέλεσμα να είναι ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός: πολιτική απάθεια και κυνισμός σε ένα μέρος της κοινωνίας, ανοιχτά αυτιά προς τις σειρήνες της Ακροδεξιάς σε ένα άλλο.

Είναι σαφές ότι η πορεία αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Γιατί κομμάτια κοινωνικά που ήδη νιώθουν χωρίς αξιόπιστο πολιτικό στήριγμα στην αγωνία τους να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική πρόταση, πλέον θα αρχίσουν να νιώθουν πολιτικά ορφανά.

Θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους όχι στη μία ή την άλλη εκδοχή Αριστεράς, αλλά στην ίδια τη δυνατότητα η πολιτική να είναι τρόπος για να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη.

Όσες και όσοι αντιλαμβάνονται ότι όλα αυτά αποτελούν έναν ιδιότυπο και επικίνδυνο πολιτικό κατήφορο, καλό είναι να δράσουν τώρα. Πριν είναι πολύ αργά. Οι κρίσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για το νέο. Οι συντριβές συνήθως όχι.