Γιατί ένα έργο για την Εύα Περόν;

Πάρα πολλοί λαοί —κι ιδιαίτερα ο ελληνικός— έχουν πείρα πικρή από διάφορες «πρώτες κυρίες» εστεμμένες ή όχι, που έπαιξαν λίγο ή πολύ ολέθριο ρόλο στην πολιτική ζωή και στη γενικότερη πορεία του τόπου τους. Το ερώτημα λοιπόν, η απορία για τη θεατροποίηση της Εύας Περόν, θα ήταν δικαιολογημένο αν η «Εβίτα» περιοριζόταν σε μια σκηνική βιογραφία τής άλλοτε προεδρίνας της Αργεντινής. Πολύ περισσότερο που οι βιογραφίες αυτές παίρνουν συχνά μορφή και τόνους «αγιογραφίας».

Άλλη, όμως, είναι η πρόθεση και η θέση των δημιουργών αυτού του μουσικού ιλαροδράματος. Αντί να μυθοποιούν την ηρωίδα τους, την απομυθοποιούν. Αντί να την αγιοποιούν, προσπαθούν ν’ απο-αγιοποιήσουν μια γυναίκα που εκατομμύρια συμπατριωτών της τη θεωρούν ακόμα «αγία».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.12.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Φυσικά, ύλη και βάση της «ροκ όπερας» των Τιμ Ράις και Άντριου Λόυντ Γουέμπερ είναι η αληθινά «μυθιστορηματική» ζωή αυτής της «χαρισματικής» γυναίκας.

Γεννημένη το 1919 στο Λος Τόλδος (ένα χωριό κάπου 150 χιλιόμετρα δυτικά απ’ το Μπουένος Άιρες), νόθα, φτωχιά κι απόκληρη, η Εύα Ντουάρτε δραπέτευσε στα 16 της χρόνια με τον πρώτο εραστή της στη μαγνητική πρωτεύουσα. Κι εκεί έγινε γρήγορα σταρ του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου — με τη βοήθεια μιας σειράς εραστών, που εναλλάσσονταν ανάλογα με τη «χρησιμότητά» τους.


Οι φιλοδοξίες της, όμως, δεν περιορίστηκαν στον «καλλιτεχνικό» τομέα. Όταν γνωρίστηκε (1944) με το συνταγματάρχη Χουάν Ντομίνγκο Περόν, ανακάλυψε το πραγματικό της ταλέντο: την πολιτική, ή σωστότερα την πολιτική δημαγωγία. Που βρήκε, άλλωστε, το κατάλληλο έδαφος και τον κατάλληλο σύντροφο για να θριαμβεύσει.

Απέραντη χώρα (20 φορές μεγαλύτερη απ’ την Ελλάδα), με απέραντο πλούτο που του χρωστάει και τ’ όνομά της (Argentina=ασημένια), η «δημοκρατία» αυτή δεν παράλλαζε και δεν παραλλάζει απ’ τις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής: τεράστιοι πόροι και φυσικές δυνατότητες, και τεράστιες κοινωνικές κι οικονομικές ανισότητες· μια κρεολή ολιγαρχία (που σχηματίστηκε απ’ την αρπαγή της γης και της εξουσίας μετά την ανεξαρτησία του 1810) κι ένας λαός που καταδυναστεύεται και φυτοζωεί· ένας στρατός που παίζει το ρόλο «μαντρόσκυλου» της ολιγαρχίας και μια Εκκλησία που τη «δικαιώνει πνευματικά»· υποτέλεια σε ξένους νεο-αποικιοκράτες και ληστρική εκμετάλλευση από ξένα μονοπώλια. «Τόπο λεηλασίας» ονομάζουν τη χώρα τους οι ίδιοι οι Αργεντινοί, που δεν παύουν ν’ αγωνίζονται, 170 χρόνια τώρα, για το πιο δυσπρόσιτο αγαθό: την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους.

Σ’ αυτή τη λαχτάρα στηρίχτηκε ο «περονισμός». Γόνος φεουδαρχικής οικογένειας, ο Περόν έγινε το 1943 ένας απ’ τους «ισχυρούς άντρες» της χώρας του, όπου η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη είναι τα όπλα (όταν μάλιστα συνδέονται κατάλληλα με το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο) και όπου τα πραξικοπήματα και οι δικτατορίες αποτελούν την πιο πάγια «πολιτική» διαδικασία.


Ωστόσο, ο Περόν δεν περιορίστηκε να γίνει ένας ακόμα δικτάτορας. «Προδίνοντας την τάξη του», στηρίχτηκε στις εργατικές κι αγροτικές τάξεις, στους πενόμενους και καταπιεσμένους «ντεσκαμιζάδος», δημιούργησε «εργατικά σωματεία», σκόρπισε άφθονες παροχές στους προλετάριους, στράφηκε κατά της πλουτοκρατίας και της ξενοκρατίας, κήρυξε έναν «εθνικισμό» που αναφτέρωσε τους ταπεινωμένους συμπατριώτες του. Έτσι, εκλέχτηκε με μεγάλη πλειοψηφία Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1946 και κυβέρνησε τη χώρα μιαν ολόκληρη δεκαετία.

Στη διαμόρφωση και την εδραίωση του «περονισμού» έπαιξε αποφασιστικό ρόλο η Εύα. Αν εκείνος ήταν δραπέτης της «αριστοκρατικής» τάξης του, εκείνη ήταν «εισβολέας» της λαϊκής τάξης στην εξουσία. Κι έχοντας ρητορικές ικανότητες διόλου αμελητέες, μιλώντας τη γλώσσα των «ταπεινών», διαθέτοντας ακτινοβολία και μαγνητισμό, πολιτική διαίσθηση και θάρρος, έγινε γρήγορα το είδωλο ενός λαού, που (νόμισε πως) βρήκε στο πρόσωπό της τον εκφραστή των καημών του, τον πρωτεργάτη της «αναγέννησής» του. Η Εύα Περόν κατάλαβε πως «η Αργεντινή κυβερνιέται με την καρδιά, όχι με το μυαλό», και αξιοποίησε στο έπακρο αυτή τη γνώση της και το δημεγερτικό ταλέντο της.


Εφτά χρόνια κράτησε η βασιλεία της Εβίτα, που λατρεύτηκε σαν «σωτήρας» και σαν «αγία» απ’ τους προλετάριους, αλλά πολεμήθηκε άγρια απ’ την «αριστοκρατία» και το στρατό: οι «ευγενείς» μισούσαν την «παρείσακτη» που «μόλυνε» τον κόσμο τους κι έβαζε άγριο χέρι στα πλούτη τους, οι στρατιωτικοί δεν ανέχονταν μια γυναίκα που είχε εισχωρήσει στα «ιερά και όσια» των ενόπλων και τους παραμέριζε απ’ την πολύφερνη εξουσία. Αλλά η λαϊκή λατρεία για την Εβίτα κράτησε πέρα κι απ’ τον πρόωρο θάνατό της, στα 33 της χρόνια από καρκίνο. Σήμερα ακόμα, η στυγνή δικτατορία των Βιντέλα και Σία, που άρπαξε την Αρχή το 1976, δεν μπόρεσε ούτε την έλξη του περονισμού να εξουδετερώσει, ούτε το φωτοστέφανο της Εύας ν’ αμαυρώσει.

Ωστόσο, η φιλολαϊκή, δημαγωγική πολιτεία των Περόν είχε πολλαπλές δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας: οι αλόγιστες παροχές και σπατάλες, η σκανδαλώδης, συχνά, διαχείριση του δημόσιου χρήματος, προκάλεσαν πληθωρισμό, πτώση της παραγωγής, μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό. Απ’ την άλλη, το καθεστώς κατάτρεξε άγρια τους αντιπάλους του, και δεν υστέρησε απ’ τ’ αδελφά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής σε διώξεις, εξορίες, φίμωση κάθε αντιπολιτευόμενου και κάθε διαμαρτυρόμενου.


Για να προβάλουν —παράλληλα με την ιστορία της Εύας— αυτό το συνδυασμό «λαϊκισμού» (populisme) και αυταρχισμού, οι συγγραφείς της «Εβίτα» είχαν μια λαμπρή επίνοια (σ.σ. επινόηση): αντιπαράθεσαν στο είδωλο της «ιδανικής πρώτης κυρίας» το είδωλο του ιδανικού επαναστάτη, τον Τσε Γκεβάρα.

Το εύρημά τους δεν είναι ολότελα αυθαίρετο. Αργεντινός κι εκείνος, ήταν 17 χρονών όταν οι Περόν αναρριχήθηκαν στην εξουσία κι αντιτάχτηκε έντονα στο καθεστώς τους. Στις νεανικές εμπειρίες του απ’ την περονική διακυβέρνηση θα βρισκόταν σίγουρα ο σπόρος της κατοπινής επαναστατικής δράσης του, στην Κούβα κι αλλού. Φυσικά, δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως ο αληθινός Τσε συνάντησε ποτέ την αληθινή Εύα. Αλλά στην «Εβίτα» ο θρυλικός επαναστάτης γίνεται ο «Αντίλογος» της ηρωίδας: παρατηρεί, σχολιάζει, σαρκάζει, φέρνει στο φως τις σκοτεινές πλευρές της «αγίας» και του καθεστώτος, τονίζει ακόμα την αφέλεια των μαζών που παρασύρονται και παγιδεύονται από κάθε λογής «παράκλητους».


Έτσι, η «Εβίτα» κάθε άλλο παρά μουσικοδραματικό υμνολόγιο μιας «δυναμικής γυναίκας» είναι. Αλλά ένα πολιτικό έργο, που προβάλλει, βέβαια, τη μορφή και τις ικανότητες μιας ιδιότυπης προσωπικότητας, αλλά και φωτίζει τις πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες της ανόδου της, τον τρόπο που τις εκμεταλλεύτηκε, τις συνέπειες που είχε η δράση της.

[…]

*Κείμενο του Μάριου Πλωρίτη για τη θρυλική Εβίτα, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 1981, με αφορμή το ανέβασμα του μιούζικαλ (ροκ όπερας) «Εβίτα» από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τους συνεργάτες της.

Η Εύα Περόν (María Eva Duarte de Perón), γνωστή ανά την υφήλιο με το υποκοριστικό Εβίτα, γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1919 και απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1952, σε ηλικία μόλις 33 ετών, χτυπημένη από τον καρκίνο.


Η Εβίτα υπήρξε η Πρώτη Κυρία της Αργεντινής από το 1946 έως το θάνατό της, ως σύζυγος του τότε προέδρου της Αργεντινής και ηγέτη του κινήματος του περονισμού, Χουάν Ντομίνγκο Περόν (Juan Domingo Perón, 1895-1974).