Ως μετέωρον φωτεινόν ανερχόμενον ηρέμα (σ.σ. βαθμιαία, προοδευτικά) προς τα ύψη, προς κάποια ύψη κόσμων μαγικών, αφού προηγουμένως με την λάμψιν του έκαμε ν’ αυγάση (σ.σ. να φωτιστεί, να ακτινοβολήσει) το στερέωμα, φεύγει σήμερον ο Αρχηγός. Θα χρειασθή μεγάλη δόσιν ψυχογνωσίας η Ιστορία ασχολουμένη με το πρόσωπόν του κάποτε. Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, ο αναδειχθείς εις το πεδίον της μάχης ως σύμβολον της νίκης, ο συνδέσας την φρικτοτέραν ήτταν με το όνομα της τιμής, ο ορμητικός εμψυχωτής της Χίου και ο σώφρων κυβερνήτης των δυσκόλων ημερών, φεύγων αφίνει εις τα μυχιαίτατα κάθε Έλληνος την ανάμνησίν του ως μύρον συμπαθείας και αρετής.


Η σύντομος ατομική του ιστορία είνε η Ιστορία όλων των αιώνων μας. Υπήρξε το σεμνότερον άνθος της Ελληνικής γης. Ήρχετο να λάβη την Ελλάδα εις τας χείρας του, και ήλθεν αθόρυβα. Φεύγει παραδίδων με τας χείρας του την Ελλάδα, και φεύγει πάλιν αθόρυβα. Τον συνοδεύομεν με ό,τι έχομεν σπανιώτερον: με ολίγα δάκρυα. Αλλά δεν τον κλαίομεν. Τον ανυμνούμεν (σ.σ. υμνολογούμε, εγκωμιάζουμε). Τον λατρεύομεν. Καθώς το τραίνο θα φεύγη, το μαντήλι του αποχαιρετισμού θα το φέρωμεν εις τα μάτια μας. Του είπαν ότι υπήρξε μεγάλος, ότι υπήρξε δυνατός, ότι υπήρξεν υπέροχος, ότι υπήρξε σωτήρ, ότι υπήρξε γίγας, ότι υπήρξεν αδάμαστος. Τον χαιρόμεθα μόνον διότι υπήρξε σεμνός! Δεν είχαμεν ανάγκην από μεγαλείον, από δύναμιν, από τίποτε, όσον μας έλειπεν η σεμνότης. Ο Πλαστήρας και ελθών και φεύγων υπήρξε σύμβολον σεμνότητος. Αν υπήρχεν απλώς σεμνότης προ αυτού, τούτο ήρκει διά ν’ απεσοβείτο η καταστροφή. Σεμνότητα εδιψούσαμεν. Εις την σεμνότητα ανοίξαμε τας αγκάλας μας.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 6.1.1924, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Επανάστασις του 1922 υπήρξε χειρονομία κατά του θράσους και της ασχημοσύνης. Η ακολασία μάς διηύθυνε. Δεν θα ηθέλαμεν σωτήρα εάν ήμεθα σεμνοί. Μας είχε πάρη όλους ο κατήφορος, όπως εις τα βιβλικά Σόδομα και Γόμορρα. Η πολιτική μας ήτο όγκος εκφυλισμού. Και διαρκώς εφούσκωνε. Το έργον της υγείας εκαλύφθη από αυτόν τον όγκον εις τας εκλογάς του 1920. Ήτο πλέον προωρισμένον να σβύση και να χαθή όπως το ρόδινον χρώμα εξαφανίζεται σιγά-σιγά εις κάθε άρρωστον οργανισμόν. Έπρεπε να μας γίνη δραστική ένεσις σεμνότητος. Ιδού γιατί απεβλέψαμεν τότε μόνον εις τον Πλαστήραν όλοι μας.

Όταν ήρχισαν οι πόλεμοι της Ελλάδος, αυτός ήτο ένας άγνωστος χωρικός. Έμενε σεμνός εν μέσω της παταγώδους επιδείξεως των θορυβοποιών. Όσον έφθανε πιο ψηλά, τόσον ηύξανε την παρακαταθήκην της σεμνότητός του. Ενίκησε πρώτα τον εαυτόν του από τον πειρασμόν της ασελγείας και ύστερα ενίκησε τον εχθρόν. Υπήρχαν πολλοί γενναίοι εις τον πόλεμον. Αλλά μας έλειπαν οι σεμνοί — και ηττήθημεν.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 6.1.1924, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η ατμόσφαιρα επυκνούτο μετά την εθνικήν συμφοράν. Κύματα ηλεκτρισμού συνεσωρεύοντο εις τον πένθιμον Ελληνικόν ορίζοντα. Υπήρχε και θα εγίνετο μία Επανάστασις. Διά να εκδηλωθή όμως εχρειάζετο απαραιτήτως ο σεμνός. Ιδού ο Πλαστήρας.


Αν επεβλήθη κατόπιν, δεν επεβλήθη ως Αρχηγός της Επαναστάσεως, αλλ’ ως Αρχηγός της σεμνότητος. Με τον Πλαστήραν η σεμνότης εις την Ελλάδα έγινε σχολή. Άκανθαι (σ.σ. αγκάθια), ασφαλώς, περιεκύκλωσαν το φυτώριον. Αλλά ν’ αναζητήσωμεν αυτήν την στιγμήν το αποτέλεσμα, θα ήτο πολύ πρόωρον. Απαιτείται η προοπτική του χρόνου, διά να προβάλλουν εις το βάθος της δειλά-δειλά τα πρώτα μπουμπούκια της σεμνότητος. Με τον Πλαστήραν ερρίφθη ο σπόρος. Η ύπαρξίς του, και από μακρυά, θα είνε η δρόσος που θα την στέλνη το αέρι της αναμνήσεως διά να τ’ ανθίση, που θα τα ποτίζουν κάθε μέρα τα ολίγα αναμνηστικά μας δάκρυα.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 6.1.1924, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εις τον χέρσον αγρόν, εις τον οποίον οι αρουραίοι υπέσκαπτον την φωλεάν των, και εις τον οποίον ο διαβάτης δεν ημπορούσε να διασχίση την φύτρωσιν των ακανθών, το χώμα φρέσκο και υγρό τρέφει τώρα με χαράν κρυφήν τον ωραίον σπόρον, και η ανθοφυΐα της σεμνότητος ελπιδοφόρος θα βλαστήση μίαν άνοιξιν. Κάτω από τ’ αποκαΐδια μιας πυρκαϊάς, κάτω από των ερειπίων την στάχτην, τρέφεται με νέαν ορμήν η σπορά. Δεν το είχαν σκεφθή αυτό οι άσεμνοι εμπρησταί.


Χαίρε Πλαστήρα· σε ακολουθήσαμεν ερχόμενον με τα ελαφρά πατήματα της σεμνότητος, και παρακολουθούμεν πάλιν τώρα που φεύγεις τα ίχνη των βημάτων σου. Επέρασες ωσάν αύρα μέσα από την πονεμένην μας ψυχήν και την εμύρωσες. Ως μετέωρον φωτεινόν ανεβαίνεις προς κάποια ύψη, και εκεί, ανάμεσα εις τους πέπλους των μαγικών σου κόσμων, θα μείνης διά την Ελλάδα το αγιώτερον σύμβολον της ζωής μας, μιας νέας ζωής που πλέκεται αθόρυβα και σιγά απάνω εις τον ιστόν της σεμνότητος.


Ο Πλαστήρας μαζί με το ναύαρχο Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο το 1922

Εις τον πόλεμον υπήρξες η νίκη, εις την ήτταν υπήρξες η τιμή, εις τα μυχιαίτατα κάθε Έλληνος υπήρξες ό,τι ωραιότερον. Καθώς το τραίνο θα φεύγη το πρωί, το μαντήλι του αποχαιρετισμού μας θα είνε υγρό και θερμό από δάκρυα. Δεν σε κλαίομεν. Σε ανυμνούμεν· όχι διότι υπήρξες μέγας, ούτε γίγας, ούτε δυνατός, ούτε σωτήρ· αλλά μόνον διότι υπήρξες σεμνός. Σεμνότητα εδιψούσαμεν και μας επότισες…

*Άρθρο του διακεκριμένου δημοσιογράφου και συγγραφέα Κώστα Αθάνατου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Καραμούζη, 1896-1966), που έφερε τον τίτλο «Το σύμβολον» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Κυριακή 6 Ιανουαρίου 1924. Λίγες μόλις ημέρες νωρίτερα ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, ο Αρχηγός της Επαναστάσεως, έχοντας ήδη λάβει την απόφαση να ιδιωτεύσει, είχε υποδεχθεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην πατρίδα και είχε καταθέσει «την Εξουσίαν της Επαναστάσεως ενώπιον της Κυριάρχου Εθνικής Συνελεύσεως», κατά τη δική του διατύπωση σε σχετικό διάγγελμα.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 4.1.1924, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο στρατιωτικός και πολιτικός Νικόλαος Πλαστήρας έφυγε από τη ζωή στις 3:30 μ.μ. της Κυριακής 26ης Ιουλίου 1953, σε ηλικία 70 ετών, προδομένος από την καρδιά του.