Τα ξημερώματα της Παρασκευής 26ης Ιουλίου 2019 απεβίωσε ο σημαντικός ποιητής και μεταφραστής Χριστόφορος Λιοντάκης, μια από τις εξέχουσες μορφές της λεγόμενης Γενιάς του ’70.

Ο γεννημένος το 1945 ηρακλειώτης ποιητής, μια ευγενική μορφή με ήθος και ποιότητα, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας δικαίου στο Παρίσι.


Η πρώτη ποιητική συλλογή του Λιοντάκη με τίτλο «Το τέλος του τοπίου» κυκλοφόρησε το 1973. Στο συγγραφικό έργο του, πέραν των ποιητικών συλλογών, περιλαμβάνονται πεζογραφήματα, μεταφράσεις γάλλων συγγραφέων και ανθολογίες.


Ο Λιοντάκης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει στις 6 Αυγούστου 1989 υπήρχε ένα κείμενο που είχε στείλει στην εφημερίδα ο Γιάννης Τσαρούχης λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του (20 Ιουλίου 1989).


Ο Γιάννης Τσαρούχης

Το εν λόγω κείμενο αφορούσε τον Χριστόφορο Λιοντάκη, ειδικότερα δε την ποιητική συλλογή του «Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες» (εκδόσεις Καστανιώτη, Οκτώβριος 1988). Ιδού τι είχε γράψει ο Τσαρούχης για τον Λιοντάκη και το έργο του:


Η αληθινή ποιητική διάθεση στις μέρες μας και ειδικά στον τόπο μας γίνεται ολοένα και πιο σπάνια. Η καθημερινότητα και η εξουσία (και λέγοντας εξουσία δεν εννοώ αυτή που βλέπουν και αισθάνονται οι πολλοί, αλλά την κάθε μορφής εξουσία, ορατή και αόρατη) είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί της. Επειδή η ερωτική διάθεση, αν και ευνουχίζεται πανταχόθεν, είναι η κινητήρια δύναμη της τέχνης, αισθάνομαι, όταν την συναντώ σ’ ένα βιβλίο, ότι επικοινωνώ ξανά με την ποίηση, γι’ αυτό και «Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες» του Χριστόφορου Λιοντάκη μού προκάλεσε τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον. Και δεν μιλώ μόνο για ερωτική διάθεση που εξαντλείται στον εαυτό της, αλλά για ερωτική διάθεση χωρίς ίχνος ναρκισσισμού με κύριο στόχο να υπονομεύσει και να απομυθοποιήσει την εξουσία. Και την απομυθοποιεί μ’ έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο: καταφεύγοντας στο μύθο. Έναν ερωτικό μύθο με πανάρχαιες ελληνικές ρίζες, που ξεκινά από το μινωικό πολιτισμό και καταλήγει στις μέρες μας, επιμένοντας να μυθοποιεί όσα οι πολλοί προσπερνούν.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.8.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Καταφεύγει στην ελληνική παράδοση —που είναι οι μύθοι και η ιστορία μας— για να υποστηρίξει καταστάσεις ερωτικά αυτονόητες, που ο σύγχρονος πολιτισμός μας ενοχοποιώντας τες κατάφερε να τις κάνει δύσκολες και απαγορευμένες. Ο Λιοντάκης τούς ξαναδίνει την αρχική τους αθωότητα και πορεύεται σύμφωνα με τη φύση που δεν μεροληπτεί και δεν διαχωρίζει. Με τα ποιήματά του μας κάνει να πιστεύουμε πως μια καινούργια αθωότητα ανατέλλει («Στη διαδοχή του κάλλους / το θέαμα και την τοιχογραφία ξεπερνούσε. / Τα ευρήματα θα κατατρόπωναν τους αλαζόνες / και στης χειροδικίας το επιχείρημα / λόγος από το μύθο δανεισμένος θ’ απαντούσε / μορφή χαρίζοντας στην τρυφερότητα / στους είρωνες θα επέστρεφε την άγνοια. / Το δόγμα και την αίρεση / σε βλέμματα προγονικά θα ισορροπούσε»). Την ερωτική αυτή διάθεση ο ποιητής δεν διστάζει να την συμφιλιώσει ακόμη και με τον χριστιανισμό, βάζοντας τη βροχή να ζωγραφίζει ένα ρόδο, το κυρίαρχο σύμβολο του έρωτα, στο κλίτος μιας βασιλικής, γεγονός που μας προκαλεί συγκίνηση, αν σκεφτούμε ότι ο ελληνικός και ο χριστιανικός πολιτισμός για πολλά χρόνια ήταν αποκλειστικό προνόμιο της εξουσίας μόνο.

Αυτό που μας συγκίνησε σε μια παλιότερη ποίηση, το ξανασυναντούμε στον «Ροδώνα με τους χωροφύλακες» σε άλλες διαστάσεις και αποχρώσεις. Εμπλουτισμένο με σύγχρονα βιώματα, πιο υπαινικτικό, πιο έμμεσο, όχι από φόβο, αλλά από αντίδραση στη διάχυτη φλυαρία των ημερών μας που πολλοί καλλιεργούν νομίζοντας ότι είναι τολμηροί, επειδή τα λένε όλα. Αμεσότητα υπάρχει, αλλά ο ποιητής την μεταμορφώνει διαρκώς για να μπορέσει ν’ αντέξει στο χρόνο. Μια κατακτημένη γνώση του ελληνικού πολιτισμού ζωογονεί το ερωτικό παρόν, γεγονός που προσφέρει στην ποίηση δύο πλεονεκτήματα: να ξεφύγει από το φόρτο της διανόησης και να κάνει το επίκαιρο ν’ αποβάλει τη μιζέρια του. Στα ποιήματα, ή μάλλον στο ένα και μοναδικό μεγάλο ποίημα, υπάρχει πλοκή και δράση (πράγμα που συγκινεί και διευκολύνει τον αναγνώστη). Και όλα αυτά με σκηνικό ένα αντιρεαλιστικό ελληνικό τοπίο, που καταφεύγει ο ποιητής για να σωθεί και να σώσει όσους ενδεχομένως το θελήσουν.