Για λίγους στοχαστές έννοιες από το δικό τους θεωρητικό λεξιλόγιο έχουν γίνει τμήμα του τρόπου με τον οποίο περιγράφουμε καταστάσεις σε καθημερινή βάση. Ταυτόχρονα, λίγων στοχαστών το έργο «παρατίθεται» τόσο συχνά χωρίς σχέση με αυτό που όντως έγραψαν. Αυτή η εκρηκτική αντίφαση συμπυκνώνει τη σχέση που έχουμε με το έργο του Αντόνιο Γκράμσι. Από τη μια, έννοιες όπως η ηγεμονία είναι πια τμήμα του λεξιλογίου όχι απλώς της θεωρίας, αλλά και της πολιτικής και της δημοσιογραφίας. Από την άλλη, το ίδιο το έργο του Γκράμσι σε πολύ μικρό βαθμό προσεγγίζεται με το βάθος που του αναλογεί.

Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες είναι σε εξέλιξη μια σημαντική προσπάθεια να διαβαστεί όντως ο Γκράμσι. Αφετηρία η εμφάνιση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 της «Κριτικής Έκδοσης» των «Τετραδίων της Φυλακής», σε επιμέλεια του Βαλεντίνο Τζερατάνα, μια τεράστιας σημασίας εκδοτική κίνηση, που τα τελευταία χρόνια συμπληρώνεται από την «Εθνική Έκδοση» του συνόλου του έργου του Γκράμσι, από τα νεανικά έργα έως την πλήρη μορφή των Τετραδίων της Φυλακής και την επιστολογραφία. Αυτή η εκδοτική εργασία έχει πυροδοτήσει και μία αναγέννηση των γκραμσιανών σπουδών εντός και εκτός Ιταλίας.

Ένας από τους πρωταγωνιστές αυτής της αναγέννησης είναι ο Γκουίντο Λιγκουόρι, που διαδέχτηκε τον Τζόζεφ Μπούτιτζιτζ στην προεδρία της International Gramsci Society. Συγγραφέας του βιβλίου αναφοράς για τις διαφορετικές προσλήψεις και ερμηνείες του Γκράμσι στην Ιταλία (Gramsci contesο, 2012) και συντονιστής μαζί με τον Πασκουάλε Βότζα του μνημειώδους Dizionario Gramsciano (Γκραμσιανό Λεξικό), της πιο συνολικής προσπάθειες να αποτυπωθούν οι έννοιες που χρησιμοποιεί ο Γκράμσι, ο Λιγκουόρι ήδη από το 2006 με το βιβλίο του Sentieri Gramsciani (Γκραμσιανά μονοπάτια) είχε κάνει μια πολύ σημαντική συμβολή στη μελέτη των «Τετραδίων της Φυλακής». Τώρα επιστρέφει με τα Nuovi Sentieri Gramsciani (Νέα γκραμσιανά μονοπάτια) που κυκλοφόρησαν τον περασμένο Απρίλιο από τις εκδόσεις Bordeaux.

Ο Αντόνιο Γκράμσι, στη μέση, το 1924 στη Βιέννη

Ο Γκράμσι πριν τη φυλακή

Αυτή τη φορά ο Λιγκουόρι ασχολείται λιγότερο με τα Τετράδια της Φυλακής και περισσότερο με τον Γκράμσι πριν από τη σύλληψη και φυλάκισή του από το φασιστικό καθεστώς. Ασχολείται, δηλαδή, με τον Γκράμσι ως ενεργό στέλεχος πρώτα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και μετά του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, που αναμετριέται με τον αντίκτυπο της Ρωσικής Επανάσταση, την έκρηξη και ήττα του ιταλικού εργατικού κινήματος στην περίοδο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την άνοδο του φασισμού, τις αντιθέσεις της ιταλικής κοινωνίας αλλά και όλες τις οδύνες της συγκρότησης ενός κομμουνιστικού κόμματος που προσπαθούσε να χαράξει μια γραμμή ανάμεσα στον μεταρρυθμισμό που σφράγιζε το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τον διαρκή πειρασμό ενός υπερεπαναστατικού σεχταρισμού.

Ο Λιγκουόρι δουλεύοντας συστηματικά και αξιοποιώντας την εκδοτική δουλειά πάνω στο έργο του Γκράμσι, τις σημαντικές μελέτες που έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια καθώς και το αρχειακό υλικό, ανασυνθέτει τη διαρκή ωρίμανση ενός Γκράμσι που ξεκινάει με την περίφημη τοποθέτηση για την επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 ως «επανάσταση ενάντια στο “Κεφάλαιο”», που υπογράμμιζε την άρνηση κάθε μηχανιστικής εξελικτικιστικής αντίληψης, περνάει μέσα από την καταλυτική εμπειρία του κινήματος των εργατικών συμβουλίων και των κατειλημμένων εργοστασίων σε πόλεις όπως το Τορίνο, τη δύσκολη διαδικασία ρήξης με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, την επαφή με την κατάσταση στη Μόσχα και τις μεγάλες συζητήσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, συμπεριλαμβανομένης και μιας συζήτησης με τον ίδιο τον Λένιν και καταλήγει ακριβώς πριν την σύλληψη και φυλάκιση στην αναμέτρηση με το ζήτημα του Νότου.

Για τον Λιγκουόρι η σκέψη του Γκράμσι σταδιακά μετατοπίζεται σε μια επανάσταση ως προς τον τρόπο που πρέπει να στοχαζόμαστε την ίδια την έννοια της επανάστασης, εάν θέλουμε να λάβουμε υπόψη μας τη συνθετότητα των κοινωνιών του αναπτυγμένου καπιταλισμού, τις νέες μορφές μαζικής πολιτικής, τις ποικίλες μορφές αλληλοδιείσδυσης ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία των πολιτών. Αυτό δεν συνεπάγεται άρνηση του ίδιου του αιτήματος του ριζικού μετασχηματισμού, αλλά διαρκή αναζήτηση μιας μορφής δημοκρατίας που να μην έχει το χαρακτήρα της απλής κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης αλλά να αποτελεί όντως την αυτοκυβέρνηση των υποτελών τάξεων. Γι’ αυτό είναι καταλυτική για τον Γκράμσι η εμπειρία των εργατικών συμβουλίων και καταλήψεων εργοστασίων, που ο Λιγκουόρι ανασυγκροτεί με βάση τα γραπτά του Γκράμσι αλλά τη μεγάλη συζήτηση της εποχής για τα σοβιέτ και γενικότερα τη μορφή του «συμβουλίου».

Ο Λιγκουόρι στέκεται ιδιαίτερα στη συμμετοχή του Γκράμσι στις διεργασίες της δημιουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, με όλη την αντιφατικότητά τους, καθώς από τη μια υπήρχε η «υπεραριστερή» τοποθετήση του Αμαντεό Μπορντίγκα και από την άλλη η πίεση της ίδιας της Κομμουνιστικής Διεθνούς να κερδηθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Για τον Λιγκουόρι η σταδιακή ένταση της κριτικής του Γκράμσι σε αυτή τη διαδικασία δεν σημαίνει άρνηση της ανάγκης της ρήξης, αλλά συνειδητοποίηση του πώς αυτή έπρεπε να είχε με όρους που θα εξασφάλιζαν μεγαλύτερη επιρροή του νεοσύστατου κόμματος και ικανότητά να λειτουργεί όντως ως μια δύναμη ηγεμονική μεταξύ του συνόλου των υποτελών τάξεων της ιταλικής κοινωνίας.  Ακριβώς, τα ερωτήματα που αποτυπώνονται στις σημειώσεις του Γκράμσι στη φυλακη για τις υποτελείς τάξεις – με τον Λιγκουόρι να υπογραμμίζει την πολυσημία που διατηρεί αυτός ο όρος – όσο και πάνω στον Μακιαβέλι, ακριβώς ως αφετηρία του στοχασμού για τον σύγχρονο Ηγεμόνα, δηλαδή την εκδοχή εκείνη πολιτικής πρακτικής και οργάνωσης που μπορεί να καταστήσει τις υποτελείς τάξεις ηγέτιδες μιας διαδικασίας συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού

 

Ο καθηγητής Γκούιντο Λιγκουόρι

Το ερώτημα της «μετάφρασης»

Η έρευνα του Λιγκουόρι δείχνει ότι το περίφημο ζήτημα της «μετάφρασης» της εμπειρίας της Ρωσικής Επανάστασης στις ιδιαίτερες ιταλικές συνθήκες δεν ήταν ποτέ απλώς και μόνο ζήτημα «αντιγραφής» ή εφαρμογής κάποιων προκατασκευασμένων κανόνων. Πολύ περισσότερο ήταν η ανάγκη πρωτότυπων απαντήσεων και νέων μορφών και πρακτικών που να επιτρέπουν μια ουσιωδώς και όχι μόνο διακηρυκτικά επαναστατική πολιτική στις ιδιαίτερες συνθήκες της «Δύσης».