Θα μπορούσε η βίαιη σάτιρα «Γεννημένοι δολοφόνοι» της δεκαετίας του ’90 να έχει γραφτεί σήμερα;
Το «Γεννημένοι Δολοφόνοι» αντικατοπτρίζει την πιο άθλια περίοδο των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, την άνοδο της σκανδαλοθηρικής δημοσιογραφίας και τα πιο αδίστακτα talk shows.
- Τέλος χρόνου για τις φορολογικές εκκρεμότητες - Τι πρέπει να πληρώσουν οι πολίτες τις επόμενες μέρες
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
- Πώς πέθανε στη Σύμη ο παρουσιαστής του BBC Μάικλ Μόσλεϊ - Απεφάνθη ο ιατροδικαστής
- Φέτος τα Χριστούγεννα σκέφτεστε να κάνετε δώρο έναν σκύλο – Πόσο καλή ιδέα είναι;
«Ποτέ δεν θα καταλάβεις, Γουέιν. Εσύ κι εγώ, δεν είμαστε καν το ίδιο είδος. Ήμουν εσύ, μετά εξελίχθηκα. Από εκεί που στέκεσαι, είσαι άντρας. Από εκεί που στέκομαι εγώ, είσαι πίθηκος. Δεν είσαι καν πίθηκος. Είσαι άνθρωπος των ΜΜΕ» λέει σε κάποιο σημείο της ταινίας «Γεννημένοι Δολοφόνοι» σε σκηνοθεσία Όλιβερ Στόουν, ο Mίκι, ο σκληροπυρηνικός άνδρας με τα γυαλία τύπου Τζον Λένον.
Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει στα γυρίσματα στο Νέο Μεξικό, όπου όλο το συνεργείο πήρε ψυχεδελικά μανιτάρια
Το κινηματογραφικό έπος, το οποίο καυτηριάζει τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης της εποχής, τα οποία αρέσκονταν στο να προβάλλουν τα πιο ειδεχθή εγκλήματα ώστε να μαζεύουν εκατομμύρια τηλεθεατές στους καναπέδες τους, μπροστά από τις τηλεοράσεις, ώστε να παρακολουθήσουν τον κατήφορο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ψεύτικες ειδήσεις, φαίνεται να μας ρίχνει κλεφτές ματιές, κοιτάζοντας μας πίσω από την κουρτίνα.
«Πάνω από το πτώμα μου»
«Είναι απεχθές. Είναι το προϊόν ενός σχιζοφρενικού σκηνοθέτη» είπε η σεναριογράφος Πιλάρ Μιρό σχολιάζοντας την ταινία «Γεννημένοι Δολοφόνοι». Όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα El Pais, η Μιρό ήταν μία από τους 3.000 ανθρώπους που είδαν την ταινία στο Velódromo de Anoeta κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, «την καλύτερη κινηματογραφική αίθουσα στον κόσμο» κατά τα λόγια του «σχιζοφρενή» σκηνοθέτη της ταινίας, Όλιβερ Στόουν.
Οι Κάννες την είχαν απορρίψει με την αιτιολογία ότι ήταν πολύ βίαιη. Η Βενετία από την αντίπερα όχθη, την υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες – οι διοργανωτές μάλιστα θέωρησαν ότι ήταν ισχυρή υποψηφιότητα για να κερδίσει τον Χρυσό Λέοντα.
Εκείνη δέχτηκε τον ρόλο, αλλά όταν ο σκηνοθέτης της είπε ότι κάθε φορά που η Μάλορι σκότωνε κάποιον, θα παιζόταν το τραγούδι της Me and a Gun (το οποίο αναφέρονταν στο βιασμό που είχε υποστεί η τραγουδίστρια), η Άμος τον χαστούκισε και αποχώρησε
Τελικά, αρκέστηκε στο βραβείο της κριτικής επιτροπής. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Στόουν, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, ο συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα είχε φωνάξει ότι θα της έδιναν το μεγάλο βραβείο μόνο «πάνω από το πτώμα του».
Αυτό ήταν απλώς μια πρόγευση για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει: η οργή των μέσων ενημέρωσης, οι αγωγές και οι δολοφονίες, μια σειρά από περιστατικά που θα της χάριζαν τον τίτλο της πιο αμφιλεγόμενης ταινίας της δεκαετίας.
Η γοητεία της φρίκης
Το «Γεννημένοι δολοφόνοι», η ιστορία του Μίκι και της Μάλορι Νοξ, ενός ζευγαριού κατά συρροή δολοφόνων που σκόρπισε τον τρόμο, ενώ τα μέσα ενημέρωσης τους μετέτρεψαν σε διασημότητες, ξεκίνησε ως σενάριο από τον Κουέντιν Ταραντίνο, τότε σκηνοθέτη μιας μοναδικής, μεσαίου μήκους ταινίας που είχε περάσει σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητη.
Μη μπορώντας να το προωθήσει, ο Ταραντίνο πούλησε τα δικαιώματα για μόλις 10.000 δολάρια στους Τζέιν Χάμσερ και Ντον Μέρφι, δύο παραγωγούς τόσο έξυπνους όσο και άπειρους, και το σενάριο κατέληξε στα χέρια του Στοουν, ο οποίος έψαχνε για ένα πρότζεκτ μετά το αποτυχημένο Ουρανός και Γη (1993). Ο σκηνοθέτης του JFK, γοητεύτηκε από αυτό που στα χαρτιά ήταν «μια ταινία δράσης για την οποία ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ θα ήταν περήφανος».
Δεν φανταζόταν τότε ότι θα κατέληγε να ξαναγραφτεί σχεδόν ολοκληρωτικά για να ταιριάζει στο πνεύμα της εποχής των αρχών της δεκαετίας του 1990.
«Πρόκειται για την αποτύπωση εκείνης της φρικτής περιόδου, από το 1992 έως το 1994, όταν το ένα αιματηρό, εντυπωσιακό σκάνδαλο διαδεχόταν το άλλο», είπε, αναφερόμενος σε γεγονότα όπως οι αδελφοί Μενέντεζ, η αθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ Τόνια Χάρντινγκ, η Λορένα Μπόμπιτ ή η υπόθεση του Ο. Τζέι Σίμπσον.
Το «Γεννημένοι Δολοφόνοι» εστιάζει στη γοητεία που προκαλούν τα φρικιαστικά γεγονότα και στην ευθύνη των μέσων ενημέρωσης όταν τα αναφέρουν. Όταν ρωτήθηκε τι προκάλεσε αυτή την κατάσταση, ο Στόουν επισήμανε ότι τα δελτία ειδήσεων έγιναν κερδοφόροι χώροι και αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αποχαιρετήσουμε τη δεοντολογία και -γιατί όχι- και την αλήθεια.
«Προσέλαβε εκείνες!»
Ο Στόουν ήθελε τον Μάικλ Μάντσεν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά σύμφωνα με τον πρωταγωνιστή του «Reservoir Dogs», η Warner Bros έβαλε 20 εκατομμύρια δολάρια στο τραπέζι για τον Γούντι Χάρελσον, ο οποίος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής εκείνη την εποχή λόγω του ρόλου του ως καλοσυνάτου, αδιάφορου σερβιτόρου στο Cheers. Ο σκηνοθέτης συμφώνησε με ενθουσιασμό: «Νόμιζα ότι ήταν κάπως ψυχοπαθής. Γι’ αυτό μου άρεσε. Είχε γαλάζια, κενά μάτια».
Το κερασάκι στην τούρτα; Ο πατέρας του, ο Τσαρλς Χάρελσον, ήταν εκτελεστής που βρισκόταν στη φυλακή εκείνη την εποχή για τη δολοφονία ενός ομοσπονδιακού δικαστή.
Όσο για τον ρόλο της Μάλορι, τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Το γεγονός ότι ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης οδήγησε τον Στόουν να προσεγγίσει την τραγουδίστρια Τόρι Άμος, όπως αναφέρεται στη βιογραφία «All These Years». Εκείνη δέχτηκε τον ρόλο, αλλά όταν ο σκηνοθέτης της είπε ότι κάθε φορά που η Μάλορι σκότωνε κάποιον, θα παιζόταν το τραγούδι της Me and a Gun (το οποίο αναφέρονταν στο βιασμό που είχε υποστεί η τραγουδίστρια), η Άμος τον χαστούκισε και αποχώρησε.
Κατά τη διάρκεια της οντισιόν της, η Τζουλιέτ Λιούις, γνωρίζοντας ότι το κύριο γνώρισμα του ρόλου της ήταν ο απρόβλεπτος χαρακτήρας της, πήδηξε στο γραφείο του σκηνοθέτη, τον άρπαξε από το λαιμό και φώναξε: «Αν νομίζεις ότι κάποια από αυτές τις άλλες ηθοποιούς θα μπορούσε να σε δολοφονήσει με φυσικό τρόπο, όπως εγώ, τότε προσέλαβε εκείνες!». Ο ρόλος ήταν δικός της.
«Ήταν κόλαση»
Ο Στόουν προσέγγισε επίσης τον Τιμ Ροθ και τον Στιβ Μπουσέμι, οι οποίοι αρνήθηκαν να εμφανιστούν στην ταινία, αφού ο Ταραντίνο απείλησε ότι δεν θα τους δώσει ποτέ ξανά ρόλους στις ταινίες του.
Μετά την επιτυχία του «Reservoir Dogs», ο Ταραντίνο ήταν το νέο παιδί θαύμα του Χόλιγουντ και ήταν επίσης ο κύριος εχθρός της υλοποίησης του παλιού του σεναρίου. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, ο οποίος πάλευε με τον εθισμό, και ο Τόμι Λι Τζόουνς, ο οποίος, σύμφωνα με τον ίδιο, βασίστηκε για την υπερβολική ερμηνεία του αποκρουστικού διευθυντή Μακλάσκι στο έργο του Μολιέρου «Ο αστός κύριος», συμφώνησαν να συμμετάσχουν.
Ακόμα πιο παράξενη ήταν η εμφάνιση του Ρόντνεϊ Ντάνγκερφιλντ, ενός από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο ρόλο του βίαιου πατέρα της Μάλορι. Αδυνατώντας να καταλάβει γιατί ο αποκρουστικός χαρακτήρας του παρουσιάστηκε ως πρωταγωνιστής μιας κωμικής σειράς, απαίτησε να ξαναγραφούν όλες οι ατάκες του.
Τα γυρίσματα – τα οποία ξεκίνησαν την ίδια μέρα που η σύζυγος του Στόουν ζήτησε διαζύγιο, κάτι που ο ίδιος ο σκηνοθέτης παραδέχτηκε ότι επηρέασε το ύφος της ταινίας – είναι από τα πιο χαοτικά στην ιστορία. Η βίαιη τελική εξέγερση γυρίστηκε σε μια πραγματική φυλακή με επικίνδυνους κρατούμενους να παίζουν ως κομπάρσοι. Καθώς oι επαγγελματίες ηθοποιοί περπατούσαν μέσα στις υπόγειες στοές, ένιωθαν τα λύματα που διέρρεαν από τους σωλήνες να πέφτουν πάνω τους, ενώ το κρύο και η υγρασία προκάλεσαν στον Λιούις πνευμονία. Για να διατηρήσει την ένταση, στα διαλείμματα ο Στόουν έβαζε μουσική από τα ηχεία σε πλήρη ένταση. Σύμφωνα με την παραγωγό Τζέιν Χάμσερ, η συνεργασία με τον Στόουν «ήταν κόλαση».
«Είναι μανιακός», έγραψε στο Killer Instinct. «Το να είσαι μαζί του σε κάνει να αισθάνεσαι σαν να έχεις πάρει ναρκωτικά για μέρες». Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει στα γυρίσματα στο Νέο Μεξικό, όπου όλο το συνεργείο πήρε ψυχεδελικά μανιτάρια. «Το άγριο, ριψοκίνδυνο πνεύμα που είχε εμπνεύσει την ταινία είχε αρχίσει να μεταδίδεται στο καστ και το συνεργείο». Κατά τη διάρκεια της σκηνής όπου ο αστυνομικός που υποδύεται ο Σίζμορ προσπαθεί να επιτεθεί στον χαρακτήρα της Λιούις, εκείνη τον χτύπησε τόσο δυνατά που του έσπασε τη μύτη. Η κραυγή του ηθοποιού είναι αληθινή, αλλά ο Στόουν δεν την έκοψε και τα γυρίσματα συνεχίστηκαν.
«Δεν είχαμε επίγνωση»
Το «Γεννημένοι Δολοφόνοι» απλώς αντικατοπτρίζει την πιο άθλια περίοδο των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, την άνοδο της σκανδαλοθηρικής δημοσιογραφίας, την ασταμάτητη ειδησεογραφική κάλυψη και τα πιο αδίστακτα talk shows.
Το σοκ που προκάλεσε η ταινία επηρέασε επίσης τη χρήση της τοποθέτησης προϊόντων στις ταινίες. Τα στελέχη της Coca-Cola, που είχαν εγκαταλείψει με χαρά τη χαριτωμένη διαφήμιση της πολικής αρκούδας πιστεύοντας ότι θα εμφανιζόταν σε μια ακίνδυνη τηλεοπτική σκηνή, βρέθηκαν στην πρεμιέρα να την παρακολουθούν σε μια από τις πιο βίαιες σκηνές της ταινίας.
Προσπάθησαν να την κόψουν με όλα τα νόμιμα μέσα που διέθεταν, αλλά ήταν αδύνατο. Υπήρξε επίσης ένας λανθασμένος υπολογισμός: ίσως, δεδομένου του τίτλου της ταινίας, θα ήταν λογικό να ζητήσουν ορισμένες εγγυήσεις σχετικά με την τοποθέτηση του προϊόντος τους. «Ανησυχούμε για το γεγονός ότι η διαφημιστική μας καμπάνια χρησιμοποιείται με τρόπο που δεν ήταν στις προθέσεις μας και για τον οποίο δεν είχαμε επίγνωση», ανέφερε η εταιρεία σε ανακοίνωσή της μετά την πρεμιέρα.
Οι «μιμητές»
Η διαμάχη γύρω από την ταινία αναζωπυρώθηκε αφού ένα ζευγάρι εφήβων, η 19χρονη Σάρα Έντμοντσον και ο 18χρονος φίλος της, Μπέντζαμιν Τζέιμς Ντάρας, ταξίδεψαν από την Οκλαχόμα στο Τενεσί, αφού δολοφόνησαν έναν διευθυντή βαμβακοβιομηχανίας και άφησαν παράλυτο έναν υπάλληλο καταστήματος. Μετά τη σύλληψή τους, προέκυψε ότι είχαν πάρει LSD και είχαν παρακολουθήσει το «Γεννημένοι Δολοφόνοι».
Ο Τύπος έσπευσε να τους αποκαλέσει «μιμητές» των Μίκι και Μάλορι. Δεν ήταν οι μόνοι. Η θέαση της ταινίας αναφέρθηκε σε περισσότερα από 30 εγκλήματα. Οι πιο διαβόητοι μιμητές ήταν οι δολοφόνοι του Κολουμπάιν, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το «NBK» ως κωδική ονομασία για τα σχέδιά τους. Τα προβλήματα δεν περιορίζονταν μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες: στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Warner Bros σταμάτησε την κυκλοφορία της ταινίας σε βίντεο, αφού συνέπεσε με το μακελειό στο σχολείο Ντάνμπλεϊν. Δεν ήταν η πρώτη ταινία, αλλά ούτε και η τελευταία, που κατηγορήθηκε ότι ενέπνευσε δολοφονίες, ακολουθώντας τα χνάρια των ταινιών «Κουρδιστό Πορτοκάλι», «Ταξιτζής» και «The Matrix».
Οι αντιδράσεις προκάλεσαν την απαγόρευση της ταινίας στην Ιρλανδία και την καθυστέρηση της κυκλοφορίας της στη Γαλλία. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήρθε όταν ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Τζον Γκρίσαμ, συγγραφέας μυθιστορημάτων που έγιναν επιτυχίες στο Χόλιγουντ, όπως τα «Η φίρμα» και «Ο πελάτης» αποκάλυψε ότι ήταν φίλος του δολοφονημένου μάνατζερ και επιτέθηκε προσωπικά στον Στόουν.
«Θα χρειαστεί μόνο μια μεγάλη ετυμηγορία εναντίον ανθρώπων όπως ο Όλιβερ Στόουν, και η εταιρεία παραγωγής του, και ίσως ο σεναριογράφος, και το ίδιο το στούντιο, και τότε το πάρτι θα τελειώσει».
*Με πληροφορίες από: El Pais | Eva Güimil
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις