«Μείναμε Ευρώπη, αλλά δε γίναμε Ευρώπη». Η πατρότητα της φράσης ανήκει στον Αλέξη Τσίπρα και στο κείμενο-παρέμβασή του για τα 50 χρόνια από την μεταπολίτευση. Ταιριάζει πάντως γάντι με όσα βιώνουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και όσα θλιβερά καταγράφουν οι στατιστικές για το πραγματικό ύψος του μισθού και τις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα.

Το ότι η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ΕΕ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, είναι γνωστό, από τα τελευταία στοιχεία της Eurostat.

Αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό, αν και αναδείχθηκε και από την τελευταία έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα από τους συναδέλφους τους στην Λιθουανία και τη Ρουμανία, χώρες που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν στην τελευταία ταχύτητα της ΕΕ.

Το 45% με το ζόρι τα βγάζει πέρα

Συγκεκριμένα, όπως καταγράφει η έρευνα του Εurofound (Eυρωπαϊκό Iδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας), σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα (45%) με δυσκολία καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους με τον δεδομένο μισθό που λαμβάνουν.

Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και σχεδόν το διπλάσιο του μέσου όρου της Ένωσης που βρίσκεται στο 24,5%.

Αντίστοιχα στη Λιθουανία, μόνο το 14,1% των εργαζομένων δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα με τον μισθό τους, ποσοστό τρεις φορές χαμηλότερο από την Ελλάδα.

Αβεβαιότητα για το εισόδημα

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, την οποία επικαλείται το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 30,3% των εργαζομένων αδυνατεί να προβλέψει το ύψος του εισοδήματός του τους επόμενους τρεις μήνες.

Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (12,2%). Η μόνη χώρα που μας ξεπερνάει στο δείκτη αβεβαιότητας ως προς το εισόδημα είναι η Βουλγαρία, με 34,5%.

Η Ισπανία, που καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας στην Ε.Ε., στον δείκτη αβεβαιότητας των εργαζομένων ως προς το εισόδημά τους βρίσκεται στο 21,4%, δηλαδή αισθητά χαμηλότερα από την Ελλάδα.

Η Λιθουανία, ως προς τον δείκτη αβεβαιότητας του εισοδήματος για το επόμενο τρίμηνο, βρίσκεται στο 14,9%, δηλαδή κινείται κατά 49,7% χαμηλότερα από την Ελλάδα.

Η Ρουμανία μας έχει αφήσει μακράν πίσω

H Ρουμανία, που κατά το παρελθόν υπολειπόταν σημαντικά σε σχέση με την Ελλάδα, βρίσκεται πλέον σε αισθητά καλύτερη μοίρα ως προς τους δείκτες εισοδήματος.

Ο δείκτης δυσκολίας ανταπόκρισης των εργαζομένων στις οικονομικές τους υποχρεώσεις υπολογίστηκε στο 29,1%, δηλαδή 15,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον αντίστοιχο της Ελλάδας.

Επίσης, ο δείκτης αβεβαιότητας ως προς τον μισθό κατά το επόμενο τρίμηνο ήταν στο 26,4%, μικρότερος κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες από τον αντίστοιχο ελληνικό.

Μη ηθελημένη άτυπη απασχόληση

Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά και ως προς το σκέλος της μη ηθελημένης άτυπης απασχόλησης. Το 2023 η χώρα κατέγραψε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης (7,3%) στην Ευρώπη, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό είναι 17,8% στην Ε.Ε. και 20,6% στην Ευρωζώνη, δηλαδή υπερδιπλάσιο.

Όμως, σχεδόν οι μισοί από τους μερικά απασχολούμενους στην Ελλάδα (42,8%) δήλωσαν ότι επέλεξαν το συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας επειδή δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά με όρους πλήρους απασχόλησης.

Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο κατά 23,4 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (19,4%) και το πέμπτο υψηλότερο στο σύνολο της Ένωσης. Έτσι, ως προς το σύνολο των εργαζομένων, το ποσοστό των μη ηθελημένα μερικά απασχολούμενων διαμορφώθηκε το 2023 στο 3,1% στην Ελλάδα, τιμή που αποτελεί την όγδοη υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.

Το 30,3% των εργαζομένων στην Ελλάδα αδυνατεί να προβλέψει το ύψος του εισοδήματός του τους επόμενους τρεις μήνες – ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από το μέσο όρο της Ε.Ε.

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ σχετικά με τους εργαζόμενους που δουλεύουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην Ελλάδα το ποσοστό τους παρέμεινε σχετικά υψηλό (12,8%), μεγαλύτερο κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 8% που είναι ο μέσος όρος της Ευρώπης. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη θέση ανάμεσα σε 18 χώρες της Ε.Ε. για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

Αρκετά υψηλός είναι στην Ελλάδα και ο δείκτης εργασιακής ανασφάλειας. Το 31,8% απάντησε ότι το επόμενο τρίμηνο υπάρχει η πιθανότητα να χάσει την εργασία του. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 12,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος.

Δυσαρμονία εργασίας – οικογενειακής, κοινωνικής ζωής

α, οι πολλές ώρες απασχόλησης επηρεάζουν και άλλες προτεραιότητες της ζωής τους. Έτσι, το 30,3% εξ αυτών δηλώνει ότι το ωράριο εργασίας δεν εναρμονίζεται πολύ ή έστω αρκετά με τις οικογενειακές ή διάφορες άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις του.

Το 2023 το 58,2% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωσε ότι απασχολούνταν εκτός του τυπικού ωραρίου εργασίας (δηλαδή σε καθεστώς βαρδιών, ή με εργασία το απόγευμα, ή το βράδυ, ή κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου). Την ίδια στιγμή το ποσοστό στην Ε.Ε. για το ίδιο θέμα ήταν 33,9%, δηλαδή χαμηλότερο κατά 24,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Η έρευνα του Eurofound διενεργήθηκε το 2021. Τα αποτελέσματά της δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Οκτώβριο του 2023 και επικαιροποιήθηκαν το 2021