[…]

Ο Μίκης αποτελεί μια εντελώς ιδιόμορφη προσωπικότητα και δεν νομίζω ότι θα έπεφτα έξω αν έλεγα ότι μοιάζει πολύ με ένα είδος μουσικού… Αμλέτου της εποχής μας. Είναι, δηλαδή, ένας συμπαθέστατος στοχαστής —έστω κι’ αν δεν περιόρισε την δραστηριότητά του μόνο στον στοχασμό— που από την μια μεριά βλέπει ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανίας» και θέλει να το διορθώση και από την άλλη πλημμυρίζεται από μουσικούς φθόγγους, που ασφυκτιούν στην ψυχή του και θέλουν να εκδηλωθούν, ωθώντας τον προς τους μαγευτικούς λειμώνες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τούτη η αντιθετική σύνθεση της δισυπόστατης προσωπικότητάς του αποτελεί και το δράμα του, καθώς του προβάλλει το κλασικό ερώτημα, που πήρε τώρα, όπως φαίνεται, την οξύτερη διατύπωσή του: «Να ζη κανένας… στην Ελλάδα ή να μη ζη;»


«ΤΑ ΝΕΑ», 7.10.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το να ζη κανένας στην Ελλάδα είναι, βέβαια, ευχάριστο γιατί, στο κάτω-κάτω, έχει και την «σκιά» του στρατιωτικού νόμου, που τον παρακολουθεί και τον βοηθά να είναι καλό παιδί και να μην κάνη αταξίες, όπως, έξαφνα, όλοι εμείς, που έχουμε τον ευεργετικό αυτόν συμπαραστάτη.


«ΤΑ ΝΕΑ», 7.10.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εφ’ όσον, λοιπόν, το πάρη απόφαση ο Μίκης ότι θα είναι καλό παιδί και θα παραιτηθή απ’ την επιθυμία του να διορθώση το βασίλειο της Δανίας, θα τα βρη εδώ, υποθέτω, όλα καλά και θα μπορέση, επί τέλους, άνετα να εκδηλώση την άλλη του φύση, την καλλιτεχνική δραστηριότητά του. Εκείνη ακριβώς που τόσο έλειψε και μας λείπει απ’ την Ελλάδα, ο αέρας της οποίας είναι ακόμα γεμάτος απ’ τις αναμνήσεις των αξέχαστων μελωδιών του.


Γιατί ο Θεοδωράκης είναι ένα πολύτιμο, ένα ανεκτίμητο μουσικό ταλέντο, που χάρισε ο καλός Θεός στον τόπο μας, που μαζί με τον ισάξιο Μάνο Χατζιδάκι στάθηκαν οι δυο αξεπέραστοι δημιουργοί, για τους οποίους δίκαια μπορεί να υπερηφανεύεται ο τόπος μας. Τον θαυμάσιο Μάνο Χατζιδάκι τον πήρε η δίνη της διεθνούς του επιτυχίας και τον στερήθηκε επί πολύ καιρό ο τόπος μας, αλλά, τουλάχιστο τώρα, είναι εδώ κι’ ακούμε και τους δίσκους του. Ενώ τους δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη τούς έχουμε κλεισμένους ή κλείνουμε τα παράθυρά μας όταν θέλουμε να τους χαρούμε.

Είχα προσωπική γνωριμία και φιλία με τον Μίκη Θεοδωράκη —οι ιδεολογίες μας συνέκλιναν σε μερικά, αλλά από ένα σημείο και πέρα ήσαν άντικρυς αντίθετες και ριζικά διαφορετικές— κι’ η βασική μου παρατήρηση αφορούσε πάντα την πολιτική δραστηριότητά του.


— Τι την θέλεις την έρμη την πολιτική, αγαπητέ μου; Εσύ είσαι μια αστείρευτη και γάργαρη μουσική πηγή, όπου ξεδιψά ο λαός μας, αυτός ο τυραννισμένος λαός που τόσο αγαπάς. Γιατί δεν αφοσιώνεσαι ολότελα στην καλλιτεχνική σου δημιουργία, για να χαιρώμαστε τα έργα σου, χωρίς αυτές τις πολιτικές σου εκτροπές, που κάνουν τόσους και τόσους ν’ αποστρέφουν το πρόσωπό τους από σένα; Πολιτικοί και αγωνιστές ιδεολογιών υπάρχουν άπειροι. Εσύ είσαι ένας! Γιατί χαραμίζεις τον εαυτό σου; Δεν σου φτάνει η φήμη σου τού δημοφιλέστερου μουσικοσυνθέτη; Δεν σου φτάνει τόση δόξα;

Χαμογελούσε πάντα ο Θεοδωράκης:

— Δεν πρόκειται για δόξα. Είναι χρέος!


Αυτό που θεωρούσε χρέος του ο Μίκης έβγαινε από μια πικρή του εμπειρία, όχι μόνο προσωπική, αλλά και των ομοϊδεατών του, που συνέπασχαν μαζί του — ήταν κάτι το πολύ δραματικό που δεν μπορούσε να το ξεπεράση. Κι’ έτσι αντί να παρατήση τον πολιτικό αγώνα, έμπλεκε όλο και περισσότερο στα γρανάζια του, μέχρι του σημείου ν’ αναδειχτή σε σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα, εκείνους τους καιρούς, πράγμα που του δημιούργησε, εν συνεχεία, τις γνωστές του περιπέτειες.


Να έχη απογοητευθή από αυτού του είδους την δραστηριότητά του ο Μίκης; Πολλά σημάδια το δείχνουν, τους τελευταίους καιρούς. Μακάρι να είναι αλήθεια τα όσα γράφονται αυτές τις μέρες. Άσχετα με όλα τ’ άλλα, η Ελλάδα ζητά τον Θεοδωράκη.

*Άρθρο του χαρισματικού χρονογράφου Δημήτρη Ψαθά, που έφερε τον τίτλο «Ο Μίκης» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Σάββατο 7 Οκτωβρίου 1972. Τις ημέρες εκείνες είχε προβληθεί έντονα από τον ελληνικό Τύπο η εκπεφρασθείσα σε πρωινή εφημερίδα επιθυμία του Θεοδωράκη να επιστρέψει στην Ελλάδα, στην πατρίδα που βρισκόταν κάτω από το ζυγό της απριλιανής δικτατορίας.


Το συναρπαστικό ταξίδι της ζωής του Μίκη, του μεγίστου των μουσουργών, ξεκίνησε στις 29 Ιουλίου 1925 και ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.