Η Έντνα Ο’Μπράιαν εξερευνούσε τις σκοτεινές ζωές των τραγικών γυναικών της
Η Έντνα Ο'Μπράιαν, η πρωτοπόρα Ιρλανδή συγγραφέας, έγραφε για νεαρές γυναίκες που αγωνίζονταν για την ευτυχία και την ελευθερία σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.
Πριν από την Έντνα Ο’Μπράιαν, οι γυναίκες συγγραφείς της Ιρλανδίας έτειναν να προέρχονται από τα «πλούσια σπίτια» ή να απολαμβάνουν το είδος των προνομίων που καθιστούσαν εφικτή τη συγγραφική ζωή.
Σε γενικές γραμμές, τα βιβλία τους ασχολούνταν με θέματα αριστοκρατίας και ακολουθούσαν πιστά τα υπάρχοντα είδη και τις υπάρχουσες αφηγηματικές μορφές.
Η κακή φήμη
Όταν εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημα της O’ Μπράιαν, «The Country Girls», το 1960, όλα αυτά άλλαξαν. Όπως παρατήρησε ο φίλος και ομότεχνος της Φίλιπ Ροθ: «Ενώ ο Τζόις, στο «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία», ήταν ο πρώτος Ιρλανδός Καθολικός που έκανε την εμπειρία και το περιβάλλον του ευδιάκριτα, «ο κόσμος της Νόρα Μπάρνακλ» έπρεπε να περιμένει τη μυθοπλασία της Έντνα Ο’ Μπράιαν».
Η υποδοχή της στην Ιρλανδία ήταν σε μεγάλο βαθμό εχθρική λόγω της ειλικρινούς απεικόνισης της γυναικείας σεξουαλικότητας και επιθυμίας στο βιβλίο. Καταγγέλθηκε ως «δυσφήμιση της ιρλανδικής γυναικείας φύσης» και απαγορεύτηκε, όπως και πολλά επόμενα βιβλία. Η κακή φήμη αγκάλιαζε σχεδόν ασφυκτικά την Έντνα Ο’Μπράιαν και μερικές φορές λειτούργησε εις βάρος της φήμης της, ως σοβαρής και αφοσιωμένης συγγραφέως.
Για δεκαετίες, το όνομά της λειτουργούσε ως συνώνυμο της παραβατικότητας και της ανατροπής, ιδίως για τις γυναίκες.
Εκτός από μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, η O’ Μπράιαν δημιούργησε πολλά θεατρικά έργα, απομνημονεύματα, παιδικά βιβλία και μια συλλογή ποιημάτων. Οι σε μεγάλο βαθμό πρωτοπρόσωπες, γραμμικές αφηγήσεις των πρώτων μυθιστορημάτων της εξελίχθηκαν σε ένα συνειδητά πειραματικό ύφος στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
«Η Μπάρμπαρα Κάρτλαντ του δημοκρατισμού»
Όπως και ο Τζέιμς Τζόις -τον οποίο η Ο’Μπράιαν λάτρευε- κατάλαβε πώς ο ρυθμός και η σύνταξη της αγγλικής γλώσσας, όπως μιλιέται στην Ιρλανδία, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να απελευθερώσουν την αφήγηση από την παρόρμηση και, μεταξύ άλλων, να δώσουν φωνή στη γυναικεία ύπαρξη.
Το 1983, η συγγραφέας και δημοσιογράφος Nuala O’Faolain έγραψε: «Η Έντνα Ο’Μπράιαν (…) δεν οφείλει τίποτα σε κανέναν προκάτοχο ή σε καμία παράδοση. Είναι μια συγγραφέας με ένα θέμα, τις γυναίκες που αγαπούν και υποφέρουν».
Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, η Ο’Μπράιαν διεύρυνε συνειδητά το φάσμα του λογοτεχνικού της κόσμου με μια σειρά βιβλίων που αφορούσαν τις τεράστιες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που σάρωναν την Ιρλανδία, θέματα που αγνοούνταν σε μεγάλο βαθμό από άλλους Ιρλανδούς συγγραφείς.
View this post on InstagramA post shared by National Gallery of Ireland (@nationalgalleryofireland)
Το πρώτο από αυτά, House of Splendid Isolation (1994), καταπιάστηκε με τις ταραχές διαμέσου της σχέσης μεταξύ ένος φυγά – ο οποίος συμμετείχε στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό-, του McGreevy (ο χαρακτήρας βασίστηκε στον Dominic McGlinchey, από τον οποίο πήρε συνέντευξη στη φυλακή του Portlaoise), και μιας ηλικιωμένης γυναίκας, της Josie, την οποία παίρνει όμηρο.
Την ίδια χρονιά, πήρε συνέντευξη από τον Gerry Adams για τους New York Times και το 1995 δημοσίευσε ανοιχτή επιστολή στον Independent, με την οποία καλούσε τον τότε ηγέτη του Εργατικού Κόμματος, Tony Blair, να ανοίξει διάλογο με τους Δημοκρατικούς.
Στην Ιρλανδία και την Αγγλία, η συμμετοχή της Ο’Μπράιαν στην πολιτική σκηνή και η αισθητή συμπάθειά της προς το δημοκρατικό ιρλανδικό κίνημα οδήγησαν σε εκτεταμένες επικρίσεις – στον Guardian ο Έντουαρντ Πιρς την περιέγραψε ως «την Μπάρμπαρα Κάρτλαντ του δημοκρατισμού».
«Εισβολή στη θλίψη άλλων ανθρώπων»
Στα επόμενα βιβλία της, η O’Μπράιαν επινόησε διχαστικά γεγονότα που μια ολοένα και πιο ευημερούσα Ιρλανδία αγνοούσε. Η πραγματική ιστορία ενός 14χρονου θύματος βιασμού που είχε εμποδιστεί, βάσει νόμου, να φύγει από την Ιρλανδία για να κάνει έκτρωση έγινε το Down By the River (1996). Σε γενικές γραμμές, τα βιβλία αυτά έλαβαν κακές κριτικές στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Πολλοί από τους αυστηρότερους επικριτές της Ο’Μπράιαν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που έβρισκαν προσβλητική την παρέμβασή της στην πολιτική και την κατηγορούσαν συστηματικά ότι δεν είχε επαφή με τη σύγχρονη Ιρλανδία.
Το βιβλίο της του 2002, In the Forest, βασίστηκε σε μια περιβόητη τριπλή δολοφονία στην κομητεία Clare. Ο φανταστικός δολοφόνος της O’Μπράιαν, ο O’Kane, κατρακυλά στην τρέλα και τη βία μέσω μιας ζωής αποκλεισμού και κακοποίησης. Γράφοντας για το μυθιστόρημα στους Irish Times, ο Fintan O’Toole ζωγράφισε τα πραγματικά γεγονότα ως πέραν της ανθρώπινης κατανόησης, ενώ ταυτόχρονα κατακεραύνωσε την O’ Μπράιαν: «…(τα γεγονότα) δεν είχαν και δεν έχουν κανένα νόημα για το κοινό … απλά δεν υπάρχει καμία καλλιτεχνική ανάγκη για μια τόσο στενή εισβολή στη θλίψη άλλων ανθρώπων».
Υπάρχει μια ειρωνεία εδώ: η Ιρλανδία που είχε σκανδαλιστεί από τα καμώματα του Baba και της Kate στο The Country Girls ήταν ακόμη ανίκανη να αντιμετωπίσει την φτώχεια, την πατριαρχία, και τη βία που κυριαρχούσαν επί δεκαετίες στα εδάφη της.
Φεμινισμός
Αν και η επαγγελματική καριέρα της Ο’Μπράιαν είχε κοινά σημεία με τις αρχές του φεμινισμού, διατηρούσε μια αμήχανη σχέση με το κίνημα. Η ανεξαρτησία της αποτέλεσε ένα πρώιμο παράδειγμα για όσες αναζητούσαν ισότητα με τους άνδρες, αλλά πολλοί δεν ένιωθαν άνετα με την επικέντρωση στον έρωτα στα πρώτα της βιβλία και με το γεγονός ότι πολλοί από τους γυναικείους χαρακτήρες της μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως θύματα.
Η Ο’Μπράιαν αναφερόταν τακτικά ως «η Κολέτ από την Ιρλανδία». Ήταν δύσκολο να συμβαδίσει μια δήλωση όπως «Έχω εμμονή με την αγάπη, με την ανάγκη της και τη σχεδόν αδυναμία της…» με την ώθηση του πρώιμου φεμινισμού για ανεξαρτησία και ακτιβισμό. Ούτως ή άλλως, ο αυτοσκοπός της συγγραφέως δεν ήταν γυναίκες πρωταγωνίστριες της να αποτελέσουν πρότυπα.
Το εξαιρετικό διήγημα The Love Object (1968) προσφέρει ίσως μια βαθύτερη εικόνα των πραγματικών κινήτρων της. Μια παθιασμένη σχέση μεταξύ μιας εκφωνήτριας της τηλεόρασης, της Martha, και ενός «διάσημου», ευτυχισμένου παντρεμένου, δικηγόρου τελειώνει άσχημα και η Martha καταλήγει να έχει αυτοκτονικές τάσεις. Καθώς σιγά-σιγά, σταδιακά αναρρώνει από τη σχέση, ανακαλύπτει ότι ερωτεύεται τη μνήμη του εραστή βαθύτερα από ποτέ όσο ήταν διαθέσιμος σε αυτήν. Η ιστορία τελειώνει με αυτές τις γραμμές: «Υποθέτω ότι αναρωτιέσαι γιατί βασανίζω τον εαυτό μου με λεπτομέρειες της παρουσίας του, αλλά το χρειάζομαι, δεν μπορώ να τον αφήσω τώρα, γιατί αν το έκανα, όλη η ευτυχία μας και ο μετέπειτα πόνος μου -δεν μπορώ να εγγυηθώ για τον δικό του- θα ήταν όλα ένα τίποτα, και το τίποτα είναι ένα φοβερό πράγμα για να κρέμεσαι από αυτό». Περισσότερο Μαρσέλ Προυστ παρά Κολέτ.
*Mε πληροφορίες από: Guardian / NYT
- Στη φυλακή ο 19χρονος που σκότωσε το 5χρονο παιδί στο Μαρκόπουλο
- Τασούλας για εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ: Είναι στενάχωρο, πρώτη φορά δεν ισχύει η ψήφος του εκλογικού σώματος
- Πλατεία Εξαρχείων: Ξηλώνονται οι παράνομες λαμαρίνες του Μετρό μετά από δικαστική απόφαση
- Τα κοστούμια της ταινίας «Wicked» – Το νέο υλικό των παραμυθιών
- Παναθηναϊκός: Στην τελική ευθεία για Παναιτωλικό – Επέστρεψαν οι διεθνείς εκτός του Πελίστρι
- Νεκρός 30χρονος από ρίψη ρουκέτας στην πόλη Ναχαρίγια του Ισραήλ