Τίποτε δεν μοιάζει τόσο πολύ με ένα φιλμ του Μπέργκμαν όσο ένα άλλο φιλμ του Μπέργκμαν. Καμιά διακοπή, κανένα ολίσθημα. Οι ίδιοι σκοποί επιδιώκονται πάντα, στα ίδια καλούπια, κάτω από τον ίδιο ουρανό, με τα ίδια πρόσωπα.

Είναι σπάνια στον κινηματογράφο πιο τέλεια συνεκτικότητα, σαν ο δημιουργός, φοβούμενος ότι δεν τον καταλαβαίνουν, να καταπιάνεται πάλι και πάλι, αδιάκοπα, με τα προβλήματά του και τις αγωνίες του, αιώνια προσκολλημένος στα ίδια όνειρα, αιώνια παρακινούμενος από τα ίδια ερωτήματα.

Το «Περσόνα» είναι το εικοστό έκτο φιλμ του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν — και είναι το πρώτο του. Θέλω να πω, τα ερωτήματα που θέτει δεν έχουν αλλάξει. Πραγματεύεται πάντα τον θάνατο και τη ζωή, και αυτό το κενό, και αυτή την απουσία, και αυτή τη σιωπή, που βρίσκονται στο ίδιο το κέντρο του σύμπαντος, του δικού του σύμπαντος.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 25.8.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τα πρόσωπα του Μπέργκμαν, εδώ δύο γυναίκες αντιμέτωπες, μια ηθοποιός που σωπαίνει και μια νοσοκόμα που πασκίζει να διαρρήξει τη βουβαμάρα της άλλης, ώσπου οι δυο γυναίκες γίνονται μια, εισδύουν κατά κάποιον τρόπο η μια μέσα στην άλλη, ταυτίζονται, τα πρόσωπα του Μπέργκμαν ζουν σε μιαν ατμόσφαιρα σκαφάνδρου.

Αυτή η ατμόσφαιρα, με τους κανονισμούς, τους νόμους και το βάρος της — είναι οι κανονισμοί και οι νόμοι του μυστικού κόσμου του Μπέργκμαν. Αρκούν κάποιες λέξεις-κλειδιά για να τον περιηγηθούμε. Αυτές οι λέξεις ανοίγουν όλες τις πόρτες. Ας δοκιμάσουμε να φωτιστούμε.

Γυναίκες

Λένε, κι’ έχουν δίκιο, ότι ο Μπέργκμαν είναι ο κινηματογραφιστής των γυναικών. Ακριβέστερο θα ήταν να πούμε ότι θέλει στα έργα του η γυναίκα, η Εύα, να είναι κάτι περισσότερο από τον άντρα, ενοχλημένη, ταραγμένη, βασανισμένη κάποτε από τη σάρκα, που είναι αντικείμενο αποστροφής και μαζί σαγήνης.

Από εδώ και η εκλογή γυναικών, ή μάλλον «μέσων», πιο ευαίσθητων, πιο εύθραυστων, πιο συγχυσμένων, κι’ έτσι πιο ευάλωτων σε μια σωματική διαταραχή, που επαναφέρει το ανθρώπινο πλάσμα στα ένστικτά του τα πιο μύχια.


Ερωτισμός

Η σαρκική επαφή, αυτή που είναι πάντα παρούσα, που δεν απαλλάσσεται ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, από το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος. Ο Μπέργκμαν μεταφράζει πάντα σχεδόν τον ερωτισμό με όρους κλινικής παρατηρήσεως.

Σε μιαν εξομολογητική στιγμή του ο Μπέργκμαν είπε: «Η σεξουαλική πράξη είναι κατά το ενενήντα τοις εκατό αηδιαστική». Δεν βρισκόμαστε μακριά από εκείνο που ο Μπωντλαίρ ονόμασε: έρωτας-εγχείρηση. Και βρισκόμαστε οπωσδήποτε στο κέντρο της μάχης που ένας πουριτανός διεξάγει εναντίον της σάρκας του.

Όλες οι ηρωίδες του Μπέργκμαν, όταν τελειώνει ο έρωτας, και τελειώνει πολύ γρήγορα, απομένουν, και για πολύ, στην απελπισία και στην αηδία. Και είναι τόσο βαθιά αυτή η αηδία, ώστε το ίδιο το παιδί, γεννημένο από έναν τόσο ανάξιο και γελοίο έρωτα, να καταφρονιέται — όταν η γέννησή του δεν έχει προληφθεί.

Εντελώς σωματικό πάθος, οδηγεί στην καταστροφή, είναι το ίδιο το σημείο της καταστροφής, σαν η ηδονή να έχει διαβολική ουσία, και πρέπει αναγκαστικά να πληρώνεται, και σε υψηλή τιμή, όχι με την απελπισία, αλλά μ’ ένα είδος αποβλακώσεως, απ’ όπου είναι πια αδύνατο να ξεφύγει κανείς.


Ζευγάρι

Η δυσκολία τού να ζούμε ανά δύο και η ανάγκη τού να μην είναι κανείς μόνος: τα ζευγάρια του Μπέργκμαν αναζητούν τον συνδυασμό, το σημείο ισορροπίας που επιτρέπει στην τρυφερότητα να επιζήσει, που επιτρέπει την αποδοχή του άλλου.

Είτε το πραγματεύεται σε κωμωδία είτε σε δράμα είτε σε μελόδραμα, το πρόβλημα δεν λύνεται ποτέ οριστικά. Η ριζική απαισιοδοξία του Μπέργκμαν, που την αντιπαραθέτει στην ανάγκη τού να ζήσει κανείς, που κι’ αυτήν ωστόσο δεν παύει να την υπογραμμίζει, φέρνει τα πρόσωπά του, όσα κάποτε δραπετεύουν προς ρομαντικές αυταπάτες, στην αμφίβολη κατάσταση της αναμονής. Αλλά αναμονή τίνος; Του θανάτου ίσως. Για την ώρα αυτός ο άντρας κι’ αυτή η γυναίκα σπαράζονται. Δεν πρόκειται πάντως για σπαραγμό θανάσιμο. Είναι ο ευσεβής πόθος του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.

Ζωή

Στις «Αγριοφράουλες» ο Μπέργκμαν πραγματεύεται με τη μεγαλύτερη ευφυΐα και ευαισθησία, με μια εκπληκτική ενορατικότητα, το θέμα της ευπάθειας του βιωμένου χρόνου. Αλλά το θέμα αυτό συναντιέται σε όλα τα έργα του.

Το παρελθόν και το παρόν στέκονται αντιμέτωπα, με τρόπο σχεδόν σωματικό, κι’ αυτή η αντιπαράθεση γεννά μια πυρετική μελαγχολία, μια απελπισία που κατατρώγει, που ρίχνει άπλετο φως στην προσκαιρότητα της ζωής, όχι μόνο σε ό,τι σκληρό και παράλογο έχει, μα και στις ευτυχισμένες στιγμές της.

Ποτέ ο κινηματογράφος δεν προχώρησε τόσο βαθιά, ποτέ δεν παρουσίασε έτσι το ολίσθημα των ανθρώπων κατά το τέλος τους, και ταυτόχρονα την αδυσώπητη επανάληψη αυτού του ολισθήματος. Ο γέροντας στις «Αγριοφράουλες» περιφέρεται μέσα στην ταραχή που ο ίδιος ήταν στα νιάτα του. Όλοι οι ήρωες του Μπέργκμαν βαδίζουν μέσα σ’ ένα νεκρό κόσμο, τον κόσμο τους.


Ηθοποιοί

Είναι όμορφες, είναι σπουδαίες, τις θεωρούμε υγιείς, ευτυχισμένες. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Έτσι το θέλει ο Μπέργκμαν. Αυτό το υπέροχο πλάσμα είναι στο βάθος του κατασκαμμένο, στο βάθος του νου του και του σώματός του. Είναι γυναίκες που υποφέρουν μέσα στη σκοτοδίνη, που χάνονται.

Από την ενστικτώδη δύναμη και τον σαρκικό ενθουσιασμό της Μάι Μπριτ Νίλσον ως την Χάριετ Άντερσον, την Ίνγκριντ Τούλιν και την Μπίμπι Άντερσον, είναι τα ίδια πρόσωπα που η μηχανή λήψεως πιάνει στο δίχτυ της σαν πεταλούδες πάνω στον τοίχο, και τα εξερευνά εξονυχιστικά, με πάθος, ως τους πόρους του δέρματος, ως τις γωνιές των χειλιών που τρέμουν ανεπαίσθητα.

Ποτέ γυναίκες, ποτέ ηθοποιοί δεν γνώρισαν τέτοια πίεση. Δεν αγαπιούνται, μα αναγνωρίζονται, γίνονται αποδεκτές γι’ αυτά που είναι, ελεύθερα, μέσα στα βαθιά σαλέματα των ενστίκτων τους. Ειλικρινείς, τραχιές, τυραννισμένες. Με μια λέξη: αληθινές.


(Πηγή: «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 14.3.1969)

Θέατρο

Ξεχνάμε συχνά ότι ο Μπέργκμαν ανήκει στο Θέατρο. Του οφείλει μια κάποια μορφή δραματικής συγκροτήσεως. Του οφείλει προπαντός μια κάποια ψυχολογική συγγένεια πιο κοντινή προς τον Στρίντμπεργκ παρά προς τους εξπρεσιονιστές προγόνους του.

Αρκεί να διαβάσει κανείς τα σενάριά του: κατά κάποιον τρόπο στρέφονται πάντα προς τη σκηνή. Η αντίληψη για τον τύπο και τον χρόνο είναι σ’ αυτά ουσιαστικά θεατρική. Αυτό συμβαίνει και στη «Σιωπή» και στο «Περσόνα».

Θεός

Καλό είναι να θυμόμαστε ότι ο Μπέργκμαν, γιος ιερέα, είναι σημαδεμένος από τη θεμελιώδη προκατάληψη της Θρησκείας, δε λέω της Πίστεως, και ακριβέστερα από την ελπίδα σε κάτι που ίσως υπάρχει, που οφείλει να υπάρχει, και απ’ όπου περιμένουμε τα πάντα, και πάνω απ’ όλα μιαν εξήγηση.

Στο «Περσόνα» η Ελίζαμπεθ Βόγκλερ έχει πάψει να πιστεύει στα λόγια, στην τέχνη της, στην επικοινωνία. Όχι μόνο το θέατρο τής φαίνεται γελοίο, αλλά και η γλώσσα είναι η πρώτη βαθμίδα αυτής της ρήξεως. Σωπαίνει από τη στιγμή όπου ανακαλύπτει ότι ο λόγος είναι ψεύδος, ότι κάθε λέξη που εκστομίζεται δε σημαίνει πια τίποτε, όχι μόνο για τους άλλους, μα ούτε και για την ίδια.

Αλλά και ο Θεός επίσης σωπαίνει, και ίσως δεν ακούει. Αν υφίσταται ένας υπαρξιστικός κινηματογράφος, είναι σίγουρα τούτος, ο πιο κοντινός στην απελπισία του Κίρκεγκωρ, ο πιο τραγικός από οποιονδήποτε άλλο κινηματογράφο μέσα στη δική του απελπισία, επαναλαμβάνοντας το ερώτημα του Σαρτρ: «Γιατί λοιπόν τόσες υπάρξεις, αφού όλες μοιάζουν μεταξύ τους; Τόσες υπάρξεις ατελείς που επιμένουν να ξαναρχίζουν;» — επαναλαμβάνοντάς το επίμονα, σαν ένα παράπονο, με μια παράξενη τρυφερότητα, χαραγμένη από τον σαδισμό, με την εικόνα του, μέσα στη διαφάνειά του, να γίνεται ακόμη πιο σκληρή, πιο θανάσιμη.


Μοναξιά

Ένα από τα βασικά θέματα του Μπέργκμαν είναι εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «περιτείχιση», αυτή η παραδεγμένη μοναξιά, που μέσα της κανείς κρύβεται, φυλάγεται, δραπετεύει, ως την τρέλλα κάποτε, όπως αυτή της Κάριν στον «Σπασμένο καθρέφτη», της Ελίζαμπεθ στο «Περσόνα», της Έστερ στη «Σιωπή».

Αυτή η σαγήνη του εγκλεισμού, σαγήνη σχεδόν καθολική, δίνει στα έργα του Μπέργκμαν μια παράξενη δύναμη, σαν ο ήρωάς του να μη βγήκε ποτέ από το αρχικό ωάριο, σαν να μην μπόρεσε να σπάσει το κέλυφος, σαν να έμεινε, από τα παιδικά του χρόνια ως τα γηρατειά, δέσμιος των ονείρων του, ανήμπορος να αυτοκαθοριστεί και να αυτοανακαλυφθεί, σαν να ζει μια ζωή που δεν είναι παρά προέκταση της ζωής του εμβρύου.

Αραιή ατμόσφαιρα, που παρασύρει σ’ όλα τα παραληρήματα, τις σωματικές και ψυχικές διαταραχές, η δική μας ατμόσφαιρα, όχι εξωανθρώπινη, αλλά πολύ ανθρώπινη, χωρίς χριστιανικότητα και ακόμη χωρίς «πνευματικότητα», όπου τα πάντα κάνουν τη μορφή τους και τη θέση τους, κομματιάζονται, και μας παρατούν στην αιώνια μοναξιά μας, σαν ψάρια έξω από το νερό, που αργοπεθαίνουν.

Όνειρο

Ο Μπέργκμαν είναι ένας άνθρωπος που ονειρεύεται τα έργα του. Καθένα απ΄αυτά είναι με τον τρόπο του ένα μικρό ψυχόδραμα όπου ο δημιουργός ελευθερώνεται από τις αγωνίες και τα άγχη του, που ξεκινούν, καθώς λέει ο ίδιος, πολύ μακρύτερα από την παιδική ηλικία.

Εδώ οφείλεται η σημασία των σκηνών με όνειρα και φαντασιώσεις, με «φλου» και σπασμένες φόρμες, με όλα εκείνα τα πράγματα που βρίσκονται καταχωνιασμένα στα βάθη της ψυχής, σ’ ένα κλίμα όπου η πραγματικότητα καταλύεται αδιάκοπα αφήνοντάς μας αντιμέτωπους με τις πρωταρχικές παρορμήσεις, που είναι τις περισσότερες φορές ερωτικές και που ξεφεύγουν από τη συνείδηση.

Ο κόσμος του Μπέργκμαν είναι ένας ονειρικός κόσμος, σε ημιεγρήγορση, όπου ανακατεύονται τα όσα ζήσαμε με τα όσα ονειρευτήκαμε μέσα σε μια σαφή αταξία, αυτής της ιδιοφυΐας.


Συγγραφέας

Ο Μπέργκμαν γράφει μόνος του τα σενάριά του, ξέρει να στήσει έναν διάλογο, αιχμαλωτίζει τα φαντάσματά του. Είναι ένας συγγραφέας. Τα φιλμ του τού ανήκουν, είναι δικά του. Ούτε ένα τοπίο, ούτε μία χειρονομία, ούτε ένα βλέμμα χωρίς την υπογραφή του.

Προτού να αρέσει στους άλλους, έχει αρέσει στον εαυτό του. Κάθε έργο είναι ένας εξορκισμός. Ο Μπέργκμαν κυνηγά τους δαίμονές του κρατώντας μια μηχανή λήψεως. Αυτός ο γιος του ιερέα, ο γεννημένος στην Ουψάλα το 1918, μίλησε με τον διάβολο προτού να δοθεί στο θέατρο, όπου προετοιμάστηκε για τον κινηματογράφο.

Φορεί ένα περίεργο μπερέ, κι’ αυτό του δίνει κάτι που θυμίζει φιλμ από εκείνα που αγαπούσε ο Μούρναου, κι’ έχει αυτή την παράξενη ευγένεια που δίνει στους βαμπίρ τη γοητεία τους.

Το θέατρο είναι το επάγγελμά του, ο κινηματογράφος είναι η ευτυχία του — μια ευτυχία που δεν αφήνει τίποτε όρθιο.

*Κείμενο του γάλλου θεατρικού κριτικού Pierre Marcabru, που έφερε τον τίτλο «Ο μυστικός κόσμος του Μπέργκμαν» και είχε αναδημοσιευτεί μεταφρασμένο στον «Ταχυδρόμο» της 25ης Αυγούστου 1967.

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Ernst Ingmar Bergman), διακεκριμένος σουηδός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης θεάτρου και κινηματογράφου, αλλά και σεναριογράφος, γεννήθηκε στην πόλη Ουψάλα στις 14 Ιουλίου 1918 και απεβίωσε στις 30 Ιουλίου 2007.