Η 30 Ιουλίου 2024 δεν είναι μια μέρα που θα γραφτεί ακριβώς με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Και αυτό γιατί η απόφαση να τεθεί στο αρχείο η υπόθεση των υποκλοπών, ως προς τον πυρήνα της, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στη χρήση του παράνομου λογισμικού Predator και την ΕΥΠ, δεν έρχεται μόνο σε σύγκρουση με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» αλλά και προσπερνά ένα μεγάλο φάσμα πολύ πραγματικών ενδείξεων για την ανάμειξη κυβερνητικών και κρατικών παραγόντων στην υπόθεση αυτή.

Την ίδια ώρα σπεύδει ο Άρειος Πάγος με την ανακοίνωσή του να θεωρήσει περίπου φυσιολογικό ότι η ΕΥΠ μπορούσε να παρακολουθεί εν ενεργεία πολιτικούς με απλή επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας και χωρίς υποχρέωση επί της ουσίας αιτιολόγησης.

Το γεγονός ότι καταλήγει απλώς να μιλάει για σοβαρές ενδείξεις μόνο για τους ιδιώτες εκπροσώπους εταιρειών που εμπλέκονταν στην εμπορία του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού, δεν αποτελεί μια μερική αναγνώριση του ζητήματος αλλά παραπέρα εκ των πραγμάτων συμβολή σε κάτι που μόνο ως συγκάλυψη της υπόθεσης μπορεί να περιγραφεί.

Γιατί προφανώς δεν μπορεί κανείς εύκολα να δεχτεί ότι όλες αυτές οι παρακολουθήσεις ήταν απλώς το έργο κάποιων ιδιωτών, οι οποίοι μάλιστα θα διωχτούν σε βαθμό πλημμελήματος, καθώς η ανακοίνωση δεν μπαίνει καν στον κόπο να υποστηρίξει ότι υπήρχε κάποιο ευρύτερο ιδιωτικό κέντρο παρακολουθήσεων, μια ιδιωτική «μυστική υπηρεσία», κάτι που προφανώς θα απαιτούσε αναβάθμιση της ποινικής αντιμετώπισης. Απλώς υπάρχουν ενδείξεις ότι κάποιοι ιδιώτες διευκόλυναν τη χρήση παράνομου λογισμικού. Έτσι απλά, χωρίς κάποια εξήγηση. Ως εάν κάποιοι να έχουν χόμπι τη συλλογή γραμματοσήμων, κάποιοι τις υποκλοπές.

Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Το παράδοξο βεβαίως είναι ότι η ίδια η ανακοίνωση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου επικαλείται ως λόγο για την ποινική διερεύνηση των πράξεων των ιδιωτών το γεγονός ότι «οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.α, πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με  το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων «στόχων» και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής  ή όχι.». Βεβαίως, οι «εν λόγω εταιρείες» δεν εμπλέκονται σε άλλες χώρες ως «ιδιώτες», αλλά μέσα από τη χρήση του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού από κρατικές υπηρεσίες για την παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών αντιπάλων. Δηλαδή, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επικαλείται ως επιχείρημα για τη διερεύνηση μόνο των ιδιωτών εμπλεκόμενων το παράδειγμα άλλων χωρών, δηλαδή το παράδειγμα των κρατικών υπηρεσιών άλλων χωρών, αυτό που αρνείται κατηγορηματικά να παραδεχτεί για την ελληνική περίπτωση. Κοντολογίς, δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Όταν η Δικαιοσύνη δεν θέλει να δει τα στοιχεία που είναι μπροστά της

Την ίδια στιγμή η απόφαση αυτή αρνείται να δει τα στοιχεία που έχουν ήδη έρθει στο προσκήνιο.

Αυτό γίνεται καταρχάς μέσα από το διαβόητο πόρισμα των πραγματογνωμόνων που αποφάνθηκε ότι ήταν απλή «σύμπτωση» ότι ορισμένοι από τους στόχους του Predator προηγουμένως ή παραλλήλως ήταν στόχοι «νόμιμης επισύνδεσης» από την ΕΥΠ. Ένα «συμπέρασμα» στο οποίο φτάνουν με την πρωτοφανή στατιστική αλχημεία να μη συγκρίνουν πόσοι από τους στόχους του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού ήταν και σε παρακολούθηση από την ΕΥΠ, αλλά να συγκρίνει τους «κοινούς στόχους» με το σύνολο των νόμιμων επισυνδέσεων της ΕΥΠ, να παραβλέψει το ίδιο το γεγονός της ακολουθίας πρώτα νόμιμη επισύνδεση μετά προσπάθεια μόλυνσης και να καταλήξει στο «συμπέρασμα» ότι δεν προκύπτει κάποιο μοτίβο, ήτοι επαναλαμβανόμενη χρονική αλληλουχία ενεργειών, μεταξύ των Διατάξεων άρσης και των ενδεχόμενων επιμολύνσεων ή αποπειρών επιμόλυνσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσχέτιση των δύο. Δηλαδή, καταλήγει το συμπέρασμα ότι παρότι εξετάζει περιπτώσεις όπου το ίδιο πρόσωπο ήταν θύμα και νόμιμης και παράνομης υποκλοπής, αυτές δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους.

Αντιθέτως, η κοινή λογική θα έδειχνε ότι πολύ πιο αληθοφανές είναι το ενδεχόμενο σε ορισμένες περιπτώσεις παρακολουθήσεις που ξεκίνησαν από την ΕΥΠ κάποια στιγμή κρίθηκε προτιμότερο να γίνουν με το Predator που είχε δύο πλεονεκτήματα: Πρώτον, ήταν πιο αποτελεσματικό αφού μπορούσε να παρακάμπτει την κρυπτογράφηση των εφαρμογών επικοινωνίας τύπου whatsapp. Δεύτερον, ήταν σε μια «γκρίζα ζώνη» και άρα η χρήση του δεν θα άφηνε πίσω τα ίχνη (έγγραφα κ.λπ.) που εκ των πραγμάτων αφήνουν οι νόμιμες επισυνδέσεις.

Βεβαίως, να σημειώσουμε εδώ ότι η απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου θεωρεί ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στο ότι πολιτικοί, υπουργοί, δημοσιογράφοι, ανώτατοι αξιωματικοί, ακόμη και δικαστικοί παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Αντιθέτως, θεωρεί αυτές τις παρακολουθήσεις σύννομες: «Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων,  διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ.την απόφαση της 16/2/2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-349/21).»

Αντί να διερευνήσει ποιος και γιατί αποφάσισε να γίνουν αυτές οι παρακολουθήσεις – η Εισαγγελέας της ΕΥΠ ουσιαστικά απλώς εγκρίνει δεν επιλέγει προφανώς τους στόχους, αυτοί υποδεικνύονται από την ΕΥΠ –, εάν δηλαδή οι αποφάσεις ήταν της ΕΥΠ (οπότε έχουμε τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης μυστικής υπηρεσίας) ή την ευθύνη οι πολιτικοί της προϊστάμενοι, εν προκειμένω ο Πρωθυπουργός και το πρωθυπουργικό γραφείο (του οποίο στην επίμαχη περίοδο ηγείτο ως γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού ο Γρηγόρης Δημητριάδης), η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου «οχυρώνεται» πίσω από το «δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας». Δηλαδή, στη χώρα μας η Ανώτερη Εισαγγελική λειτουργός θεωρεί ότι είναι τμήμα μιας θεσμικής κανονικότητας να παρακολουθούνται δικαστικοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, χωρίς ειδική αιτιολόγηση, και με τη γενικόλογη επίκληση της εθνικής ασφάλειας. Δηλαδή, κατά την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ήταν θεσμικά δόκιμο και θεμιτό να θεωρούνται όλοι αυτοί ως δυνητικά τόσο επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια ώστε να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών τους και αυτό να μην αποτελεί καθεαυτό ένα τεράστιο θεσμικό ατόπημα.

Με απλά λόγια, όλες και όλοι μας κατά την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου είμαστε ανά πάσα στιγμή θεμιτοί στόχοι άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών μας, για λόγους «εθνικής ασφάλειας».

Ούτε βεβαίως στέκεται η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στο γεγονός της παρακολούθησης και δικαστικών, παρότι είναι προφανώς ότι αυτό εγείρει πολύ σοβαρά ερωτήματα, καθώς τέτοιες πρακτικής παρακολούθησης μπορούν να ερμηνευθούν και ως απόπειρες χειραγώγησης των δικαστικών λειτουργών. Δηλαδή, ακόμη και αυτή η εμφανής προσπάθεια παρέμβασης στη δικαιοσύνη προσπερνιέται ως κάτι το περίπου φυσιολογικό.

Από εκεί και πέρα, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προσπερνά όλο τον όγκο στοιχείων που έφεραν στο φως σημαντικές δημοσιογραφικές έρευνες τα προηγούμενα πάνω από δύο χρόνια και τα οποία δείχνουν ότι υπήρχαν σχέσεις ανάμεσα στις εταιρείες που εμπορεύονταν το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό και το ελληνικό δημόσιο, εν προκειμένω την ΕΥΠ ως αρμόδια υπηρεσία. Δηλαδή προσπερνά το γεγονός ότι μία τουλάχιστον εκ των εταιρειών, η Krikel, είχε συμβάσεις με το δημόσιο αλλά και όλα τα ζητήματα που εγείρονται ως προς τη συνεργασία της ΕΥΠ με την υπηρεσία κυβερνοασφάλειας της Βορείου Μακεδονίας δεδομένου ότι ήταν στη Βόρεια Μακεδονία όπου λειτουργούσε η εταιρεία Cytrox βασικό τμήμα της κοινοπραξίας Intellexa εμπορεύεται το Predator. Προσπερνά ακόμη όσα ήρθαν στο φως για το διαβόητο «Κέντρο Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας», που είχε χαρακτηριστεί ως «ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ». Όπως επίσης και προσπερνά όλα τα στοιχεία που συνδέουν πολιτικά πρόσωπα, επιχειρηματίες, το πρωθυπουργικό γραφείο και τη χρήση παράνομου λογισμικού.

«Καμία απολύτως εμπλοκή»;

Το βασικό συμπέρασμα της απόφασης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου είναι ότι «από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού.»

Το πρόβλημα με αυτή την εμμονή στο «καμία απολύτως εμπλοκή» (ούτε καν «δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία»), είναι πέραν όλων των άλλων ότι δεν προσφέρει μια επαρκή εξήγηση χωρίς να αντιπροτείνει μια πειστική εξήγηση για όσα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας. Δηλαδή, εάν δεν υπήρχε ένα κυβερνητικό κέντρο, ποιο ήταν το ιδιωτικό κέντρο που έκανε όλες αυτές τις παρακολουθήσεις; Ποιους πόρους είχε; Ποιον εξυπηρετούσε; Άλλους ιδιώτες; Ξένες Χώρες; Αντιθέτως, το μόνο που σπεύδει να υπογραμμίσει είναι ότι οι ιδιώτες θα εάν διωχθούν θα αντιμετωπίσουν κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος και μάλιστα με έμμεσο σχόλιο για την αλλαγή του ποινικού κώδικα το 2019. Ούτε καν μια αναφορά στο ενδεχόμενο όλοι αυτοί οι «ιδιώτες» να αντιμετωπιστούν ως εγκληματική οργάνωση, ως μια ιδιωτική επιχείρηση κατασκοπείας, που παρακολουθούσε κρατικούς λειτουργούς και ανώτατους αξιωματικούς;

Δηλαδή, αντί για τοποθέτηση για τη σοβαρότητα ακόμη και του ενδεχόμενου όλα αυτά να είναι υπόθεση ιδιωτών και την ανάγκη να αναζητηθούν ποιοι ήταν πίσω από αυτούς, ένα πολιτικό – επί της ουσίας… – σχόλιο.

Δηλαδή, υπάρχει μια σπουδή όχι να διερευνηθεί η υπόθεση, αλλά να «τεκμηριωθεί» απλώς το «καμιά εμπλοκή».

Δεν υπάρχουν «ορφανές» υποκλοπές χωρίς πολιτικές ευθύνες

Απαλλάσσοντας την ΕΥΠ και τους πολιτικούς προϊσταμένους της από κάθε ευθύνη και απλώς αναγνωρίζοντας κάποια ευθύνη σε ιδιώτες, ουσιαστικά η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έρχεται εκ του αποτελέσματος να ενισχύσει τη διάχυτη αίσθηση ότι ουσιαστικά μεθοδεύτηκε συγκάλυψη και όχι αποκάλυψη όλων των διαστάσεων της υπόθεσης. Γιατί είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν «ορφανές» υποκλοπές ή υποκλοπές ιδιωτικής «περιορισμένης ευθύνης». Και εάν δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι αυτό που έγινε ήταν μια μείζονος σημασίας ιδιωτική επιχείρηση παρακολούθησης, τότε το ερώτημα για το ενδεχόμενο όντως να υπάρχει πολιτική ευθύνη και μεθόδευση για αυτές τις παρακολουθήσεις επανέρχεται αμείλικτο.

Δηλαδή επανέρχεται αμείλικτο το ερώτημα εάν μέσα στο «επιτελικό κράτος» και τον στενό πυρήνα της διακυβέρνησης κάποιοι έκριναν ότι η ΕΥΠ μπορούσε να «εργαλειοποιηθεί» όχι απλώς για την άσκηση ενός ιδιότυπου «προληπτικού ελέγχου» αλλά κυρίως ως από μέσο απόκτησης πληροφοριών που τη κρίσιμη στιγμή θα λειτουργούσαν ως ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά ώστε ένα ευρύ φάσμα δρώντων να συμμορφώνονται πιο εύκολα. Και βεβαίως το συναφές ερώτημα εάν στο ίδιο πλαίσιο εκτιμήθηκε ότι μια μετάβαση από τις νόμιμες επισυνδέσεις στο κατασκοπευτικό λογισμικό θα ήταν πιο αποτελεσματική και πιθανώς με μεγαλύτερα περιθώρια εκ των υστέρων άρνησης.

Η κυβέρνηση, μέσα από δηλώσεις «κύκλων» της, αλλά και πρόσωπα που το όνομά τους ακούστηκε σε σχέση με αυτή την υπόθεση, όπως ο ανιψιός του πρωθυπουργού και μέχρι το 2022 γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, έσπευσαν να αντιμετωπίσουν την απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως δικαίωση της θέσης περί μη ανάμειξης που εξ αρχής είχαν.

Όμως, ο τρόπος που διατυπώνεται αυτή η απαλλακτική τοποθέτηση από τη μεριά της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, αφήνοντας τα περισσότερα ερωτήματα αναπάντητα, κάθε άλλο παρά «κλείνει» επί της ουσίας τη συζήτηση.

Και η σκιά από ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα υποκλοπών στην Ευρώπη παραμένει το ίδιο εάν όχι περισσότερο έντονη πάνω από τη συνολικότερη λειτουργία των θεσμών.