Στις 30 Ιουλίου 2012 απεβίωσε ο παιδαγωγός και φιλόλογος Χρίστος Τσολάκης, ομότιμος καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.

Ο Τσολάκης, γιος ενός δασκάλου και εγγονός ενός παπά, είχε γεννηθεί το 1935 στο χωριό της ορεινής Πιερίας Μόρνα (νυν Φωτεινά).

Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Κατερίνης, το 1952, ο Τσολάκης εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, από την οποία αποφοίτησε το 1957.

Στους δασκάλους του συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, ο Εμμανουήλ Κριαράς, ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ο Νικόλαος Ανδριώτης, ο Ιωάννης Κακριδής και ο Λίνος Πολίτης.

Ο Τσολάκης διετέλεσε επί μακρόν καθηγητής στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ.


Στην κρίσιμη περίοδο της γλωσσικής μεταρρύθμισης, τη δεκαετία του ’70, είχε ενεργό συμμετοχή στις επιτροπές του υπουργείου Παιδείας που σχεδίασαν και εφάρμοσαν τα νέα μέτρα για τη μέση εκπαίδευση, τα οποία αφορούσαν αφενός τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας και αφετέρου τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από μετάφραση.

Το 1977 ο Τσολάκης μετέβη στη Στοκχόλμη κατόπιν προσκλήσεως του σουηδικού υπουργείου Παιδείας. Εκεί, πέραν του διδακτικού έργου του σε παιδαγωγικές σχολές, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Κλασικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Lund και είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το εκπαιδευτικό σύστημα της σκανδιναβικής χώρας.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Τσολάκης αποτέλεσε μέλος της αποκληθείσης «επιτροπής Κριαρά» για τη ρύθμιση του μονοτονικού συστήματος της νεοελληνικής γλώσσας.

Επίσης, συμμετείχε στην επιτροπή συγγραφής διδακτικών βιβλίων για τη γλωσσική διδασκαλία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Ο Τσολάκης υπηρέτησε στο ΑΠΘ ως καθηγητής της Νεοελληνικής Γλώσσας.


Ασχολήθηκε με θέματα γλώσσας, διδασκαλίας της γλώσσας και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, δίνοντας πλήθος διαλέξεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ είχε τιμηθεί πολλές φορές από ελληνικά και ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα.

Υπήρξε ο ιδρυτής του Μουσείου Εκπαίδευσης στη Βέροια, ενώ το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με το Σύλλογο Αποφοίτων Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ «Φιλόλογος».

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 27 Αυγούστου 2000 υπήρχε ένα άρθρο του Χρίστου Τσολάκη, που έφερε τον τίτλο Γιατί απέτυχε η «μεταρρύθμιση» Αρσένη. Στο κείμενό του ο Τσολάκης εξέθετε τις γενικότερες απόψεις του για την κατάσταση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Σε αυτό διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:


[…] Και το ονομάζω πνευματοκτόνο (σ.σ. ο Τσολάκης αναφέρεται στο απάνθρωπο —κατά το δικό του και πάλι χαρακτηρισμό— εξετασιοκεντρικό σύστημα που είχε καθιερώσει τότε το υπουργείο Παιδείας), διότι έπληξε τόσο το πνεύμα της διδακτικής πράξης, την οποία εξόρισε από το σχολείο, όσο και τα πνεύματα των μαθητών. Χωρίς να σκεφθεί (;) ότι, όταν εξορίζεται η διδασκαλία από το σχολείο, εξορίζεται η παιδεία, το ύψιστο δηλαδή μορφωτικό αγαθό, το οποίο, ενώ δεν διδάσκεται («ρητόν ουδαμώς εστιν», Πλάτων), εντούτοις αναδύεται από τη διδασκαλία. Εξόρισε δηλαδή το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας από το σχολείο τη διαδικασία της μάθησης, κατά την οποία δάσκαλος και μαθητής «πραγματώνουν την ανώτερη φύση τους, την πνευματική τους ουσία». Και όταν η παιδεία, που αποτελεί την πεμπτουσία της εκπαίδευσης, αφανιστεί, τι μένει ύστερα; «Όταν», γράφει ο Σεφέρης παραφράζοντας τον Πλάτωνα, «γυμνώσει κανείς τα ποιήματα από τη μουσική και από τα χρώματα, μένουν σαν τα πρόσωπα που το άνθος της νιότης τους τα έχει εγκαταλείψει. Η μουσική και τα χρώματα είναι η ίδια η σάρκα των ποιημάτων, είναι ένα σώμα πλασμένο από την προ-λογική γλώσσα και να τα καταργήσει κανείς σημαίνει να σκοτώσει την τέχνη».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.8.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Την παιδεία, πάντως, του Λυκείου την έχουμε σκοτώσει. Και είναι τεράστιες οι ευθύνες οι πολιτικές και οι παιδαγωγικές. Το κόμμα που κυβερνάει οφείλει να αναλάβει τις δικές του, αφού, χωρίς ίσως να το αντιληφθεί, διολίσθησε σε πράξεις αντίθετες προς τα βασικά του «πιστεύω/credo». Τα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων τόσο του 1999 όσο και του 2000 μαρτυρούν ότι κατά τη μεταρρύθμιση αυτήν δοκιμάζονται οι μαθητικοί πληθυσμοί των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, διότι τη μεταρρυθμιστική κούρσα αυτού του είδους την κερδίζουν πρωτίστως «οι έχοντες και οι κατέχοντες». Είναι συμπτωματικό ότι κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα λύκεια των αγροτικών/εργατικών περιοχών; Άλλωστε η άποψη των υποστηρικτών του συστήματος ότι ξεκαθάρισε «η ήρα από το σιτάρι» προδίδει τη δική τους αδυναμία να κατανοήσουν βασικά προβλήματα παιδείας.

Να κατανοήσουν π.χ. ότι οι μαθητές δεν είναι ήρα και σιτάρι ή, αν επιμένουν στη συνυποδήλωσή τους, στην Εκπαίδευση δεν υπάρχει ήρα και σιτάρι. Υπάρχει μόνο σιτάρι περισσότερο ή λιγότερο γινωμένο. Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» μαθητές παρά στο βαθμό που εμείς τους φτιάχνουμε και τους ονομάζουμε έτσι. Υπάρχουν μαθητές που ευνοημένοι από κοινωνικές συγκυρίες βρήκαν το δρόμο τους νωρίτερα από άλλους, οι οποίοι, θύματα καθώς είναι συνήθως κοινωνικών ανισοτήτων, περιμένουν από την οργανωμένη εκπαίδευση/Πολιτεία βοήθεια για να τον βρουν.

Το ξέραμε, άλλωστε, και το ξέρουμε ότι τόσο στα λύκεια όσο και στις άλλες βαθμίδες της Εκπαίδευσης έχουμε μαθητές που έχουν ανάγκη από βοήθεια. Όπως ξέρουμε όσοι θητεύσαμε κάποιες δεκαετίες, και θητεύουμε, σ’ αυτήν πόσο άθλιες είναι οι σχολικές συνθήκες κάτω από τις οποίες «μορφώνονταν και μορφώνονται» τα παιδιά μας. Γι’ αυτό και επίμονα ζητούσαμε, και ζητούμε, μεταρρύθμιση. Την οραματιζόμασταν, για να υψώσουμε το μορφωτικό επίπεδο των «αδύνατων». Δεν την οραματιζόμασταν για να τους απορρίψουμε. […] Ο εν λόγω Νόμος, χωρίς να προσφέρει μορφωτικά αγαθά, αξιολογεί μια κατάσταση, άθλια βεβαίως κατάσταση, που κρατεί στα σχολεία. Την αξιολογεί αντί να τη βελτιώνει. Την αξιολογεί και επιβάλλει μεσαιωνικά επιτίμια. […]


Έλεγχος, έλεγχος, έλεγχος. Οι εκπαιδευτικοί μεταβάλλονται σε ράμπο και τα σχολεία σε ελεγκτήρια με απανωτά τα σώματα των ελεγκτών. Πυραμίδα που θα τη ζήλευε και η πιο έμπειρη δικτατορία της Λατινικής Αμερικής. Το ερώτημα, όμως, είναι πού θα θεμελιώσουμε την εκπαίδευσή μας, στον έλεγχο ή στη δημιουργία. Ένα ελεγκτικό σύστημα κάποια στιγμή καταρρέει και μαζί μ’ αυτό καταρρέει και το οικοδόμημα που θεμελιώθηκε πάνω του. Το ξέρουμε από την ιστορία· το είδαμε να συντελείται ακόμη μια φορά στις ημέρες μας με την κατάρρευση καθεστώτων και πολιτειών που υποχώρησαν σαν χάρτινοι πύργοι, γιατί βασίζονταν στον έλεγχο και στον αυταρχισμό και όχι στην παιδεία και τη δημιουργία.

[…]

Τα προβλήματα της Εκπαίδευσης και της παιδείας κατανοούνται μόνον όταν αντικρίζονται στην κοινωνική τους διάσταση. Δεν σύγκειται από στρώματα η ψυχή του παιδιού. Αποτελεί μιαν ενιαία και αδιαίρετη οντότητα, η οποία αρχίζει να πλάθεται από την ώρα της σύλληψης και της γέννησής του, για να μην πω ότι αρχίζει να πλάθεται από την ώρα της σύλληψης και της γέννησης των γεννητόρων του. Έτσι και η κάθε έκφραση αυτής της ψυχής κατά την αξιολόγηση ή όπου αλλού δεν κρίνεται σε μια χρονική στιγμή. Κρίνεται στις στιγμές των στιγμών που τη γέννησαν και την έθρεψαν. Γι’ αυτό και όταν αυτές οι στιγμές έχουν τραφεί στις κακουχίες και στην ένδεια μιας ολόκληρης ζωής, η θεραπεία παρέχει προβλήματα και η αδικία κατά την αξιολόγηση είναι σχεδόν βέβαιη, αφού πριν από εμάς έχουν κάμει και έχουν σφραγίσει τη δική τους αξιολόγηση κοινωνικές δυνάμεις ατίθασες, άστοργες και ανεξέλεγκτες.