Έξι χρόνια μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και οι συγγενείς των θυμάτων που φτάνουν  στο βήμα του μάρτυρα για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έχουν τόσα αναπάντητα γιατί γι αυτή την εθνική τραγωδία που πλήρωσαν με τη ζωή τους 104 συνάνθρωποί μας .

«Έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν μάθαμε γιατί δεν βρίσκεται εδώ η Αστυνομία, γιατί δεν βρίσκεται εδώ το Δασαρχείο. Δεν μάθαμε γιατί δεν συζητήθηκε ποτέ στην Βουλή η μήνυση που καταθέσαμε κατά των τότε υπουργών Τόσκα και Σκουρλέτη» κατέθεσε ο Αριστείδης Χερουβείμ , ο οποίος έχασε εκείνη την ημέρα την μητέρα, την αδελφή και τις δίδυμες 5χρονες ανιψιές του. Ο μάρτυρας παρίσταται ως υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική δίκη  μόνο για την μητέρα και την αδελφή του, καθώς αν και είναι ο μοναδικός συγγενής των δύο κοριτσιών που χάθηκαν δεν έχει δικαίωμα παράστασης  λόγω του τρίτου βαθμού συγγένειας ( ο νόμος επιτρέπει για πρώτο και δεύτερο βαθμό). » Θεωρώ άδικο ότι δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τα κορίτσια. Θα κάνω ότι μπορώ για να το ανατρέψω», είπε λίγο πριν κατέβει από το βήμα του μάρτυρα.

Η πλήρης απουσία κάθε αρμόδιου αλλά η αντιμετώπιση των κατοίκων από δημόσιους υπαλλήλους με απόλυτη σκληρότητα  την ώρα του ολέθρου και του απόλυτου μαύρου ήταν κοινός παρονομαστής στις καταθέσεις και τις περιγραφές των μαρτύρων που εξετάστηκαν στη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης.

Εικόνες χάους, κυνικής αντιμετώπισης αλλά και ολιγωρίας των αρμόδιων υπηρεσιών να αντιμετωπίσουν την τραγική κατάσταση τόσο κατά την διάρκεια της φωτιάς όσο και μετά στην ενδεδειγμένη διαχείριση της κατάστασης περιέγραφε ο Αρ. Χερουβείμ . Ενδεικτικά όπως τόνισε: «ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σορούς».

Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, τα τέσσερα συγγενικά του πρόσωπα κάηκαν λίγο πριν τις επτά το απόγευμα, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι τους στην περιοχή Ζούγκλα και τόνισε πως αν είχαν ενημερωθεί για την πορεία της φωτιάς θα είχαν γλυτώσει. «Η οικογένεια μου και στις έξι και στις έξι και τέταρτο να είχε ενημερωθεί, θα είχε σωθεί. Ξεκίνησαν να φύγουν στις έξι και μισή και κατευθύνθηκαν προς τον λόφο. Λίγο μετά, καιγόντουσαν μαζί με ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να φύγει ..Υπάρχει ηχητικό που αστυνομικοί ενημερώνουν ότι “υπάρχει πρόβλημα στον οικισμό Ζούγκλα” και δεν κινήθηκε κανείς.. » είπε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας. Εξέφρασε μάλιστα  την άποψη πως η Πυροσβεστική είχε πλήρη εικόνα για την επικινδυνότητα της φωτιάς από τις 17.15 καθώς το συντονιστικό ελικόπτερο ενημέρωσε ότι «η φωτιά πάει προς Ν. Βουτζά. Ήξεραν επομένως πως κινδύνευε κόσμος. Και κανένας δεν κάνει τίποτα.. Ξέρανε τι πάει να γίνει και γι’αυτό δεν αναλάμβανε κανένας..».

Τόνισε δε, ότι πενήντα λεπτά ήταν αρκετά το ίδιο πρωινό στη φωτιά της Κινέτας για να απομακρύνουν με ασφάλεια τους κατοίκους εκείνης της περιοχής . Και πρόσθεσε : «Δεν έκαναν οργανωμένη απομάκρυνση εκεί. Τους ειδοποίησαν με περιπολικά να φύγουν. Στο Μάτι δεν έγινε τίποτα! Ούτε καμπάνα δεν χτύπησε. Στο πρώτο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε στέλεχος της Πυροσβεστικής γιατί δεν χτύπησαν καμπάνες και είχε απαντήσει » γιατί γιορτή είχαμε;». Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός δεν ήρθαν, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στην περιοχή ούτε εκείνη την μέρα, ούτε την επομένη».

Ο κ. Χερουβείμ θέλησε με την κατάθεση του να δώσει απαντήσεις σε «όσα έχουν ακουστεί από το πρώτο βράδυ». Έτσι αντικρούοντας ισχυρισμούς για «στενούς δρόμους που εμπόδιζαν την διέλευση μεγάλων πυροσβεστικών οχημάτων «έδειξε φωτογραφίες δρόμων λέγοντας, περνάνε μπετονιέρες εδώ».

Στη διάρκεια της συνεδρίασης δεν έλειψαν και οι στιγμές έντασης όταν  έφτασε η σειρά να καταθέσει μάρτυρας ο οποίος έχει χάσει την κόρη του στην φωτιά και χωρίς να έχει μιλήσει , η πρόεδρος έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα για ερωτήσεις και στην συνέχεια σε συνηγόρους.

Ο μάρτυρας Άγγελος Σιαπκαράς κλαίγοντας και φωνάζοντας απευθύνθηκε στην πρόεδρο  λέγοντάς της  «αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο λάθος μέρος, όπως βρέθηκε και η κόρη μου στο λάθος μέρος και με τους λάθος ανθρώπους να πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση. Αυτή ήταν η ατυχία της».

Πρόεδρος: Γιατί το λέτε αυτό;

Μάρτυρας : Γιατί δεν με αφήνετε να μιλήσω

Πρόεδρος : Βεβαίως να μιλήσετε..

Μάρτυρας: Δεν με αφήσατε. Είμαι μεγάλος άνθρωπος . Μπορεί να μην μπορέσω να ξαναμιλήσω για το παιδί μου, να μην προλάβω. 140 βήματα από την θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με την δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας. Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Και εμείς διαλυθήκαμε. Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς όμως αν θέλετε , έχετε τον τρόπο. Εσείς μπορείτε και πρέπει να προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε δικαιοσύνη

Οι μάρτυρες  αναφέρθηκαν ακόμα στις ευθύνες των Δήμων για την αμέλεια τους να απομακρύνουν καύσιμη ύλη από οικόπεδα και δρόμους ενώ πολλοί τόνισαν και πάλι την “μοιραία ενημέρωση” που είχε κάνει ο τότε Δήμαρχος Ραφήνας Ευάγγελος Μπουρνούς ο οποίος είχε πει πως δεν κινδυνεύει το Μάτι.

«Η μητέρα μου θα είχε σωθεί αν το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο μου ήταν κλειστό. Η προτροπή Μπουρνούς να μην βγουν οι κάτοικοι, μου στέρησε το δικαίωμα να την σώσω. Η πρωτόδικη απόφαση με κάνει να ντρέπομαι να πάω να της ανάψω το καντήλι» είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος Γιαννόπουλος.

Η Εισαγγελέας ρώτησε την κ. Αγγελική Κωνσταντάκη, εγκαυματία που έχασε την μητέρα της, πως θα αισθάνονταν δικαιωμένη και η γυναίκα απάντησε:

«Θα αισθανόμασταν δικαιωμένοι, αν εδώ ήταν όλοι όσοι έπρεπε. Αστυνομικοί, Λιμενικό. Αυτή θα ήταν μία δικαίωση. Να κριθούν όλοι οι υπεύθυνοι. Να πληρώσει ο καθένας με εκείνο που του αναλογεί. Δεν θέλουμε να δικαστούν αθώοι, αλλά εκείνοι που φταίνε. Όλα αυτά τα χρόνια δεν βγήκε ένας να πει “έκανα λάθος εκτίμηση”. Θα το καταλαβαίναμε . Άνθρωποι είμαστε όλοι. Ούτε συγγνώμη δεν έχουμε ακούσει».

Η δίκη συνεχίζεται αύριο οπότε και το δικαστήριο μετά θα διακόψει για τις 26 Αυγούστου .