Ίων Δραγούμης: «Δεν θα με σκοτώσουν»
Η τελευταία εικόνα του
Την Παρασκευή 31 Ιουλίου του 1920 (σ.σ. την επομένη της δολοφονικής απόπειρας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι) όλοι οι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν κρυφτεί σαν φοβισμένα αγρίμια στις φωλιές τους. Μόνο ένας άνθρωπος σαν τον Δραγούμη μπορούσε να καβαλικεύει τη μαύρη του «Φορντ» και να καλπάζει στην καρδιά της φλογισμένης πόλης. […] Η «Φορντ» πήρε το δρόμο της Κηφισιάς. Γύρω η θερμοκρασία της Αθήνας είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει — ο λαός είχε ξεχυθεί στους δρόμους σαν χείμαρρος φουσκωμένος απ’ οργή. Τα νέα απ΄το Παρίσι ήταν ακόμα θαμπά και μπερδεμένα: «Το τραύμα είναι σοβαρό» ήταν η τελευταία πληροφορία. «Ίσως ο Βενιζέλος να μην ζήσει ως το βράδυ».
Ο Δραγούμης ήταν αμίλητος καθώς το αμάξι ανέβαινε προς την Κηφισιά. Έμοιαζε συγκλονισμένος — ίσως το ίδιο συγκλονισμένος όσο κι όταν είχε μάθει πριν δεκάξι χρόνια το φόνο του Παύλου Μελά, του άντρα της αδελφής του. Εκείνος τον είχε σπρώξει στον Μακεδονικό Αγώνα.
Το αυτοκίνητο είχε φτάσει τώρα στο Γηροκομείο.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 16.10.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε η Κοτοπούλη.
«Τον Βενιζέλο».
Κι ύστερα από λίγο:
«Αν πεθάνει, θα φταίμε όλοι μας».
«Όχι εσύ» του είπε η Κοτοπούλη. «Εσύ ποτέ δεν ήσουν φανατικός — ποτέ δεν έριχνες λάδι στη φωτιά. Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε ξεχώριζε από τους άλλους».
Αλλά ο Δραγούμης κούνησε το κεφάλι, ακολουθώντας το μυστικό αυλάκι της σκέψης του:
«Όλοι φταίμε».
Και μετά από λίγο:
«Δεν αρκεί ένα χέρι για να σπείρει το σπόρο του Διχασμού. Χρειάζονται πολλά χέρια». (Ανοιγόκλεισε μελαγχολικά το χέρι του και της το έδειξε.) «Ίσως να ’ναι κι αυτό ένα απ’ τα χέρια που τον έσπειραν…»
«Όχι το δικό σου».
Αλλά ο Δραγούμης ξανάπε κουρασμένα:
«Όλων μας».
«Στην Κηφισιά συνέχιζε να είναι σκεφτικός και αμίλητος» θυμόταν αργότερα η Κοτοπούλη. «Φαντάστηκα ότι θα του περνούσε, αλλά δεν του πέρασε».
Λίγη ώρα αργότερα της είπε, ενώ κάθονταν αμίλητοι οι δυο τους, κοιτάζοντας τα βαθύσκια πλατάνια του δρόμου:
«Πρέπει να κατέβω στην Αθήνα».
Ήταν ένα από εκείνα τα αναπάντεχα πράματα που έλεγε συχνά κάποιες αναπάντεχες ώρες ο Δραγούμης. Η Κοτοπούλη έπεσε στα πόδια του — σχεδόν τ’ άρπαξε για να μην τον αφήσει να φύγει: «Ίων, η Αθήνα καίγεται!»
Το χέρι του Δραγούμη χάιδευε μηχανικά τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της Κοτοπούλη, έτσι όπως ήταν πεσμένη εμπρός του. «Το ξέρω» είπε. Την έπιασε μαλακά, απ’ τις μασχάλες, και τη σήκωσε όρθια: «Πρέπει όμως να κατέβω. Πρέπει να βγάλω το περιοδικό».
Το περιοδικό ήταν η «Πολιτική Επιθεώρηση», το πολιτικό χαράκωμα του Δραγούμη. Ο «Νουμάς» ήταν η λογοτεχνική του έπαλξη. Σ’ όλη του τη ζωή ήταν μοιρασμένος ανάμεσα στο γράψιμο και την πολιτική: «Άραγε ποιο ήταν το όνειρό του στο βάθος; Να πάρει Νόμπελ ή να γίνει πρωθυπουργός;» θα αναρωτιόταν σαράντα χρόνια αργότερα ο Γιώργος Θεοτοκάς. Ίσως κι ο ίδιος ο Δραγούμης να μην ήξερε την απάντηση στο ερώτημα. Στον «Νουμά» χρωστούσε το χρίσμα και τη φιλία του με τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη. Στην «Πολιτική Επιθεώρηση» χρωστούσε δυο πολιτικές εξορίες.
Ο Δραγούμης φόρεσε πάλι το άσπρο σακάκι του, που το ’χε βγάλει γιατί είχε γίνει μούσκεμα — εκείνη τη μέρα η ζέστη είχε φτάσει στους 40 βαθμούς.
«Πρέπει να κατέβω στην Αθήνα» ξανάπε. «Πρέπει να γράψω ένα άρθρο για την απόπειρα. Νιώθω ότι κυλάμε σε έναν κατήφορο, αγάπη μου — πρέπει να τον σταματήσουμε».
«Κι αν σταματήσουν εσένα;»
Το ήρεμο χαμόγελο του Δραγούμη ήταν η τελευταία εικόνα του που θα θυμόταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, από εκείνο το απομεσήμερο του 1920.
«Δεν θα με σταματήσουν».
«Αν σε σκοτώσουν;»
Το ήρεμο χαμόγελο έμενε στερεωμένο — σαν να το ’χε πετρώσει ο χρόνος:
«Δεν θα με σκοτώσουν».
Η Κοτοπούλη τον είδε απ’ το παράθυρο να φεύγει, με το άσπρο του κοστούμι και τη μικρή «Φορντ» — σαν ένας ξοφλημένος ιππότης που ξεκινάει καβάλα στο μαύρο του άλογο, για έναν ξοφλημένο αγώνα. Δεν γύρισε να την κοιτάξει. Κάπως έτσι είχε φύγει, στα 1904, απ’ την Κηφισιά, ο Παύλος Μελάς, για το τελευταίο του ταξίδι στη Μακεδονία. Ήταν πάλι Ιούλιος. Ούτε κι εκείνος είχε γυρίσει να κοιτάξει τη γυναίκα του, που τον κατευόδωνε απ’ την πόρτα.
Κάμποσα χρόνια αργότερα η Μαρίκα Κοτοπούλη, ξεφυλλίζοντας τα γράμματα που της έστελνε το 1918 ο Ίων, όταν ήταν πολιτικός εξόριστος στην Κορσική, θα σταματούσε σε ένα απ’ αυτά:
«Αγαπημένη μου, χτες είδα ένα παράξενο όνειρο. Κάποιοι άνθρωποι στην Κηφισιά με κύκλωσαν και με τραβούσαν από παντού, σαν να ήθελαν να μου κάνουν κακό. Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Θα πρέπει να φταίει η ζέστη της Κορσικής…»
Τα τελεσίγραφα της Μοίρας…
*Ένα μικρό απόσπασμα από ένα εκτενές κείμενο που αφορούσε την ημέρα της εκτέλεσης του Ίωνος Δραγούμη και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» της 16ης Οκτωβρίου 1986. Συντάκτης του έξοχου κειμένου ήταν ο αείμνηστος Φρέντυ Γερμανός.
Ο Ίων Δραγούμης, διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης, γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου (2 με το παλαιό ημερολόγιο) 1878 και απεβίωσε δολοφονηθείς στις 31 Ιουλίου 1920.
- ΠΑΟΚ: Δύσκολα να προλάβει το ματς με τον Αστέρα ο Σβαμπ
- ΣΥΡΙΖΑ: Μεταξύ debate, πολιτικού διαλόγου και…τοξικότητας (;)
- Αντώνης Ρέμος – Δέσποινα Βανδή: Η λαμπερή πρεμιέρα τους στη μουσική σκηνή NOX
- Τα διλήμματα του Αλμέιδα ενόψει Ολυμπιακού και η διαχείριση του Πινέδα
- Έκρηξη στους Αμπελόκηπους: «Θα έχουμε ακόμα δύο συλλήψεις» λέει ο Καλλιακμάνης
- Σούπερ μάρκετ: Τα «ταμπελάκια» αυξάνονται, αλλά οι τιμές δεν πέφτουν