«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό·
την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης·
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε».

Γ. Σεφέρης
(Σαλαμίνα, Κύπρος, Νοέμβρης ’53)

Λένε πως η πιο σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι λιγάκι προτού αυγάσει (σ.σ. ξημερώσει, χαράξει)· έτσι τουλάχιστο έγινε τις τελευταίες δραματικές μέρες. Μέσα στην πιο ζοφερή ώρα, όταν η φρίκη του πολέμου μάς πάγωνε, ακούσαμε, δειλά κι αόριστα στην αρχή, πως τα όπλα του ολέθρου θα σταματούσαν στην Κύπρο· κι ύστερα πως εδώ στην Ελλάδα μια νέα πολιτική κυβέρνηση θα άνοιγε το δρόμο για τη Δημοκρατία. Η τραγωδία που οδήγησε τον Σεφέρη στη συγκλονιστική του δήλωση έφτασε πια στην κορύφωσή της· ελπίζουμε και στη λύση της, αυτήν που προκαλεί την αριστοτελική «κάθαρση».

Η συμφορά του ελληνικού νησιού δεν αφήνει περιθώρια για πανηγυρισμούς· οι νεκροί και οι πρόσφυγες, τα ερείπια και οι φλόγες, αγριεύουν τη σκέψη. Πολίτες και πολιτεία θεωρούν χρέος τους να ξεχάσουν τις άλλες φροντίδες, για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους σ’ αυτό το θέμα που είναι αληθινά εθνικό, γιατί συνέχει απόλυτα τον νου και την καρδιά του έθνους, πέρα από κρατικά όρια.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όταν όμως περάσουν —ευχόμαστε πολύ σύντομα— οι κρίσιμες ώρες, θα προβάλουν ένα-ένα τα άλλα μεγάλα και άμεσα αιτήματα που δικαιούμαστε να τα χαρακτηρίσουμε εθνικά. Κανένας δεν μπορεί να διαφωνήσει πως ανάμεσα στα πρώτα, αν όχι το πρώτο-πρώτο, είναι το αίτημα των νέων για μια ελεύθερη και προοδευτική παιδεία.

Η ζωή αυτού του τόπου, η προκοπή του, η επιβίωσή του εξαρτάται από την παιδεία που θα προσφέρουμε στους νέους. Πόσο ώριμοι και πόσο άξιοι είναι οι νέοι μας για κάθε προσφορά και για κάθε θυσία, το έδειξαν αποφασιστικά στα χρόνια που πέρασαν. Όχι μονάχα εμείς που τους ζούσαμε από κοντά και αντλούσαμε απ’ αυτούς θάρρος και ελπίδα, αλλά και όλος ο λαός μας έχει πεισθή πως, αν κάποιοι στάθηκαν τίμια και παληκαρίσια, μυαλωμένα και στοχαστικά, με πίστη στις αξίες που είναι αληθινά εθνικές, αυτοί ήταν οι νέοι μας, τα παιδιά. Οι μεγαλύτεροι, οι φοιτητές, είναι πια άντρες και οι πράξεις τους ήταν αντρίκιες. Όμως οι δάσκαλοι ξέρουν πως και οι έφηβοι των Γυμνασίων και τα παιδιά ακόμη έχουν αποχτήσει μια τέτοιαν ωριμότητα που, συνδυασμένη με την αγνότητα και την ομορφιά της ηλικίας τους, επιτρέπει και απαιτεί τη θεμελίωση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής επάνω σε νέες σωστές βάσεις.

Η νηφαλιότητα και η σωφροσύνη των ώριμων ανθρώπων δεν πρέπει να τρομάξει από την ορμή των νέων· αντίθετα οφείλει να την χαρή και να την αξιοποιήση. Οι νέοι ξέρουν να ορμούν, ξέρουν όμως και να στοχάζονται· είναι αυτοί που γεμίζουν τα βιβλιοπωλεία και τα θέατρα και τους καλούς κινηματογράφους, την ώρα που εμείς οι «ώριμοι» βυθιζόμαστε στο σκοτάδι για να ναρκωθούμε με τις απελπιστικές ηλιθιότητες των τηλεοράσεων. Και κατορθώνουν να βρουν την αληθινή πνευματική τροφή, όταν εμείς τους προσφέρουμε αξιοθρήνητα σχολικά βιβλία.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αν αγαπούμε αληθινά αυτόν τον τόπο, είναι καιρός να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, υλικές και πνευματικές, για την παιδεία των νέων. Στο μυαλό των παιδιών μας μπορούμε να στηρίξουμε το μέλλον και την προκοπή της Ελλάδας. Και τα παιδιά αυτά είναι έτοιμα να κάνουν κάθε θυσία όταν βεβαιωθούν πως αυτή γίνεται για το καλό όχι μονάχα το δικό τους, αλλά για το καλό του συνόλου. Αλλά για να βεβαιωθούν απαιτούν από μας πρώτα και κύρια τιμιότητα και ειλικρίνεια· απαιτούν σοβαρότητα και προπάντων απαιτούν να σταματήσουμε τις υποκρισίες και τις δημαγωγίες. Είναι έτοιμα να ακούσουν και να συζητήσουν την κριτική φτάνει να κάνουμε και μεις το ίδιο. Δε θέλουν τη συγκατάβαση ούτε το χειροκρότημα· δέχονται τη σκληρή διαλεκτική αντιμετώπιση και την ανταποδίδουν με ικανοποίηση.

Πριν από κάθε άλλο είναι ανάγκη να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των νέων. Κι αυτό μπορεί να γίνει μονάχα με ανοιχτή καρδιά και καθαρό νου, με αγάπη και πίστη. Από την πλευρά της Πολιτείας είναι απαραίτητο να δοθή προτεραιότητα στην Παιδεία. Τα δύο Υπουργεία, της Παιδείας και του Πολιτισμού, να οργανωθούν και να δουλέψουν με παλμό και ένταση, έξω από τη γραφειοκρατική αρτηριοσκλήρωση και τα αναχρονιστικά σχήματα. Τα επιτελικά όργανα να ανανεωθούν και να υποχρεώσουν ολόκληρο το μηχανισμό που διαθέτουν να κινηθή με νέο πνεύμα. Να θυμηθούμε όλοι μας τον Μακρυγιάννη και να καταλάβουμε πως πρέπει να είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ».


Πέρα από κάθε μικρόχαρη σκέψη, πέρα από πρόσκαιρες και άγονες μεμψιμοιρίες, πέρα από τον εαυτό μας και τα συμφέροντά μας, ας δεχτούμε την ομορφιά της παραφοράς των νέων και ας της δώσουμε μορφή με την τέχνη και με την επιστήμη· αυτό θα πη μόρφωση. Και προπάντων ας ξεκινήσουμε με μια παράλογη έστω αισιοδοξία, με την αισιοδοξία του ποιητή (σ.σ. του Σεφέρη και πάλι) πως

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει

λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

*Επιφυλλίδα του Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Η ώρα των νέων» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» ακριβώς πριν από μισόν αιώνα, την 1η Αυγούστου 1974.

Σε καιρούς χαλεπούς και κρίσιμους, ο Ανδρόνικος, ο πραγματικός διανοούμενος, προτάσσει το αίτημα —και την ανάγκη— για μια εκπαιδευτική πολιτική θεμελιωμένη πάνω σε σωστές βάσεις, για μια παιδεία που θα προσφέρει στους νέους της χώρας αληθινή μόρφωση.