Πόσο αλλιώτικο είναι το καλοκαίρι στην Ελλάδα απ’ ό,τι στη Σιβηρία. Εδώ σε λιώνει ο ήλιος, σε αποσυνθέτει, σε καίει. Εκεί σε λούζει, σε συντηρεί, σε θερμαίνει. Εδώ τον απωθείς, βάζεις το χέρι αντίκρυ, ανοιγοκλείνεις τα μάτια και τον διώχνεις. Εκεί τον κοιτάς, έτσι χωρίς προφύλαξη στα μάτια, μπαίνεις μέσα του, αλλά μένεις ουδέτερος.

Εδώ χύνεται σ’ όλο σου το κορμί, σε αποχαυνώνει και αλίμονό σου αν τολμήσεις να ξεχαστείς για να σκεφθείς, σε γέμισε εγκαύματα. Εκεί μπορείς να απομονωθείς στον κόσμο σου, τον μέσα σου, να μετρήσεις τη ζωή σου, να την αξιολογήσεις, να τη συγκρίνεις με των άλλων, με αυτούς τους άλλους που εσύ τους γκρέμισες στο χαμό ή τους αγάπησες και τώρα ούτε που τους βλέπεις, ούτε που σε σκέφτονται, ούτε που σε ξέρουν. Μια άρνηση, ένα κενό.


«ΤΑ ΝΕΑ», 20.12.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Που είναι ατέλειωτο, απέραντο, αδιαπέραστο, ανθρωποφάγο, αυτό της ταΐγκας (σ.σ. ζώνης κωνοφόρων δασών), που φτάνει μέχρι εκεί που σταματούν τα όρια της γης ή το δικό σου, που το κλείνεις στον ασφυκτικό χώρο του εαυτού σου, έτσι καθώς συμπιέζεται στο στενό δωματιάκι μιας ασήμαντης κατοικιούλας στο Σουργκούτ της Σιβηρίας. Χαμένο μέλλον, θλιβερό παρόν, αλλά και ανύπαρκτο παρελθόν, αφού το Νίκος Ζαχαριάδης το έκανες ένα ισοπεδωτικό Νκολάγιεφ. Σκέτο, που το ξέβρασε η νύχτα, που σε ζώνει, που τη μισείς, που σε καταπίνει…

Αύγουστος 1973. Ο Νίκος Ζαχαριάδης έχει αποφασίσει ο ίδιος να φτάσει στο τέλος του. Αυτοκτονεί, απαγχονίζεται, όπως αποκαλύπτουν τώρα οι επίσημες πηγές, δηλαδή οι σοβιετικές. Πριν όμως περάσει το βρόχο, γράφει ένα γράμμα με το επίμονο, πολύχρονο αίτημά του: Γιατί τόσα χρόνια το κόμμα δεν του ξεκαθάρισε και δεν έσβησε με επίσημη ανακοίνωση τη ρετσινιά ότι ήταν κινούμενο της αμερικανικής κατασκοπείας και ότι είχε σπάσει στο Νταχάου και γι’ αυτό τον γλίτωσαν οι χιτλερικοί.


«ΤΑ ΝΕΑ», 20.12.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γιατί δεν ερχόταν αυτό το πολύ απλό μήνυμα από το κόμμα; Γιατί το κόμμα του, το κόμμα μας, το ηρωικό, το μεγάλο, το αληθινό, το κόμμα της επανάστασης, των θυσιών και των αγώνων, δεν αποκαθιστά την αλήθεια; Αυτός σαν αρχηγός του έφταιξε; Θα το πει η ιστορία. Αλλά ότι ήταν χαφιές, πράκτορας, δειλός, προσκυνημένος, αυτός που είχε δώσει εντολές και εξαφάνισαν συντρόφους με την υποψία του συμβιβαστή, που έστειλε στο απόσπασμα μαχητές γιατί τους πήρε από κάτω στη μάχη ο εχθρός; Και τι θα πει μάχη, ελιγμός, οπισθοχώρηση, προφύλαξη; Το παν είναι το κόμμα. Αυτό ξέρει, αυτό αποφασίζει, αυτό σχεδιάζει, αυτό ενεργεί, αυτό τέλος νικά. Και μεις τα μέλη του, τα στελέχη του, ο αρχηγός, κάνουμε ό,τι πει το κόμμα. Μα πού είναι το περίφημο μήνυμα της αλήθειας, αυτό που θα πλύνει τη ρετσινιά του πράκτορα, του δειλού, του χαφιέ; Γιατί αργεί τόσο το κόμμα;


Ο φίλος του Κώστας Λουλές, που ήλθε πριν από λίγο καιρό εδώ στο Σουργκούτ, τον βεβαίωσε πως δεν υπάρχει τίποτε εναντίον του και το κόμμα, μην ανησυχεί, θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Γιατί όμως δεν του έδωσαν να φέρει το επίσημο χαρτί και τον έστειλαν με ένα δέμα από λόγια παρηγοριάς; Και τι ήταν τα λόγια του σύντροφου στρατοπεδάρχη, «συγκρατούμενοι του Νταχάου βεβαιώνουν ότι την έβγαλε όπως και οι άλλοι κρατούμενοι»; Μασημένα λόγια, ναι, έτσι λένε, όπως το πλήθος, τίποτα το ιδιαίτερο. Συνθήκες απάνθρωπες κι ο καθένας προσπαθούσε να επιβιώσει όπως μπορούσε. Τι θα πει όπως μπορούσε; Το ίδιο κι αυτός ο αρχηγός; Αυτός ο θρύλος, το παιδί της Διεθνούς, το παιδί του Στάλιν, ανυπεράσπιστος στα λόγια τα ανεύθυνα των κακών συντρόφων, αυτός που το συνέδριο του κόμματος το 1945 σηκώθηκε στα ουράνια τραγουδώντας:

Μπράτσα μύρια εσένα φρουρούν
λογισμοί σε σένα πετούν.

Τώρα δεν τον σκέφτεται κανένας και οι στρατηγοί του και οι άνθρωποί του τον σταυρώνουν. Κάνουν ό,τι λέει το κόμμα. Το δικό του το κόμμα. Και πόσο απάνθρωπο είναι το αυγουστιάτικο αεράκι που στέλνει πάνω από ψηλά η ταΐγκα, τα σφεδάμνια (σ.σ. σφενδάμια) σκόρπια στην απεραντοσύνη της στέπας τρίζουν σαν τα κόκαλα ξεχασμένων νεκρών που ξερνάει με το λιώσιμο του χιονιού το καλοκαίρι η ταΐγκα. Και δίπλα του κανείς. Μόνο η θηλιά. Το κόμμα;

*Απόσπασμα από άρθρο του Ηρακλή Τζάθα, που έφερε τον τίτλο «Δύο παράλληλες αυτοκτονίες» (η δεύτερη αφορούσε τον Άρη Βελουχιώτη) και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 1990.


Ο Ηρακλής Τζάθας

Ο μεσσήνιος δημοσιογράφος Ηρακλής Τζάθας (1919-2000), ο άλλοτε καπετάνιος του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και επί σειράν ετών αρχισυντάκτης των «Νέων», έγραφε στην κατακλείδα του άρθρου του τα εξής:

Κι όμως το πνεύμα της θυσίας δεν πήγε χαμένο. Το σκέφτομαι και δεν μετανιώνω. Είναι ωραίες οι ιδέες. Μόνο που πρέπει να αλλάξουμε ενσάρκωση. Ίσως σχήματα, ίσως ηγέτες — περισσότερο ειλικρινείς και ατόφιους. Σε κάποιο αυλάκι θα ξαναμπούμε, ας είναι άλλο από κείνο που διαβήκαμε.

Ο Νίκος Ζαχαριάδης απεβίωσε στο Σουργκούτ της Σιβηρίας την 1η Αυγούστου 1973, σε ηλικία 70 ετών (είχε γεννηθεί στην Αδριανούπολη το 1903).