Εμείς οι Παλαιοελλαδίτες σπανίως πλέον εμβαθύνουμε σε ζητήματα που άπτονται των βιοτικών συνθηκών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ομόρριζών μας, που εξακολουθούν να συντηρούν το φαναράκι του ελληνισμού σε περιοχές πέραν του ελλαδικού κορμού. Δεν φαίνεται να μας συγκινούν τα πάσης φύσεως μικρά ή μεγάλα δράματα που λαμβάνουν χώρα στα πέραν των στενών κρατικών μας συνόρων τοπόσημα, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία διατηρούν έντονο -και όχι απλώς ιστορικού ερευνητικού ενδιαφέροντος- συμβολισμό. Τελικώς, πράγματι, αυτές οι περιοχές «κείνται μακράν».

Εξ αυτών των σημείων κορυφαίο τυγχάνει ασφαλώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Δεν υπάρχει προσκυνητής ή επισκέπτης, θεόληπτος ή σκεπτικιστής, ελληνοκεντριστής ή κοσμοπολίτης, που να μην έχει αισθανθεί δέος κατά την παραμονή του στον χώρο. Έναν μικρό χώρο, λιλιπούτειο σε σχέση με το αχανές της νεοτουρκικής μεγαλούπολης, που από τις ορατές γεωγραφικές του αναφορές έως τις νοητές εσωτερικές του καταβολές γεννά ανυπέρβλητα συναισθήματα ψυχικής ανάτασης και ευφορίας, θεόπνευστης φόρτισης και εθνικού νόστου. Πρόκειται για το αρχαιότερο κέντρο της πατροπαράδοτης εκκλησίας, που ανέδειξε πολυσχιδείς προσωπικότητες θρησκευτικών και όχι μόνον ηγητόρων, αποτέλεσε στόχο αυτοκρατορικής κηδεμονίας και που, εν τέλει, συνέβαλε στη διαφύλαξη της πολιτισμικής και εκκλησιαστικής παράδοσης του ελληνικού, αλλά και εν γένει του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου, σε αιώνες χαλεπούς και απάνθρωπους.

Ο τόπος αυτός, αν και δείχνει να συνθλίβεται αφενός από τις σύγχρονες θηριώδεις κατασκευές της εκσυγχρονισμένης πλευράς της Κωνσταντινούπολης και αφετέρου από τις υποβαθμισμένες όμορες συνοικίες των εγκατεστημένων εκεί μεταναστών από την Ανατολία, εντούτοις ορθώνεται ωσάν μια νησίδα, ένας μοναχικός φάρος, που φωτίζει στο πέλαγος του πανισλαμισμού. Η οικουμενική ακτινοβολία του Οικουμενικού Πατριαρχείου έχει άλλωστε αναγνωρισθεί θεσμικά, μεταξύ άλλων, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Ακριβώς αυτή η διασυνοριακή φυσιογνωμία του Πατριαρχείου ερεθίζει τα αντανακλαστικά της τοπικής διοίκησης, η οποία επιχειρεί εδώ και δεκαετίες την περαιτέρω συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του, ενώ προσφάτως φαίνεται να αντιμάχεται εκ νέου την ίδια τη διεθνή του εμβέλεια. Μηνύσεις «ιδιωτών» για την υποτιθέμενη παράνομη επίκληση του οικουμενικού χαρακτήρα του Πατριαρχείου και αντιδράσεις «ακραίων» κύκλων για τη συμμετοχή του Πατριάρχη σε διεθνείς διασκέψεις, υπενθυμίζουν εκ νέου ότι η ενάσκηση της ποιμαντορίας του Φαναρίου δεν έπαψε ποτέ να είναι ακώλυτη.

Το διακύβευμα της προστασίας του οικουμενικού χαρακτήρα και του πανανθρώπινου συμβολισμού του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι μείζονος σημασίας για τον απανταχού ελληνισμό, που οφείλει να μην αντιμετωπίζει τον τόπο αυτόν ως ένα ακόμη αξιοθέατο. Αποτελεί όμως και ουσιώδες βήμα για τη διατήρηση ενός minimum επιπέδου σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ευρύτερη και γεωπολιτικά σημαίνουσα περιοχή. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευαίσθητη άσκηση, που θα καταστεί ακόμη πιο απαιτητική στο μέλλον, αν αναλογισθεί κανείς ότι έως σήμερα επενεργεί λυσιτελώς η προσωπικότητα ενός πεφωτισμένου και ευφυούς Οικουμενικού Πατριάρχη, του κ.κ. Βαρθολομαίου Α’.

* Ο Δημήτριος Κ. Ρούσσης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος.