Αριστόβουλος Μάνεσης: Ένας διανοούμενος της Αριστεράς
Ο Μάνεσης έθετε πάντα, λόγω και έργω, τον εαυτό του στην προφυλακή των αντιμαχομένων την αυθαιρεσία της εξουσίας, υπό την όποια εκδοχή της
[…]
Θεωρώ απαραίτητο, σε αυτήν την εκδήλωση, να επιμείνω λίγο περισσότερο στην προσωπικότητα και στον ευρύτερο ρόλο του, μιλώντας και βιωματικά, καθώς είχα την σπάνια τύχη να συνδεθώ μαζί του πολύ στενά, σχεδόν για μια εικοσαετία.
Α. Το πρώτο που θέλω να τονίσω είναι ότι ο Μάνεσης δεν ήταν μόνο ένας συνταγματολόγος. Ήταν πρώτα και πάνω από όλα ένας γνήσιος και βαθυστόχαστος διανοούμενος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του, που ανέλυσε σε βάθος όλες τις θεσμικές διαστάσεις του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, άλλοτε ανατρέχοντας διεισδυτικά στις ιστορικές καταβολές του ελληνικού κράτους, άλλοτε ερευνώντας με ενάργεια την δομή, την οργάνωση και την λειτουργία του, άλλοτε αναδεικνύοντας γλαφυρά και εύστοχα τις παθογένειές του και άλλοτε ανατέμνοντας τον συνταγματικά οργανωμένο πολιτικό και κοινωνικό βίο και τις συγκρούσεις που διεξάγονται στο εσωτερικό του.
Β. Δεν ήταν όμως γενικά ένας διανοούμενος. Ήταν ένας διανοούμενος της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς, βέβαια, που το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν αφ’ ενός η πλήρης άρνηση του ολοκληρωτισμού, του δογματισμού και του παλαιοημερολογιτισμού και αφ’ ετέρου η κριτική και εκλεκτικιστική επιλογή εκείνων μόνον των στοιχείων της που είναι συμβατά με μία φωτεινή, ουμανιστική και συνάμα ελευθεριακή θεώρηση της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας. Σχολιάζοντας ο ίδιος την συμμετοχή του σε διαδηλώσεις στο Παρίσι, έδειχνε καθαρά ότι δεν προτιμούσε αυτές που έδιναν την εικόνα μιας Αριστεράς βλοσυρής και συντεταγμένης, σε οιονεί στρατιωτικούς σχηματισμούς, αλλά τις πορείες που ανέδιδαν το άρωμα μιας Αριστεράς πολύχρωμης, πολύβουης και ανυπότακτης.
Στα πρώτα της βήματα, βέβαια, η πολιτικοποίησή του θα ξεκινήσει με την υιοθέτηση του ρωμαλέου και ριζοσπαστικού δημοκρατικού σοσιαλισμού του Σβώλου. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της χούντας δεν θα διστάσει να εμπλουτίσει αυτές τις απόψεις με τις πλούσιες θεωρητικές αναζητήσεις της δεκαετίας του ’60, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις ρηξικέλευθες απόψεις του ευρωκομμουνισμού –και ιδίως του Νίκου Πουλαντζά– αλλά και στο «νέο ρίγος και σφρίγος» που συνεισέφερε στις προοδευτικές ιδέες ο Μάης του ’68. Ως εκ τούτου, από ένα σημείο και μετά, όπως δείχνει ιδίως το πολιτειολογικό του δοκίμιο «Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα», οι θέσεις του υπερακοντίζουν τις αντιλήψεις της –όλο και πιο μετριοπαθούς, πλέον– σοσιαλδημοκρατίας και συνδέονται με σαφώς ριζοσπαστικότερες προτάσεις ως προς το βάθος και την έκταση των προτεινόμενων κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών, με επίκεντρο την ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών κινημάτων, την αναγκαιότητα αυτοδιαχειριστικών προσανατολισμών και την δραστικότερη καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Γ. Ωστόσο, ο Μάνεσης ήταν ταυτόχρονα και συνταγματολόγος. Πώς συμβιβαζόταν αυτή η σαφής και αναμφισβήτητη πολιτική του τοποθέτηση με τον επιστημονικό του ρόλο; Στο σημείο αυτό πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Μάνεσης αποτέλεσε μακράν το καλύτερο υπόδειγμα για το πώς ένας καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου μπορεί να πείσει και τον πλέον κακόπιστο ότι η ερμηνεία του Συντάγματος υπακούει αποκλειστικά και μόνον σε επιστημονικά κριτήρια και δεν υπαγορεύεται ούτε από πολιτικές σκοπιμότητες ούτε από ιδεολογικές προτιμήσεις.
Το μυστικό, ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, δεν ήταν άλλο από τον ιδιότυπο μεν πλην αναμφισβήτητο νομικό θετικισμό του. Σύμφωνα με αυτόν, ο συνταγματολόγος πρέπει μεν να συνδυάσει ευρηματικά –και εξαντλώντας όλα τα θεμιτά όρια– τις παραδεδεγμένες μορφές επιστημονικής ερμηνείας (ιστορική, γραμματική, τελολογική, συστηματική), πλην όμως χωρίς να ενδίδει στις σειρήνες ούτε του συνταγματικού λαϊκισμού, σύμφωνα με τον οποίο ό,τι δεν αρέσει στον λαό θεωρείται αντισυνταγματικό, αλλά ούτε και του συνταγματικού ελιτισμού, σύμφωνα με τον οποίο βασικό κριτήριο για την κρίση περί συνταγματικότητας είναι απλώς η αυθεντία –πραγματική ή κατασκευασμένη– του ερμηνευτή.
[…]
Κλείνω με μερικές επιπλέον παρατηρήσεις, τις οποίες θεωρώ πραγματικά κρίσιμες για τον φωτισμό της προσωπικότητας και του έργου τού σήμερα τιμωμένου.
Α. Η πρώτη αφορά την έντονα αντιεξουσιαστική στάση ζωής του Μάνεση, που τον χαρακτηρίζει συνολικά και διαχρονικά. Δεν υπονοώ βέβαια ότι ήταν αναρχικός, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Ο Μάνεσης είχε διαρκώς κατά νουν τον Μοντεσκιέ, που έλεγε ότι η εξουσία ρέπει εξ ορισμού προς την αυθαιρεσία. Και έθετε πάντα, λόγω και έργω, τον εαυτό του στην προφυλακή των αντιμαχομένων την αυθαιρεσία της εξουσίας, υπό την όποια εκδοχή της, αρθρώνοντας με παρρησία και με τεράστια αποθέματα προσωπικής αξιοπρέπειας και γενναιότητας τα μεγάλα και μικρά «όχι» που στοιχειοθετούν πειστικά τον ανυπότακτο και σε τελευταία ανάλυση «αντιεξουσιαστικό» επιστημονικό του λόγο. Αυτόν δε τον λόγο, ή, για να το πούμε ορθότερα, αυτόν τον αδιάκοπο, έντονο και θαρραλέο αντίλογό του απέναντι στον λόγο της εξουσίας, δεν δέχθηκε ποτέ να τον εξαργυρώσει στο παζάρι των αξιωμάτων, παρά τις συνεχείς πιέσεις και προκλήσεις.
Η αντιεξουσιαστική στάση του, όμως, δεν αφορούσε μόνο την κρατική εξουσία. Εξ ίσου επικίνδυνες θεωρούσε και τις ιδιωτικές εξουσίες ως προς την ροπή τους στον αυταρχισμό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις εξουσίες που αναδείχθηκαν σε υπερεθνικό επίπεδο, στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης, σηματοδοτώντας, όπως έγραψε διορατικά, μια νέα ανησυχητική πραγματικότητα ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Ο προβληματισμός του είχε ως αφετηρία μικρότερες και πιο παραδοσιακές μορφές ιδιωτικής εξουσίας, είτε στο οικογενειακό είτε στο ακαδημαϊκό είτε στο ευρύτερο εργασιακό περιβάλλον. Ακόμη δε και στο πεδίο αυτό αποτέλεσε υπόδειγμα. Δεν είδα ποτέ ίχνος εξουσιαστικής συμπεριφοράς, ούτε στην οικογένειά του –εξ ου και η προσωπική αξιοπιστία της τεράστιας συμβολής του στην μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου– αλλά ούτε και στο Πανεπιστήμιο. Κατ’αρχάς ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε έμπρακτα την εξουσία της έδρας, καθιερώνοντας μια πρόδρομη μορφή συλλογικού πανεπιστημιακού οργάνου. Πρόκειται για την περίφημη «παρά φύσιν έδρα», όπως έλεγε περιπαικτικά η Μαίρη Μάνεση. Επίσης, όχι μόνον μας απαγόρευε να του μιλούμε στον πληθυντικό, καταργώντας ευθύς εξ αρχής τις αποστάσεις, αλλά και μας έκανε να νιώθουμε πραγματικά ισότιμοι και να μην διστάζουμε να εκφράζουμε την άποψή μας, ακόμη κι αν ήταν αντίθετη. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν αποδεχόταν απλώς αλλά και επιζητούσε την κριτική και την διαφωνία.
Β. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στον εθνικισμό. Ο Μάνεσης, όπως είναι εύλογο, τον απεχθανόταν, θεωρώντας τον alter ego του ρατσισμού και του φασισμού. Ωστόσο, όντας διαπαιδαγωγημένος στην σχολή του πατριωτικού σοσιαλισμού του Σβώλου και όχι στην σχολή του κομμουνιστικού διεθνισμού, είχε έντονες επιφυλάξεις και για κάποιες ακραίες εκδοχές του αντιεθνικισμού, ιδίως, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, όταν αυτός ο αντιεθνικισμός τροφοδοτεί άκριτα τον εθνικισμό των άλλων, δηλαδή των γειτόνων μας. Απόρροια μιας τέτοιας προσέγγισης ήταν και η πατριωτική μεν αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστική στάση του στο «Μακεδονικό». Από την μία συνυπέγραφε με άλλες προσωπικότητες ότι «το όνομά μας είναι η ψυχή μας» αλλά από την άλλη τασσόταν ρεαλιστικά, τόσο στον Τύπο όσο και σε άτυπες διαβουλεύσεις με το υπουργείο Εξωτερικών –ήμουνα μπροστά σε μια τέτοια τηλεφωνική συνομιλία– υπέρ της αποδοχής ενός σύνθετου ονόματος που θα εμπεριείχε και τον όρο Μακεδονία.
Γ. Η τρίτη παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στον λαϊκισμό. Ο Μάνεσης ήταν από τους πρώτους που κατήγγειλαν τις ποικίλες λαϊκιστικές νοοτροπίες και πρακτικές, οι οποίες ως γνωστόν χρωμάτισαν έντονα το πολιτικό τοπίο της μεταπολίτευσης, σε συνάρτηση και με τον αρχηγισμό των μεγάλων κομμάτων. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα εξαιρετικά γλαφυρά σχετικά άρθρα του στον Τύπο. Ωστόσο και στο θέμα αυτό η στάση του είναι εξαιρετικά ισορροπημένη και διαφέρει ριζικά από τον τρέχοντα –και συνήθως ψευδεπίγραφο– αντιλαϊκιστικό λόγο. Αφ’ ενός μεν δεν χρησιμοποιεί τον όρο «λαϊκισμός» διά πάσαν νόσον του πολιτικού μας συστήματος, όπως συμβαίνει κατά κόρον σήμερα, αφ’ ετέρου δε, το και σπουδαιότερο, δεν πετάει μαζί με τα απόνερα και το παιδί, δηλαδή τον ίδιο τον λαό και κατ’επέκτασιν τον ρόλο του στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε αντίθεση με τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Μάνεσης δεν διακατεχόταν από κανενός είδους ελιτισμό. Καταδίκαζε απερίφραστα την διαλεκτική των τεχνικών της εξουσίας, που θεωρούν ότι δικαιούνται να ομιλούν στο όνομα του λαού αλλά ερήμην του, και πρότεινε με κάθε ευκαιρία τον εμπλουτισμό του αντιπροσωπευτικού συστήματος με θεσμούς άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής. Παράλληλα δε ήταν εξαιρετικά απλός, προσιτός και φιλικός απέναντι σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω επανειλημμένα τόσο στο χωριό του Πηλίου, όπου διέμενε τα καλοκαίρια, όσο και στο νησί μου, όταν το επισκεπτόταν.
Δ. Η τέταρτη παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στον εκσυγχρονισμό. Το 1996, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του για τον Χαρίλαο Τρικούπη, του οποίου υπασπιστής –και αργότερα βουλευτής– ήταν ένας άλλος Αριστόβουλος Μάνεσης, ο παππούς του, βρίσκει την ευκαιρία να επισημάνει με διεισδυτικότητα, προς κάθε κατεύθυνση, ότι ο εκσυγχρονισμός δεν είναι μια έννοια ταξικά και πολιτικά ουδέτερη και ως εκ τούτου δεν πρέπει να χρησιμοποιείται άνευ όρων, σαν ένα γενικά αποδεκτό σύνθημα. Με άλλα λόγια, ο Μάνεσης υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι είναι άλλο η άκριτη προσαρμογή στις εκάστοτε οικονομικές εξελίξεις, που αντιμετωπίζεται από πολλούς σαν να πρόκειται για προσαρμογή σε φυσικά φαινόμενα, και άλλο η προσεκτική διήθηση των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων της συγκυρίας, προκειμένου να επιλεγούν εκείνες οι πολιτικές λύσεις που όχι μόνον δεν ευνοούν την εγκατάλειψη των βασικών κεκτημένων του ευρωπαϊκού δημοκρατικού συνταγματισμού, αλλά και καθιστούν όντως τον εκσυγχρονισμό στοιχείο της κοινωνικής προόδου.
Ε. Η πέμπτη και τελευταία παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στην Ευρώπη. Ο Μάνεσης δεν ήταν απλώς ένας πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής ιδέας, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και ένας θερμός και συνεπής θιασώτης της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, σε όλη τη ζωή του. Δεν είναι δε διόλου συμπτωματικό ότι αυτός επελέγη, από την χώρα μας, για να υπογράψει την κοινή διακήρυξη κορυφαίων ευρωπαίων συνταγματολόγων, τον Μάιο του 1998, ως προς την ανάγκη να θεσπισθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που θα αποτελέσει το θεμέλιο αλλά και την επισφράγιση αυτής της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, ώστε «να μπορεί να θεμελιώνει την εγκυρότητα των αποφάσεών της κατά τρόπο σχετικά αυτόνομο έναντι των οικονομικών και κυρίως δημοσιονομικών εξουσιών».
Από τότε βέβαια κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση πλήγωσε επανειλημμένα τους πολίτες της, πολύ δε περισσότερο τους Έλληνες. Παρά ταύτα, είμαι βέβαιος ότι και σήμερα ο Μάνεσης θα είχε την ίδια άποψη, διότι τον άκουσα επανειλημμένα να τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρόλες τις αδυναμίες και τα λάθη της, είναι το μόνο εν δυνάμει ισχυρό αντίβαρο απέναντι στην επαπειλούμενη κυριαρχία των αγορών και η μόνη πειστική προοπτική για την μακροπρόθεσμη διάσωση και διεύρυνση, σε ένα ανώτερο επίπεδο, των κατακτήσεων τόσο του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού, γενικά, όσο και του δημοκρατικού συνταγματισμού, ειδικότερα.
Αυτός ήταν λοιπόν σε αδρές γραμμές, στα δικά μου μάτια, ο άνθρωπος, ο διανοούμενος, ο ακαδημαϊκός, ο Δάσκαλος και ο φίλος, την μνήμη του οποίου τιμούμε σήμερα. Για την Ελλάδα, για τη Δημοκρατία, για την εν γένει ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, ο Μάνεσης είναι πρώτα και πάνω από όλα ένα σύμβολο. Ήταν τόσο πολλά τα προτερήματά του, τόσο έντονη η προσωπικότητά του, τόσο εμβληματικό το έργο του και τόσο συνεπής η στάση του, που το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι το πόσο τυχεροί αισθανόμαστε όσοι υπήρξαμε μαθητές του. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν για μας, πέρα από όλα τα άλλα, ήταν και Δάσκαλος, με το Δ κεφαλαίο. Όχι μόνο γιατί, σε αντίθεση με άλλους, ήταν «Δάσκαλος που δίδασκε και λόγον… εκράτει». Αλλά και γιατί συζητούσε μαζί μας ατέλειωτες ώρες, μοχθούσε διορθώνοντας και ξαναδιορθώνοντας χειρόγραφα, πρότεινε λύσεις αλλά και επιζητούσε τον αντίλογο. Και όλα αυτά χωρίς πατερναλισμούς, χωρίς την επίκληση οποιασδήποτε αυθεντίας, αλλά με ισότιμη αντιμετώπιση και με οικειότητα που ξάφνιαζαν ή και σόκαραν όσους δεν τον ήξεραν προσωπικά και είχαν την εικόνα ενός αυστηρού και απρόσιτου καθηγητή.
*Αποσπάσματα από την ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Γιώργος Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, στην εναρκτήρια τελετή του συνεδρίου «100 χρόνια από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση», το οποίο είχε πραγματοποιηθεί στην Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 16 Δεκεμβρίου 2022.
Ο Γιώργος Σωτηρέλης
Στις 2 Αυγούστου 2000, ημέρα Τετάρτη, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών ο κεφαλλονίτης Αριστόβουλος Μάνεσης, ο ακαδημαϊκός, ο κορυφαίος συνταγματολόγος, ο φωτισμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο εξαίρετος συγγραφέας, ο ενεργός πολίτης.
Το κείμενο της εξαίρετης ομιλίας του Γιώργου Σωτηρέλη, όπως και όλες οι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου, προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο gsotirelis.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις