Προβληματισμό προκαλεί στις Βρυξέλλες και στη Ρώμη η πρωτοβουλία της Τζόρτζια Μελόνι να απευθύνει επιστολή προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για προσπάθεια ορισμένων ΜΜΕ και φορέων της Ιταλίας να τη δυσφημήσουν, δίνοντας συνέχεια στον «πόλεμο» που της έχουν κηρύξει ορισμένοι «κύκλοι».

Το έκαναν δε παραποιώντας, όπως η ίδια τουλάχιστον ισχυρίστηκε, τη φετινή έκθεση για το κράτος δικαίου στην ΕΕ, η οποία δημοσιοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, και απευθύνει σαφείς συστάσεις στην κυβέρνηση της Ιταλίας προκειμένου να λάβει μέτρα για την ελευθερία και ανεξαρτησία των ΜΜΕ και για την προστασία των δημοσιογράφων.

Σε κάθε περίπτωση, ο προβληματισμός είναι εύλογος και η αιτία που τον προκαλεί σχετικά απλή: «Γιατί να απευθυνθεί στη Φον ντερ Λάιεν;» όπως αναρωτήθηκε στέλεχος του ΕΛΚ, από τη στιγμή που (επισήμως τουλάχιστον) στόχος της επιστολής διαμαρτυρίας δεν ήταν η Κομισιόν αλλά κάποια ΜΜΕ και παράγοντες εντός Ιταλίας; Γιατί, με άλλα λόγια, η Μελόνι να διακινδυνεύσει δυσάρεστες συνέπειες εάν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να το κάνει;

«Δεν βλέπω να υπάρχουν οποιεσδήποτε αρνητικές συνέπειες για την Ιταλία και δεν πιστεύω ότι οι σχέσεις μας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδεινώνονται» έσπευσε να διαβεβαιώσει η Μελόνι από το Πεκίνο, όπου βρίσκεται για επίσημη επίσκεψη η οποία ολοκληρώνεται σήμερα. Παράλληλα, απέρριψε το σενάριο η υπόθεση αυτή να πλήξει την προσπάθεια της Ιταλίας να διασφαλίσει ένα ισχυρό χαρτοφυλάκιο στην επόμενη Κομισιόν, ανάλογο με εκείνο του απερχόμενου επιτρόπου για ζητήματα οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν πολλοί στις δύο πρωτεύουσες που θα χαρακτήριζαν τη σχέση των δύο γυναικών πολιτικών ως «προβληματική». Πολύ περισσότερο που η Φον ντερ Λάιεν έφτασε να υποστεί έντονη κριτική από αρκετούς εταίρους εξαιτίας της συμφωνίας για το Μεταναστευτικό με την Τυνησία, η οποία υπεγράφη κατ’ απαίτηση της Μελόνι, εν αγνοία ουσιαστικά αρκετών εκ των «27».

Υπενθυμίζεται, μάλιστα, ότι ήταν η πρόεδρος της Κομισιόν η οποία πρακτικά καθυστέρησε τη δημοσιοποίηση της επικριτικής της για την Ιταλία έκθεσης για το κράτος-δικαίου, που αρχικά είχε οριστεί για τις 3 Ιουλίου, έτσι ώστε να κρατήσει ζωντανό το ενδεχόμενο στήριξής της από τη Μελόνι στην κρίσιμη ψηφοφορία για ανανέωση της θητείας της στην προεδρία.

Ακόμη, όμως, και μετά την άρνηση των ευρωβουλευτών του κόμματος της ιταλίδας πρωθυπουργού να τη στηρίξουν, οι περισσότεροι υπέθεσαν πως επρόκειτο για απόφαση που ελήφθη στη βάση ψυχρών πολιτικών υπολογισμών και όχι κακού κλίματος ανάμεσα στις δύο.

Κίνδυνος για το ιταλικό χαρτοφυλάκιο;

Η «Repubblica» πάντως – η οποία βρέθηκε επωνύμως στο στόχαστρο της Μελόνι – διατυπώνει διαφορετική άποψη.

«Οι επιλογές που έγιναν από τους Αδελφούς της Ιταλίας κατά την ψηφοφορία στο Στρασβούργο για την επανεκλογή της Φον ντερ Λάιεν προκαλούν αντιδράσεις και συνέπειες που δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως αντιληπτές από την κυβέρνηση στη Ρώμη. Η πρόεδρος της Κομισιόν, συγκεκριμένα, δεν είδε με καλό μάτι το «όχι» στην υποψηφιότητά της. Το αντιμετωπίζει δε περίπου ως προδοσία, ειδικά μετά τις υποχωρήσεις που έχουν γίνει προς την ιταλική Δεξιά τους τελευταίους 18 μήνες» σημειώνει χαρακτηριστικά η σχετική ανάλυση. Επιμένοντας, ταυτόχρονα, πως είναι κάτι το οποίο δεν αποκλείεται να εκφραστεί και στη «μοιρασιά» των χαρτοφυλακίων στη νέα Κομισιόν.

Σε αυτό το φόντο, μένει να αποδειχθεί κατά πόσο η συνεργασία που επιτεύχθηκε ανάμεσα στο ΕΛΚ, τους Σοσιαλιστές και το Renew με την ευρωομάδα των Πρασίνων, με «καρπό» τη νέα πενταετή θητεία για τη Φον ντερ Λάιεν, ήταν μια ad hoc πολιτική σύμπραξη ή θα έχει συνέχεια. Σηματοδοτώντας, έτσι, το – προσωρινό έστω – τέλος του «φλερτ» ανάμεσα στο ΕΛΚ με τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς και ειδικά με το κόμμα της Μελόνι.

«Μελόνι, όπως Μπερλουσκόνι»

Με τις επιθέσεις που εξαπολύει κατά των ΜΜΕ, «η Μελόνι δείχνει τις αδυναμίες της», εκτιμά ο επί δεκαετία εκδότης του γνωστού περιοδικού «Economist», Μπιλ Εμοτ. Μιλώντας στη «La Repubblica», ο Εμοτ τονίζει πως «δεν αποτελεί ποτέ καλό σημάδι όταν η κυβέρνηση μιας δυτικής και δημοκρατικής χώρας επιτίθεται σε εφημερίδες ή δημοσιογράφους».

Διευκρινίζει, βεβαίως, ότι τίποτε από όσα έχουν συμβεί δεν σημαίνουν ότι «δεν υπάρχει πλέον ελεύθερη ενημέρωση στην Ιταλία», προσθέτοντας όμως ότι «τα περιθώρια έχουν συρρικνωθεί, ενώ η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί η σημερινή κεντροδεξιά κυβέρνηση είναι ανησυχητική».

«Πρόκειται για ενδείξεις που πρέπει να σημάνουν συναγερμό. Τα ΜΜΕ αντιπροσωπεύουν την τέταρτη και, συμπεριλαμβανομένης της τηλεόρασης, την πέμπτη εξουσία. Συνεισφέρουν στην προάσπιση της δημοκρατίας. Το να επιτίθεται κανείς διαρκώς εναντίον τους και, ακόμη χειρότερα, το να τους ασκεί αγωγές με σκοπό να τα εξαναγκάσει να σιωπήσουν αποτελεί μια πολύ επικίνδυνη στάση», ξεκαθαρίζει.

Ο ίδιος δεν διστάζει, επίσης, να κάνει σύγκριση ανάμεσα στην τωρινή κυβέρνηση Μελόνι και τη στάση που τηρεί με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί επί διακυβέρνησης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι αναφορικά με τα ΜΜΕ. Θεωρεί δε ότι το πιο ανησυχητικό δεν είναι οι αντιδράσεις όπως εκείνες του τότε πρωθυπουργού, όταν ο «Economist» τον είχε χαρακτηρίσει «ακατάλληλο για να κυβερνήσει», αλλά η χρήση των δικαστηρίων προκειμένου να απαξιωθούν και να πληγούν τα ΜΜΕ.

«Στην περίπτωση του «Economist», η διαφορά είναι πως ήμασταν ένας μεγάλος εκδοτικός όμιλος και δεν είχαμε πρόβλημα να πάμε έναν πολιτικό ηγέτη στα δικαστήρια. Ομως, τα πιο μικρά Μέσα ενδέχεται να έχουν πρόβλημα», προειδοποιεί, υπογραμμίζοντας την αξία της «αλληλεγγύης ανάμεσα σε όλους τους δημοσιογράφους και τις εφημερίδες όταν δέχονται τέτοιου είδους επιθέσεις».

Premium έκδοση ΤΑ ΝΕΑ