Ο Φρέντρικ Τζέιμσον και η αναζήτηση μιας μαρξιστικής θεωρίας για το μεταμοντέρνο
Επιστρέφοντας στη συζήτηση για το μεταμοντέρνο
- Βροχή καταγγελιών για μη καταβολή δώρου Χριστουγέννων - Τι λέει η ΠΟΕΕΤ
- «Λουκέτο» σε βαριά παραβατικό ιδιωτικό σχολείο βάζει το ΥΠΑΙΘ, μετά από καταγγελίες της ΟΙΕΛΕ και γονέων
- Σύσταση καθηγητή του Χάρβαρντ σε Κίεβο: Σταματήστε τις δολοφονίες, δεν σας συμφέρουν
- Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Ανυπομονώ να ξεκινήσω την αποστολή μου ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα
Περίπου σαράντα χρόνια πριν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια έννοια που ήδη χρησιμοποιείτο σε αισθητικές συζητήσεις, ιδίως στην αρχιτεκτονική για να περιγράψει την εγκατάλειψη των αρχών του υψηλού μοντερνισμού και του International Style προς όφελος μιας πιο «ιστορικιστικής» και «διακοσμητικής» προσέγγισης, έκανε το κρίσιμο πέρασμα στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας, πυροδοτώντας μια μεγάλη αντιπαράθεση. Ήταν η έννοια του μεταμοντέρνου και του μεταμοντερνισμού, που έκτοτε θα σφραγίσει τον τρόπο με τον οποίο συζητάμε την εποχή στην οποία ζούμε και το εάν και κατά πόσο όντως μπορεί να περιγραφεί ως μετανεωτερική.
Μία από τις πιο σημαντικές συνεισφορές σε αυτή τη συζήτηση θα έρθει από τον Φρέντρικ Τζέιμσον, καθηγητή στο πανεπιστήμιο Duke, ο οποίος είχε ήδη ιδιαίτερα μεγάλο κύρος ως ένας από τους πιο σημαντικούς μαρξιστές ερευνητές στις πολιτισμικές σπουδές: Το 1984, το άρθρο του με τίτλο «Το μεταμοντέρνο ή η λογική του ύστερου καπιταλισμού», θα γίνει ένα σημείο αναφοράς, ιδίως όταν αποτελέσει λίγο αργότερα τη βάση ενός βιβλίου με τον ίδιο τίτλο (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση Γιώργου Βάρσου). Εκεί θα περιγράψει το μεταμοντέρνο με τον ακόλουθο τρόπο: «Ένα νέο άβαθές, το όποιο εκτείνεται τόσο στη σύγχρονη “θεωρία” όσο και σ’ έναν ολόκληρο νέο πολιτισμό της εικόνας ή του ομοιώματος· επακόλουθη αποδυνάμωση της ιστορικότητας τόσο στη σχέση μας με τη δημόσια ιστορία όσο και στις νέες μορφές του ιδιωτικού μας χρόνου, του οποίου ή “σχιζοφρενική” δομή (κατά τον Λακάν) θα ορίσει νέου τύπου συντάξεις και συνταγματικές σχέσεις στις τέχνες, όπου βαραίνει περισσότερο το στοιχείο του χρόνου».
Όλα αυτά ο Τζέιμσον τα συνέδεε με την ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού προς αυτό που περιέγραφε, χρησιμοποιώντας την ορολογία του Ερνέστ Μαντέλ, ύστερο καπιταλισμό, δηλαδή έναν καπιταλισμό παγκοσμιοποιημένο, πλήρως χρηματιστικοποιημενο, βασισμένο στον διαρκή καταναγκασμό για κατανάλωση και με ιδιαίτερη έμφαση στις πόλεις ως σκηνικό των πρακτικών του. Σύνθετο και πυκνό το σχήμα του Τζέιμσον είχε το θεωρητικό πλεονέκτημα ταυτόχρονα να αποδέχεται ότι όντως μπορούμε να μιλάμε για το μεταμοντέρνο, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε και το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», όπως είχε επιμείνει ο Λυοτάρ αμφισβητώντας ουσιαστικά την ερμηνευτική επάρκεια του ίδιου του μαρξισμού.
Το 1998 οι εκδόσεις Verso εξέδωσαν έναν τόμο που συμπεριλάμβανε κείμενα του Τζέιμσον πάνω σε αυτό το θέμα. Αυτόν τον τόμο τον εξέδωσαν φέτος οι εκδόσεις Πλέθρον, σε μετάφραση της Ροζαλί Σινοπούλου, με τον τίτλο «Η πολιτισμική στροφή. Κείμενα για το μεταμοντέρνο». Το βιβλίο ξεκινά με την αφετηρία της παρέμβασης του Τζέιμσον, δηλαδή την ομιλία του στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γουίτνεϊ το φθινόπωρο του 1982, με τίτλο «Μεταμοντερνισμός και καταναλωτική κοινωνία». Περιλαμβάνει κείμενα που όρισαν το περίγραμμα της παρέμβασή του όπως το «Θεωρίες του μεταμοντέρνου» ή το «Μαρξισμός και μεταμοντερνισμός», αλλά και μεταγενέστερα, όπως οι «Αντινομίες της μετανεωτερικότητας» του 1991.
Αναζητώντας μια μαρξιστική οπτική
Ο Τζέιμσον επιμένει σε βασικές αφετηρίες μια μαρξιστικής οπτικής, διατηρώντας τόσο την αναφορά σε μια έννοια ολότητας, σε αντίθεση με εκείνο το τμήμα της «μεταμοντέρνας θεωρίας» που υποστήριξε ότι είναι πλέον αδύνατη μια οπτική της ολότητας και ότι εφικτές είναι μόνο τοποθετήσεις αποσπασματικές και αναγκαστικά μερικές, όσο και την επιμονή σε μια διαρκή ιστορικοποίηση τόσο των κοινωνικών όσο και των αισθητικών φαινομένων, καλώντας ουσιαστικά σε μια «γνωσιακή χαρτογράφηση» που όπως διευκρινίζει «δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια κωδική ονομασία για την “ταξική συνείδηση”», αλλά στο πλαίσιο της νέας χωρικότητας που εκπροσωπεί το μεταμοντέρνο. Είναι η προσπάθεια κατανόησης μιας συνθήκης όπου η αέναη μεταβολή της μόδας και της μηντιακής εικόνας συνδυάζεται με το ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, σε μια ιδιότυπη εκδοχή της θέσης περί του «τέλους της ιστορίας», καθώς μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία παραπέμπει σε έναν θρίαμβο της χωρικής ομοιογένειας πάνω στις όποιες ετερογένειες.
Αυτό αντιστοιχεί στον τρόπο που κατά τον Τζέιμσον εξελίσσεται ο ίδιος ο καπιταλισμός, καθώς η «παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα είδος κυβερνοχώρου μέσα στον οποίο το κεφάλαιο του χρήματος έχει φτάσει στην υπέρτατη αποϋλοποίηση του, ως μηνύματα που περνούν στιγμιαία από ένα κομβικό σημείο σε ένα άλλο, απ’ άκρη σ’ άκρη της παλαιάς υφηλίου, του προηγουμένως υλικού κόσμου» (σ. 234).
Ως αποτέλεσμα έχουμε και έναν βαθύ μετασχηματισμό και του αισθητικού πεδίου. Ενώ σε μια προηγούμενη εποχή «η τέχνη ήταν ένα βασίλειο πέρα από εκείνο της εμπορευματοποίησης, στο οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται κάποια ελευθερία», και ακόμη και «στον ύστερο μοντερνισμό, στο δοκίμιο του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ για την Πολιτιστική Βιομηχανία, εξακολουθούσαν να υπάρχουν ζώνες τέχνης που εξαιρούνταν από τις εμπορευματοποιήσεις της εμπορικής κουλτούρας», αυτό που χαρακτηρίζει τη μετανεωτερικότητα στον τομέα της κουλτούρας είναι η «αναίρεση κάθε πράγματος που βρίσκεται εκτός της εμπορικής κουλτούρας, η απορρόφηση όλων των μορφών τέχνης, υψηλής και χαμηλής, από αυτήν, μαζί με την ίδια την παραγωγή εικόνων» (σ. 207).
Παρότι θα έλεγε κανείς ότι το σχήμα της μετανεωτερικότητας αναλογεί περισσότερο στις δεκαετίες του 1980 και 1990, όταν μια εκδοχή παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φάνταζε, ιδίως μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κυρίαρχη, σε αντιδιαστολή με την επιστροφή του πολέμου και των μεγάλων γεωπολιτικών διαιρέσεων (αν και χωρίς αμφισβήτηση του καπιταλισμού) στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, το βέβαιο είναι τόσο η κυριαρχία της εικόνας όσο και η προληπτική υπονόμευση κάθε στοχασμού μιας ιστορικής εναλλακτικής, εξακολουθούν να είναι εδώ.
Η μετανεωτερικότητα ως «Τέλος της ιστορίας»
Κατά τον Φρέντρικ Τζέιμσον όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η εποχή της μετανεωτερικότητας να φαντάζει μια παραλλαγή του σχήματος περί του «Τέλους της ιστορίας». Και αυτό γιατί αποτυπώνει ένα ιδιότυπο κλείσιμο του ιστορικού ορίζοντα, μια «παρεμπόδιση της ιστορικής φαντασίας», δηλαδή το τέλος της δυνατότητας να στοχαστούμε οποιαδήποτε εναλλακτική μορφή οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, διαφορετική και ανταγωνιστική σε αυτή την εκδοχή παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις