Έχει έρθει στο γραφείο το «Ελσίνκι», το τελευταίο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Εδώ και χρόνια, το εκδοτικό ραντεβού με τον συγγραφέα είναι συγκεκριμένο, καθώς πάνω – κάτω ανά διετία κυκλοφορεί κι ένα καινούργιο βιβλίο του. Είναι ένα βιβλίο που διαπραγματεύεται την ταυτότητα, τόσο την εθνική όσο και την σεξουαλική μέσα από τον έρωτα ενός πρόσφυγα της Ανατολής κι ενός αστού της Δύσης. Αλλά πριν πάμε στα ειδικότερα, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν.

Παλαιοχώρι Καβάλας. Εκεί, στις πλαγιές του όρους Παγγαίου, λίγα χιλιόμετρα από την πεδιάδα των Φιλίππων και στη σκιά του «κάστρου του Αλέξανδρου» θα γεννηθεί –σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο- ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ο συγγραφέας 19 βιβλίων, στα οποία περιλαμβάνονται 12 μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, ένα μονόπρακτο κλπ.

Η γνωριμία μου με τον συγγραφέα πάει 25 χρόνια πίσω, όταν είχε κυκλοφορήσει από τον «Κέδρο» το βιβλίο του «Τα Νερά της Χερονήσου». Είχαμε κάνει μια συνέντευξη για λογαριασμό της εφημερίδας στην οποία εργαζόμουν τότε και ήδη είχα έρθει σ’ επαφή με το έργο του, καθώς λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει τον «Χορευτή στον Ελαιώνα» και με είχε ενθουσιάσει.

Είναι η εποχή που η Ελλάδα αρχίζει να ζει κάτω απ’ το όνειρο του «εκσυγχρονισμού» και το βιβλίο κυκλοφορεί μεταξύ δύο κομβικών γεγονότων: από τη μια τα όσα είχαν συμβεί λίγα χρόνια πριν με το Μακεδονικό και από την άλλη όσα θα ακολουθούσαν πολύ σύντομα με τις λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες. Η αναζήτηση της ταυτότητας της ιστορίας στην ταραγμένη βαλκανική χερσόνησο μέσα από το οδοιπορικό τριών ηρώων –διαφορετικής εθνικότητας- απασχολούσε τον συγγραφέα στα «Νερά της Χερσονήσου».

Λίγα χρόνια νωρίτερα στο πρώτο βιβλίο, το «Κρυμμένοι Άνθρωποι», ο Γρηγοριάδης έχει ασχοληθεί με τους Πομάκους. Ο διορισμός του ως εκπαιδευτικού στα πομακοχώρια της Ξάνθης αποτέλεσε το εφαλτήριο της γραφής. Στα πρώτα βιβλία του η πλοκή εκτυλίσσεται στη βόρεια Ελλάδα, κυρίως στη σκιά του Παγγαίου, της γενέθλιας γης του.

Πρόκειται για ένα κομμάτι της Ελλάδας που ψηφίζει παραδοσιακά συντηρητικά, εξάλλου η Πρώτη Σερρών (το μέρος καταγωγής του Κωνσταντίνου Καραμανλή) είναι κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα απ’ το Παλαιοχώρι. Φτωχοί και πλούσιοι ψηφίζουν, στην πλειονότητά τους, χωρίς ταξική συνείδηση, ΕΡΕ εκείνα τα χρόνια και Δεξιά αργότερα. Η Χούντα, που βρίσκει τον Θεόδωρο στο Γυμνάσιο, είναι απλώς το κερασάκι στην τούρτα.

Το βιβλίο που θα τον κάνει διάσημο είναι ο «Ναύτης» και κάποια χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει το «Παρτάλι». Κάποια χρόνια αργότερα με το βιβλίο «Ζωή Μεθόρια» ο συγγραφέας θα τιμηθεί με το κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας.

Η ιστορία της Μεταπολίτευσης έως σήμερα διαπνέει όλα τα βιβλία του συγγραφέα. Οι ήρωες στα βιβλία του είναι κομμάτι της, από τις ένδοξες εποχές της δεκαετίας του ’80 έως τις σκοτεινές μέρες των Μνημονίων.

Για όλα αυτά, την περίοδο της Επταετίας, την ελληνική επαρχία, την κάθοδο στην Αθήνα, τη συγγραφή, τα βιβλία, την πολιτική, την Αριστερά το in μιλάει με μια από τις πιο δυνατές φωνές της Λογοτεχνίας της Μεταπολίτευσης: τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη.

«Γράφω γιατί διάβαζα. Διάβαζα πάρα πολύ από 15 χρονών», είναι η πρώτη απάντηση στην ερώτηση γιατί κάποιος έχει την ανάγκη να γράψει και να γίνει συγγραφέας.

-Βιώσατε ως μαθητής την εμπειρία της Χούντας στην ελληνική επαρχία. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;

«Μιλάμε για ένα αγροτόπαιδο που δούλευε στο μπακάλικο του πατέρα του και διάβαζε τότε Μπλεκ και Μικρό Ήρωα και ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με τη μικρή βιβλιοθήκη του θείου του Γρηγόρη που ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ο μοναδικός σπουδαγμένος από τ’ αδέλφια του πατέρα του. Έρχομαι λοιπόν αντιμέτωπος με Τσβάιχ, Περλ Μπακ και άλλους μεγάλους της λογοτεχνίας».

»Ταυτόχρονα, ο πατέρας μιας συμμαθήτριάς μου στο χωριό που ήταν ο γραμματέας της κοινότητας και που διαβάζει Ταχυδρόμο και ΝΕΑ, έχει επίσης μια βιβλιοθήκη, που ίσως ήταν η μοναδική στο χωριό. Προέρχονται από οικογένεια αριστερών, ο παππούς της διαβάζει Ριζοσπάστη και μιλάμε για την εποχή που όλες αυτές οι εφημερίδες ήταν σχεδόν υπό δίωξη. Η δική μου οικογένεια χωρίς να είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη ήταν Καραμανλικοί. Ανήκαμε εξάλλου στα λεγόμενα καραμανλικά χωριά του Παγγαίου».

Η βιβλιοθήκη

»Το σπίτι του γραμματέα, είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη. Ήταν γεμάτη από κλασική λογοτεχνία. Αρχίζω λοιπόν να διαβάζω βιβλία και να γράφω μικρές κριτικές για βιβλία και ταινίες. Ήμουν τυχερός επειδή το χωριό μας είχε κινηματογράφο και μπορούσα να βλέπω ταινίες. Κινηματογράφος ο «Μέγας Αλέξανδρος», δεν θα μπορούσε να λέγεται κι αλλιώς τότε. Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι και πολιτικά κάποια πράγματα μέσα απ’ αυτή την οικογένεια. Προέρχονταν από προσφυγικές ροές, από την ανταλλαγή των πληθυσμών του ’22. Μεγάλωσα λοιπόν σε μια γειτονιά προσφύγων και σ’ ένα μέρος όπου τόσο το ελληνικό όσο και οθωμανικό στοιχείο ήταν έντονα».

Στα χωράφια

»Παράλληλα, μπορεί να διαβάζω και να γράφω, από την άλλη όμως εκτός από το μαγαζί βοηθάω την οικογένεια και στα χωράφια, στα καπνά. Όλη η οικογένεια ασχολούνταν με τα καπνά. Ο πατέρας μου θεωρούσε ότι «έπαιρνα τα γράμματα» και πολλές φορές μ’ έπαιρνε μαζί του στην Καβάλα για να πάρω κάποιο βιβλίο. Επί Χούντας λοιπόν που εγώ είμαι στο Γυμνάσιο, μπορώ να σου πω ότι κανείς δεν μας μίλησε γι’ αυτήν ή για τη Δημοκρατία. Τέτοιος σκοταδισμός. Νόμιζα ότι το καθεστώς είναι αυτό που βλέπαμε και ζούσαμε».

Μαθητικά χρόνια

»Στο σπίτι δεν γίνονται πολιτικές συζητήσεις. Η οικογένεια των Αριστερών ήταν εκείνη που με έκανε να αντιληφθώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Φαντάσου ότι για να πας σινεμά τότε θα έπρεπε να έχεις την έγκριση κάποιου καθηγητή από το σχολείο. Η μοναδική αποβολή που έφαγα στο σχολείο ήταν επειδή πήγα σ’ ένα γουέστερν, το ¨Κορμιά για Κρέμασμα¨. Έγινε λοιπόν αιφνιδιαστική έφοδος –αν έχεις το Θεό σου- καθηγητών από την Καβάλα προκειμένου να δουν αν υπάρχουν μαθητές στον κινηματογράφο του χωριού χωρίς έγκριση. Την άλλη μέρα λοιπόν ο διευθυντής του σχολείου, μάς έβγαλε όσους είχαμε πάει σινεμά ενώπιον όλου του σχολείου, λέγοντας ¨ιδού τα κορμιά για κρέμασμα¨. Ο πατέρας μου θυμάμαι ήταν απαρηγόρητος απ’ αυτή μου την αποβολή, κυρίως επειδή ήμουν καλός μαθητής. Τον φώναξαν λοιπόν και του είπαν ¨να μην παρασύρεται ο Θόδωρος γιατί είναι καλό παιδί¨«.

»Εγώ όμως τότε ήθελα να παρασυρθώ. Θυμάμαι πηγαίναμε με συμμαθητές μου στην εξοχή, έξω από το χωριό και τους έδειχνα τολμηρά σινερομάντζα που μου έστελνε τότε ταχυδρομικά από τη Γερμανία, όπου είχε μετακομίσει με τους δικούς της μια γειτονοπούλα, με την οποία είχα αλληλογραφία. Είχαν φύγει πολλοί στη Γερμανία τότε. Εγώ της έστελνα το «Φαντάζιο» κι εκείνη το αντίστοιχο γερμανικό. Είχα μια ροπή στο ¨να τη φέρω¨ στο σύστημα που με καταπίεζε. Για παράδειγμα στην Εκκλησία όπου παίρνονταν απουσίες κάθε Κυριακή αν δεν δίναμε το παρών. Αν π.χ. θέλαμε να κάνουμε ένα πάρτυ πηγαίναμε σε κάτι ρέματα με το φόβο να μας πιάσουν».

Ο εξευτελισμός της Χούντας

»Όσο τα σκέφτομαι τώρα διαπιστώνω τι ζήσαμε. Στις πόλεις προφανώς και ήταν διαφορετικά και πιο ολοκληρωτική η κατάσταση με βασανιστήρια, φυλακίσεις. Αλλά κι εμείς στην επαρχία δεν ζούσαμε ωραία. Φανταστείτε, είμασταν μαθητές, δεν μας άφηναν να χαρούμε τίποτε, μας απαγόρευαν να γνωρίσουμε τον κόσμο, μάς απαγόρευαν την κυκλοφορία μετά τις 8 το βράδυ, μας κούρευαν, εξευτελιστικά πράγματα, αδιανόητα».

»Την τελευταία χρονιά πριν περάσω στο Πανεπιστήμιο είχα πάει στη Θεσσαλονίκη να κάνω φροντιστήριο. Ήρθε η επιστράτευση της Κύπρου, θυμάμαι τον θείο μου τον Γρηγόρη να λέει τη λέξη ¨πόλεμος¨. Γυρίσαμε άρον, άρον στο χωριό και σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να μείνω πάλι πίσω, στο χωριό, ήθελα να φύγω, να γνωρίσω τον κόσμο».

»Πέρασα μέσα στους 30 πρώτους εκείνης της χρονιάς στην αγγλική φιλολογία. Στους πρωτεύοντες είχαν δώσει τότε και μια μικρή υποτροφία, την οποία και χρησιμοποίησα μαζί με κάποια χρήματα που μου έδωσε ο πατέρας μου για να πάω για ένα μήνα στην Αγγλία την επόμενη χρονιά».

– Και πώς ήταν αυτός ο μήνας;

«Από το πρωί έως το βράδυ έτρεχα στα σινεμά, για μένα αυτή η περίοδος, μιλάμε για το 1976, ήταν η πιο απελευθερωτική της ζωής μου. Δεν έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν, όχι επειδή κρύβει κάτι τρομερό, αλλά επειδή είναι κάτι πολύ προσωπικό».

-Η Μεταπολίτευση σάς βρήκε φοιτητή….

«Στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά την μεταπολίτευση ήταν κάτι τρομερό, δε νομίζω ότι μπορεί να το περιγράψει κάποιος αν δεν το έχει ζήσει. Θυμάμαι τα υπόγεια της Φιλοσοφικής όπου όλα τα άτομα ήταν πολιτικοποιημένα. Τα γράφω αυτά στο «Παρτάλι». Εμένα με παρέσυρε περισσότερο η νεολαία του Ρήγα. Μου φάνηκε πως ήταν πιο κοντά σε μένα. Το κορίτσι που έχω στο «Παρτάλι», η Ζωή, είναι το ίδιο κορίτσι στο «Ζωή Μεθόρια» που έγραψα αργότερα, ήταν αυτή που πουλούσε την εφημερίδα του Ρήγα στα σκαλιά της Φιλοσοφικής».

Ανακαλύψεις

»Είναι η εποχή που ανακαλύψαμε τον Φασμπίντερ, τον Παζολίνι, τους μεγάλους αιρετικούς. Όλο αυτό ήταν σαν μια αποκάλυψη. Είχαμε αφήσει πίσω μας τις εποχές που μας κούρευαν, μας απαγόρευαν τα πάντα και βρεθήκαμε σ’ εκείνα τα υπόγεια που είμασταν ελεύθεροι να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε, να πάμε στα πάρτι, να γνωρίσουμε πράγματα που δεν ξέραμε ότι υπάρχουν. Μπορούσαμε να διαβάσουμε και να δούμε ότι θέλαμε».

»Τότε γνωρίσαμε και την περιθωριακή Θεσσαλονίκη. Στον Βαρδάρη με τις πουτάνες και τα φαντάρια, με τους μύθους του Χριστιανόπουλου, με τον απόηχο του Γιώργου Ιωάννου. Δημιουργήθηκε μια πολύ ωραία ομάδα τότε, τέσσερις, πέντε φίλοι, ψάξαμε να βρούμε τον ευατό μας και απ’ αυτόν το χώρο, συν τα εφόδια του Πανεπιστημίου. Αυτό ήταν και το υπόβαθρο για να γράψω το «Παρτάλι».

-Περιγράφετε ένα γοητευτικό πλαίσιο. Θεωρείτε ότι αυτή η εικόνα που περιγράφετε ήταν κάτι συγκυριακό για την πόλη ή ισχύει αυτό που λέγεται για την «ερωτική Θεσσαλονίκη»;

«Η Μεταπολίτευση απελευθέρωσε δυνάμεις. Ο κόσμος είχε πιεστεί πολύ. Το Πανεπιστήμιο είχε κορυφαίους καθηγητές –τον Μαρωνίτη, τον Σαββίδη- πολιτικοποιημένους φοιτητές και η πόλη ακουμπούσε στην εποχή του Ιωάννου, της Καρέλλη, του Πεντζίκη, του Θέμελη, ακόμα και συντηρητικών ανθρώπων που ήταν όμως σπουδαίοι. Ήταν μια λογοτεχνική πόλη».

»Ακόμη πιο πίσω ήταν ο Ξεφλούδας και ο Δέλιος, αυτοί που έφεραν τους μοντερνιστές στη Θεσσαλονίκη. Ο Τζόϋς για πρώτη φορά μεταφράστηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μια πόλη που είχε την υποδομή και διατηρούσε τον βυζαντισμό της ως παράδοση. Μετά μετατράπηκε σε μια χριστιανοκρατία. Σήμερα έχει αλλάξει πάρα πολύ το τοπίο αυτό. Πάντα ήταν ερωτική η πόλη. Τώρα, δεν ξέρω».

-Πού βρίσκει την παρέα σας η Αλλαγή;

«Εγώ ήμουν στο ναυτικό με 28 μήνες θητεία. Περισσότερο με ένοιαζε πως να επιβιώσω εκεί καθώς ήμουν σχεδόν μόνιμα στο καράβι, στο «Ιέραξ». Έκανα και ωραία ταξίδια, εκπαιδευτικά. Ήταν μια περίοδος που κοίταζα περισσότερο το προσωπικό μου στίγμα, στο στρατό εξάλλου δεν σε νοιάζουν και πολλά πράγματα από τον έξω κόσμο.

Μετά αρχίζει η περίοδος που ανακαλύπτω την Αθήνα, πράγματα που περιγράφω στον «Ναύτη». Ήταν και η βάση ώστε να γυρίσω μια μέρα σε αυτή την πόλη».

-Πότε ξεκινά η επαγγελματική σας πορεία;

«Διορίστηκα ως καθηγητής το 1982. Ένα χρόνο πριν εργαζόμουν σε φροντιστήρια στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πως το κτίριο ήταν την Προξένου Κορομηλά και βρισκόταν απέναντι από το «Μπανάλ», ένα θρυλικό μαγαζί της εποχής. Δούλεψα κι εγώ εκεί με κάποια κειμενάκια για κάποιες επιθεωρήσεις, παρλάτες κλπ. Ήρθε λοιπόν ο διορισμός, ένας όμορφος εξοστρακισμός στο τελευταίο λύκειο του Έβρου, στα Δίκαια».

-Στην πινέζα του χάρτη που λέμε.

«Το περίφημο τριεθνές. Είχα εμποτιστεί από το Πανεπιστήμιο, τα ταξίδια, τα διαβάσματα, κατά συνέπεια την επαρχία την έβλεπα με άλλο μάτι, από μια πλευρά πιο μυθολογική, όσο κι αν το μυαλό μου ήταν προς τις πόλεις. Τρία χρόνια αργότερα βρέθηκα με μετάθεση στην Ξάνθη, ήμουν πλέον πιο κοντά στην Καβάλα και στο πατρικό μου. Ήταν μια πόλη που μου άρεσε γιατί είχε αυτό το πολυπολιτισμικό. Είχε π.χ. τους Πομάκους, που στάθηκαν η αφορμή για να γράψω το «Κρυμμένοι Άνθρωποι». Ήταν μια ωραία, ήπια πόλη».

-Στην Αθήνα πότε κατεβαίνετε;

«Παίρνω μετάθεση σε ένα λύκειο του Κορυδαλλού το 1987. Ήταν αρκετά δύσκολα τότε. Είχα μάθει σε αυτό το βορειοελλαδίτικο κλίμα, το πιο χαλαρό και τότε η Αθήνα ήταν πιο «γκρίζα», περισσότερο «παλαιομοδίτικη», μετά έγινε life style. Τα πρώτα χρόνια ζοριζόμουν τόσο που κάποιοι φίλοι μου, μού έλεγαν «σήκω φύγε». Έμεινα όμως. Έβγαλα και τον «Ναύτη» το 1993 στον «Κέδρο» και πήγε καλά, πούλησε. Οπότε έβγαλα κάποια χρήματα κι έκανα πάλι ταξίδια, κυρίως στο Λονδίνο, και σκέφτηκα μήπως πρέπει να μείνω».

-Εκδοτικά πως ήταν η εποχή τότε;

«Εντελώς διαφορετική. Θυμάμαι όταν έβγαλα τη συλλογή διηγημάτων, τον «Αρχαίο Φαλό», έγραψε η Κοτζιά μια κριτική στην «Καθημερινή». Ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα σε σχέση με σήμερα. Λιγότεροι συγγραφείς και πολύ λιγότερος κόσμος που ασχολιόταν με το βιβλίο. Τότε αν σου έγραφαν 2-3 κριτικές ήταν σπουδαίο πράγμα. Ήταν επίσης μια περίοδος που οι εκδότες αναζητούσαν νέους Έλληνες συγγραφείς και υπήρχε και η άποψη πως αν ήσουν καλός μπορούσες να βγάλεις και λεφτά απ’ αυτό».

»Θυμάμαι τότε πως το μεγάλο μπαμ το είχε κάνει ο Μουρσελάς με το «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» που είχε μεταφερθεί στην τηλεόραση. Έχω μια λίστα με τα ευπώλητα από εκείνη την περίοδο και βλέπεις ονόματα μέσα: Ζατέλη, Γαλανάκη, εγώ, ο Χωμενίδης, δεν υπήρχε η άλλη λογοτεχνία, η πιο «εύπεπτη», όπως τη λένε. Δεν τα βάζω με αυτήν, ο καθένας βγάζει ό,τι θέλει και κρίνεται όπως όλοι. Αυτό που θέλω να πω είναι πως αν υπήρχαν μπεστ σέλερ τότε, ήταν αυτά που σας αναφέρω πιο πάνω».

-Έχει μείνει πίσω και η γενιά του 30 που τη διάβαζαν τότε πολλοί, έχετε έρθει στο προσκήνιο οι νέοι συγγραφείς.

«Ακριβώς. Εχει ένα ενδιαφέρον πως αυτή η γενιά του Τατσόπουλου, του Ραπτόπουλου κλπ. που είναι η γενιά του 80, είναι όλοι ένα-δύο χρόνια μικρότεροί μου. Εγώ ξεκίνησα να γράφω αργότερα και ανήκω στη γενιά του 90. Τα δικά μου διαβάσματα ήταν οι συγγραφείς του 60, δηλαδή Ιωάννου, Ταχτσής, Τσίρκας, η Μέλπω Αξιώτη. Είχαν αυτή την υπέροχη δημοτική την οποία λατρεύω. Αυτοί οι συγγραφείς είχαν μια ωραία ελληνικότητα στη γλώσσα».

-Φαντάζομαι πολλοί θα σε έχουν ρωτήσει ποιον θεωρείς εξαιρετικό συγγραφέα, ας πούμε από την ξένη λογοτεχνία.

«Επειδή σπούδασα Αγγλική φιλολογία, πρώτα διάβασα και εκτίμησα τους Αγγλοσάξονες. Τώρα διαβάζω το «Τύχη» του Κόνραντ. Περιέχει απίστευτα αφηγηματικά τερτίπια. Του ίδιου, το «Η Καρδιά του Σκότους» μπορώ να στο πω απέξω. Η Βιρτζίνια Γουλφ μου άρεσε επίσης. Με τον Τζόυς και τον Σαίξπηρ ζορίστηκα. Μετά ανακάλυψα τους νεότερους, τον Μακ Γιούαν, τον Ισιγκούρο, τον Σουίφτ. Η γενιά του 80 που σπάει κόκκαλα. Ειδικά με τον Ισιγκούρο έχω ένα πάθος».

-Στην ισπανόφωνη Λογοτεχνία;

«Ξεκίνησα με τον Μαρκές, μετά με τον Κορτάσαρ και τελευταία διαβάζω πάρα πολύ ισπανόφωνη λογοτεχνία. Ο καταπέλτης για μένα ήταν ο Μπολάνιο. Ξέρω πολύ κόσμο που δεν τον αντέχει, αλλά ο άνθρωπος άλλαξε πολλά πράγματα. Αυτό που έκανε δεν μπορεί να το κάνει κανένας Αγγλοσάξονας, τους ξέρω απ έξω κι ανακατωτά».

»Ο Μπολάνιο μεθούσε, παραληρούσε κι έγραφε. Όλοι οι σύγχρονοι αντίστοιχοι Αγγλοσάξονες, αν διαβάσεις τις τελευταίες σελίδες των βιβλίων τους έχουν πέντε σελίδες ευχαριστίες, σε editors, managers, υποτροφίες. Σήμερα ένα καλό βιβλίο του μέσου όρου στις ΗΠΑ έχει περάσει από 50 φίλτρα. Αναρωτιέμαι μετά απ’ όλα αυτά, τί έχει μείνει από τον συγγραφέα;»

»Απ’ αυτή την άποψη νομίζω ότι είμαστε τυχεροί στην Ελλάδα. Γράφουμε και το βλέπει ο εκδότης. Απελευθερώνονται έτσι περισσότερες δυνάμεις από την έλλειψη διάφορων μεσολαβητών. Αυτό βέβαια είναι και καλό και κακό».

Αβοήθητο το βιβλίο στην Ελλάδα

-Πως σχολιάζετε την πολιτική του βιβλίου στην Ελλάδα;

«Το βιβλίο είναι τρομακτικά αβοήθητο από την Πολιτεία, σε βαθμό σκανδάλου. Δεν έχει ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα. Φέτος δόθηκαν 2,5 εκατ. ευρώ σε διάφορες ομάδες για ενίσχυση του πολιτισμού. Και καλώς έγινε αυτό. Το βιβλίο όμως δεν είναι πουθενά. Οποιοδήποτε βιβλίο πάρεις από εδώ (μου δείχνει μια ντάνα με βιβλία στο τραπέζι) και είναι μεταφρασμένο θα δεις πως έχει την υποστήριξη των ανάλογων φορέων της χώρας απ’ όπου προέρχεται. Άρα αν θες να προχωρήσεις, πρέπει να το ενισχύσεις».

-Δεν είναι εντυπωσιακό πάντως για μια χώρα που κατά κοινή ομολογία δεν διαβάζει, να έχει πάρα πολλούς που ασχολούνται με τη συγγραφή, όπως και πάρα πολλούς εκδότες;

«Πάρα πολύ. Κι εμένα μου κάνει εντύπωση. Επίσης μου κάνει εντύπωση πως ανθίζει το έντυπο βιβλίο στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα e books. Άσε που υπάρχουν πολλοί που τα εκδίδουν μόνοι τους, π.χ. ηλεκτρονικά. Καλό είναι ότι γράφει ο κόσμος. Για μια μεγάλη περίοδο είχαν ανθίσει και τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, τα οποία μπορεί να μην έφτιαξαν συγγραφείς, ωστόσο νομίζω ότι έφτιαξαν αναγνώστες. Πάντα νομίζω ότι είχαν καλό υλικό για να διαβάσουν».

-Διδάσκεται η συγγραφή;

«Όχι, δεν διδάσκεται, απλά δίνεις σε κάποιον τις κατευθύνσεις. Του λες π.χ. να διαβάσει Φίλιπ Ροθ για να δεις το κοινωνικό πλαίσιο, τον Μακ Γιούαν για να δεις τις οπτικές γωνίες, τον Τζόναθαν Κόου για να δεις πως μπορείς στο ίδιο βιβλίο ν’ αλλάξεις επίπεδα. Εγώ θα πρόσθετα, διάβασε Μέλπω Αξιώτη για να διατηρήσεις τα ελληνικά σου. Τα εργαστήρια μπορούν να σε βοηθήσουν να αγαπάς το διάβασμα».

-Πώς μπαίνετε στη διαδικασία να γράψετε;

«Είναι απλό, όταν μου έρθει μια ιδέα κάθομαι και γράφω. Το πρώτο χέρι είναι πολύ σημαντικό, πάει ως το τέλος και στη συνέχεια θα καθίσω από την αρχή να ξαναδώ τι έχω γράψει, να κάνω διορθώσεις κλπ. Κατεβάζω τηλέφωνα κι εργάζομαι πρωϊνές ώρες».

-Σκέφτεστε εκείνη την ώρα τον αναγνώστη;

«Δεν μπορείς να μην τον σκέφτεσαι από τη στιγμή που αποφασίζεις να εκδώσεις. Θέλω να πω δεν μπορείς να σκέφτεσαι μόνο τον καημό σου, αλλά θα σκεφτείς τον καημό ή τη χαρά και του άλλου. Είναι άλλο πράγμα η προσωπική γραφή που μπορεί να μείνει στο συρτάρι σου και άλλο αυτό που θα βγάλεις έξω. Υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, τουλάχιστον για μένα, σε όλο αυτό».

-Για να έρθουμε στο σήμερα, είμαστε σε μια εποχή που δείχνει να πηγαίνει προς τα πίσω.

«Ναι έχουμε, παλινδρομήσεις, υποχωρήσεις. Γι’ αυτό έλεγα και πριν για τη Μεταπολίτευση, πως είμασταν τα πρώτα χρόνια, στο ίδιο τραπέζι καθόμασταν άνθρωποι διαφορετικών τοποθετήσεων και μπορούσαμε να μιλήσουμε. Σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει αυτό. Σήμερα η κοινωνία είναι τικ τοκ, πόσα like θα πάρουμε, ο καθένας εγκλωβισμένος στην ατομικότητά του».

»Είμαι κι εγώ μέρος αυτού του ψηφιακού ριάλιτι που ζούμε. Τουλάχιστον, λέω πως είμαι μέσα για να βοηθήσω τα βιβλία μου. Στο είπα και πριν, παλιά όταν είχες μια συνέντευξη και 2-3 κριτικές για το βιβλίο σου, ήσουν καλυμμένος. Σε είχαν διαβάσει και δει εκατομμύρια άνθρωποι. Σήμερα και 50 συνεντεύξεις να δώσεις ή άλλες τόσες κριτικές, αυτά τα νούμερα δεν τα μαζεύεις από πουθενά».

-Σας ανησυχεί η ολοένα και μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση του κόσμου, η άνοδος της Ακροδεξιάς;

«Πάντα υπήρχαν αυτά νομίζω. Απλώς ήταν δυνάμεις που κρύβονταν. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι είναι συντηρητικοί από τη φύση τους γενικά, ελάχιστοι είναι αυτοί που τολμούν. Δες το άλλο. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί απίστευτα ψηλά ο ρόλος της Εκκλησίας, είτε φανερώς είτε υπογείως και στο πως επηρεάζει την κοινωνία, ειδικά στην επαρχία. Αυτό νομίζω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι τα χωριά έχασαν και τον αυτοδιοικητικό τους ρόλο, όταν έπαψαν να υπάρχουν κοινότητες. Κατά συνέπεια χάθηκαν οντότητες κι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής».

»Όλος αυτός ο συντηρητισμός βγαίνει σε θυμό. Και η απελευθέρωση των media δεν βοήθησε πολύ. Ο οποιοσδήποτε σήμερα στο you tube μπορεί να βγάλει μια θεωρία και οι άλλοι να τον πιστέψουν. Το πρόβλημα της Ακροδεξιάς είναι πολύ συγκεκριμένο: Δεν αγαπάνε τους άλλους. Δεν αγαπάνε τη διαφορετικότητα, το να έχεις άλλη γνώμη».

-Για την Αριστερά τι γνώμη έχετε; Γιατί ενώ μιλάει για ανθρώπινα δικαιώματα, για κατάργηση των ανισοτήτων κλπ. δεν κατάφερε να πείσει τον κόσμο;

«Γιατί στην ουσία δεν της δόθηκε ποτέ μια δεύτερη ευκαιρία όταν κλήθηκε να κυβερνήσει, την ώρα που δόθηκαν πολλές ευκαιρίες σε κάποιους που αποδεδειγμένα δεν ήταν ικανοί και δεν βοήθησαν. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η Αριστερά έχει μέσα της περισσότερη θεωρία παρά πρακτική».

-Για εσάς τι είναι η Αριστερά;

«Στο μυαλό μου δεν είναι μόνο θεωρία, είναι τρόπος σκέψης. Σκέφτομαι ανοιχτά, μια κοινωνία με όλους και για όλους, όπου μπορούν να εκφράζονται όπως θέλουν και που απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. Με άτομα που δεν κατευθύνονται που έχουν ανεξαρτησία στη σκέψη και που συνεχώς θα αναρωτιούνται τι συμβαίνει γύρω τους και που θα είναι και πιο διαλεκτικοί. Αυτή τη στιγμή προσωπικά δεν μπορώ να συγχωρέσω στην Αριστερά ότι είναι τόσο διασπασμένη. Έχει αυτοτραυματιστεί εντελώς».

»Πιστεύω επίσης ότι όσοι κινούνται αυτή τη στιγμή στην Αριστερά ως εκπρόσωποί της, είναι σαν τις πάπιες μέσα σε μια λίμνη. Η λίμνη ειναι η Αριστερά, ο χώρος, οι σκέψεις, η ιδεολογία. Όποιος θέλει μπαίνει μέσα και φτιάχνει το τσαρδί του. Μπορεί και να το εγκαταλείψει μετά. Εμένα, απ’ αυτόν τον χώρο, απ’ αυτή τη λίμνη δεν μπορεί να με βγάλει εύκολα κανείς».

Έγινε πολύ της μόδας τελευταία το τρίπτυχο «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια»…

«Ναι έγινε, εξαρτάται πως το χρησιμοποιείς. Εγώ το χρησιμοποιώ στο τελευταίο μου βιβλίο, το «Ελσίνκι», αλλά πως; Με έναν ήρωα, έναν Κούρδο που αναζητά μια πατρίδα, αρχικά στην Ελλάδα και μετά στη Φινλανδία. Τη θρησκεία, όταν έχεις έναν μουσουλμάνο προσαρμόζεται στον δυτικό τρόπο ζωής και που συζεί με έναν άντρα κι εδώ ανατρέπονται τα πράγματα».

»Και στο τέλος ο εραστής του που αναζητά μια υβριδική οικογένεια, άρα έρχεται κι αυτό το στοιχείο και συμπληρώνει τα υπόλοιπα. Για τη θρησκεία λέω ότι μπορείς να πιστεύεις σε πολλά πράγματα, αλλά η Εκκλησία σαν θεσμός είναι αναχρονιστικός. Η μεγαλύτερη ήττα του οποιοδήποτε κράτους είναι να μην μπορεί να κοντρολάρει τη σχέση του με την Εκκλησία».

Επειδή έχετε ρίζες στη βόρεια Ελλάδα κι έχουμε δει πιο ακραίες αντιδράσεις εκεί σε ζητήματα εθνικά, όπως π.χ. η συμφωνία των Πρεσπών, γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; 

«Είναι πολύ μεγάλο θέμα αυτό. Αρχικά πιστεύω ότι είναι γεωγραφικό το θέμα. Δηλαδή όταν είσαι μακριά από το κέντρο αποφάσεων και ζεις στα σύνορα, αισθάνεσαι ανασφάλεια. Αυτή, καλλιεργείται πολλές φορές. Όταν επίσης υπάρχει μια εγκατάλειψη από το κεντρικό κράτος, τότε όλα αυτά τα συναισθήματα έρχονται και τα αναπληρώνει η Εκκλησία και οι ακραίες φωνές».

»Την ίδια ώρα η μοναδική ενημέρωση των ανθρώπων είναι η τηλεόραση, δεν υπάρχουν οι εφημερίδες στα καφενεία όπως παλιά ή η προσέγγιση άλλων απόψεων. Δεν υπάρχουν πια πολιτιστικές εκδηλώσεις ή σύλλογοι γιατί τα περισσότερα μέρη έχουν συρρικνωθεί ή ερημώσει. Κατά συνέπεια πολύ εύκολα μπορούν να ταυτιστούν με τα λόγια ενός ιεροκήρυκα. Υπάρχει χάσμα του Βορά με το Νότο και δεν ξέρω πως μπορεί να καλυφθεί».