Λίγα λογοτεχνικά είδη κουβαλούν τόσο βάρος νοσταλγίας όσο το νουάρ. Και λίγα κινδυνεύουν να καταρρεύσουν υπό το βάρος αυτής ακριβώς της νοσταλγίας, όσο το νουάρ, πράγμα που συνήθως είναι το βασικό πρόβλημα με τις περισσότερες εκδοχές νέο-νουάρ που βλέπουμε εσχάτως.

Η πρόκληση επομένως είναι ένα νουάρ που να «μιλάει ελληνικά». Πιο σωστά «να μιλάει ελληνικά του 2024». Και με τον αστυνόμο Χαρίτο, τον βασικό ήρωα του Πέτρου Μάρκαρη να έχει περάσει προ πολλού το όριο της συνταξιοδότησης, ο δρόμος είναι ανοιχτός για τον Μιχάλη Κρόκο, τον βασικό ήρωα του Μάκη Μαλαφέκα, που τον συναντούμε εδώ για τρίτη φορά, στο Deepfake, το τελευταίο μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Ο συγγραφέας Μάκης Μαλαφέκας

Γιατί εάν είναι το νουάρ να μιλήσει ελληνικά, πλέον μπορεί να το κάνει μόνο με τον τρόπο που το κάνει ο Μαλαφέκας. Με έναν κατεξοχήν αντιήρωα, που μπλέκεται και ζει τις ιστορίες που απλώς θα ήθελε να γράφει και που με αυτόν τον τρόπο επιτρέπει και μια κριτική «αυτοαναφορική» ματιά στο ίδιο το είδος αλλά και στην ίδια την εμπειρία της αφήγησης. Και που αυτονόητα κατοικεί στα Εξάρχεια.

Και εάν το νουάρ είναι να μιλήσει ελληνικά το 2024, δεν μπορεί παρά να είναι μια ιστορία περίπλοκη που να ανακατεύει την πολιτική σκηνή, την άνοδο μιας ελληνικής αλτ-ράιτ, το σύμπαν των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και όλη την απαραίτητη διαπλοκή ανάμεσα σε πολιτική, οικονομικά συμφέροντα, και «κοινό έγκλημα».

Και γι’ αυτόν τον λόγο, ο μόνος τρόπος να μιλήσει ελληνικά το νουάρ το 2024 είναι διαρκώς ταλαντευόμενο ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό.

Ενώ, ως φόρος τιμής στον Τσάντλερ, ξεκινά με μια γοητευτική γυναίκα που θέλει τη βοήθεια του ήρωα για να εντοπίσει την πηγη ενός βίντεο. Και που στο τέλος μικρή σημασία έχει η ακριβής αποκάλυψη ή ανακάλυψη γιατί σε τελική ανάλυση πάντα ψάχνουμε αυτό που ούτως ή άλλως ήταν στη σκέψη και την επιθυμία μας.

Ο Μαλαφέκας, που μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να ταυτόχρονα να έχει μια πολύ «εσωτερική» ματιά προς την ελληνική πραγματικότητα, αλλά συνδυασμένη με την «εξωτερική» ματιά του επισκέπτη που εντοπίζει πιο εύκολα τα το γκροτέσκο, με το οποίο είμαστε εξοικειωμένοι – στα όρια του μιθριδατισμού – όσοι μονίμως κατοικούμε εδώ. Αυτό σημαίνει ότι κατορθώνει να πετύχει το στόχο της εικόνας μιας «υπερβολικά» ελληνικής περιγραφής της πραγματικότητάς μας.

Ταυτόχρονα, αυτό είναι ένα βιβλίο για μια γενιά που τώρα είναι στα 40+ (ο Μαλαφέκας είναι γεννημένος το 1977). Μια γενιά που ενηλικιώθηκε στη δεκαετία του 1990, υπό τη σκιά γενιών «που έγραψαν ιστορία», πολιτικοποιήθηκε τότε και αμέσως μετά, σε μια διαρκώς αμφίθυμη σχέση με την «Ελλάδα του εκσυγχρονισμού» ριζοσπαστικοποιήθηκε, γνώρισε όλες τις ήττες που ακολούθησαν και ακολούθησε ένα φάσμα από διαφορετικές και αποκλίνουσες τροχιές, σαν τις αποτυπώσεις των υποατομικών σωματιδίων στο τέλος της διαδρομής τους σε έναν επιταχυντή.

Με αποτέλεσμα, εκτός όλων των άλλων, η φράση «ήταν ένας εαακίτης απ’ το Φυσικό που κάναμε παρέα πριν από είκοσι, εικοσιοπέντε χρόνια» να βρίσκει και αυτή τη θέση της στο σύμπαν της ελληνικής λογοτεχνίας…

Το βιβλίο του Μαλαφέκα έχει ήδη καταφέρει να είναι ένα λογοτεχνικό γεγονός εάν κρίνουμε ότι παραμένει στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων. Το αξίζει γιατί είναι ανάγνωσμα ταυτόχρονα απολαυστικό και στοχαστικό. Όσες και όσοι δεν το έχετε διαβάσει, σπεύσατε.

Μάκης Μαλαφέκας, Deepfake, Αθήνα, Εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 221.