Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι στις ΗΠΑ κάνουν εκλογές για… αμερικανάκια. Δηλαδή, ότι κάνουν εκλογές που στηρίζονται αποκλειστικά στην εικόνα και το θέαμα χωρίς καμιά σχεδόν αναφορά στην ουσία των πολιτικών ζητημάτων.

Αυτό συχνά συνδυάζεται με την εξήγηση ότι ούτως ή άλλως στις ΗΠΑ δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα και οι υποψήφιοι κατά βάση ασχολούνται με την εξυπηρέτηση των μεγάλων εταιριών που πληρώνουν για την προεκλογική τους εκστρατεία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όντως στις ΗΠΑ έχουν ένα σύστημα διακυβέρνησης που στην πραγματικότητα σημαίνει ότι τα δύο κόμματα εξουσίας δεν έχουν περιθώρια για ριζικές διαφοροποιήσεις και ότι είναι η χώρα που πρώτη έδειξε την δύναμη του πολιτικού μάρκετινγκ.

Μόνο που φοβάμαι ότι εάν κανείς ψάχνει για… αμερικανάκια αυτά θα τα βρει περισσότερο στην Ευρώπη.

Γιατί στην πολιτικοποιημένη -υποτίθεται- Ευρώπη είναι που έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε ότι η πολιτική είναι κυρίως περιεχόμενο και όχι μόνο «εικόνα».

Αντιθέτως, στις ΗΠΑ εάν προσέξει κανείς πώς κάνουν εκλογές, θα δει ότι κάθε άλλο είναι παρά «μόνο μάρκετινγκ».

Και ακόμη και όταν είναι μάρκετινγκ, πάντα αυτό πατάει πάνω σε πραγματικά ερωτήματα και θίγει ζητήματα ουσίας.

Δηλαδή, υπάρχουν μια σειρά από πολιτικά ερωτήματα που ορίζουν διαχωριστικές γραμμές και σε αυτά οι υποψήφιοι πρέπει να πάρουν θέση και να είναι έτοιμοι να δεχτούν «χτυπήματα» για αυτή αλλά και με τη σειρά τους να αντεπιτεθούν: θέματα όπως το εάν θα αυξηθούν και πώς οι αποδοχές, πώς θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, τι θα γίνει με το σύστημα υγείας, τα δικαιώματα των γυναικών (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην άμβλωση), η οπλοκατοχή και το ποιοι περιορισμοί πρέπει να επιβληθούν, οι δημόσιες παροχές σε ευάλωτες κατηγορίες όπως οι βετεράνοι, η αντιεγκληματική πολιτική, συζητιούνται πραγματικά.

Μπορεί η συζήτηση να γίνεται σχηματικά, κάποιες φορές απλουστευτικά, οι υποψήφιοι να αναλώνονται στη μάχη της εντυπωσιακής «ατάκας», αλλά συζητιούνται.

Και μπορεί οι ΗΠΑ να είναι μια χώρα όπου κάποιος χάνει στις δημοσκοπήσεις όταν αποκαλυφθεί ότι είχε εξωσυζυγική σχέση και δεν το ομολόγησε εγκαίρως, αλλά ταυτόχρονα είναι και η χώρα που καταλαβαίνεις τις κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές από τα διαφορετικά δημογραφικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων και όπου δεν εκλέγεσαι εάν δεν πείσεις συγκεκριμένα κοινωνικά κομμάτια ότι όντως θα κάνεις αυτό που υπόσχεσαι.

Δείτε για παράδειγμα πώς επέλεξε η Χάρις τον υποψήφιο αντιπρόεδρό της για να απευθυνθεί σε συγκεκριμένα κοινά με βάση τις θέσεις που αυτός έχει εκφράσει σε συγκεκριμένα ζητήματα, από τις αμβλώσεις μέχρι την οπλοκατοχή.

Αντιθέτως, στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα προφανώς…), ενώ υπερηφανευόμαστε ότι «δεν είμαστε αμερικανάκια» και ότι έχουμε ακόμη σαφή διάκριση «δεξιάς – αριστεράς» και ότι έχουμε «κόμματα αρχών και ιδεών», στην πράξη απέχουμε πλέον πολύ από αυτό.

Αντιθέτως, κυριαρχεί η γενικολογία, η αντικατάσταση του ουσιαστικού πολιτικού λόγου από εύπεπτες ατάκες, τα πολιτικά προγράμματα υποκαθίστανται από «εκθέσεις ιδεών» (καθόλου τυχαία θεωρήθηκε κάποια στιγμή πρότυπο ο Εμανουέλ Μακρόν, κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας ρητορικής που δεν γίνεται πολιτική) και οι διαχωριστικές γραμμές είναι αχνές ή χαράσσονται γύρω από δευτερεύοντα θέματα.

Με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση ότι είναι μονόδρομος, ότι όλοι στην πράξη συγκλίνουν στις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές -με τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων να έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην στρέβλωση αυτή- και συνάμα να απομακρύνεται η κοινωνία από την πολιτική και να ηγεμονεύει στην καλύτερη περίπτωση ο… Κανένας, στη χειρότερη η Ακροδεξιά, με τον κίνδυνο αυτά τα δύο να ταυτιστούν να γίνεται όλο και μεγαλύτερος.

Και αυτό είναι κάτι με το οποίο καλούνται να αναμετρηθούν ιδίως όσοι θέλουν να εκπροσωπήσουν τον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο. Πολιτική δεν γίνεται με γενικολογίες, όπως αυτές που κυριαρχούν στην εσωτερική συζήτηση και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Ούτε μόνο με πολεμικές κατά των αντιπάλων, όσες αφορμές και εάν όντως δίνουν αυτοί. Πολιτική γίνεται με θέσεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα: για το δημόσιο σχολείο, το δημόσιο νοσοκομείο, τους μισθούς, τις εργασιακές συνθήκες, τις συντάξεις, τα θεμελιώδη δικαιώματα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις αγροτικές επιδοτήσεις, την αποκατάσταση ενός αισθήματος ασφάλειας, το παραγωγικό μοντέλο που θα εξασφαλίζει ότι οφέλη από την ανάπτυξη θα έχουν όλοι και θα λαμβάνει υπόψη τις μεγάλες σύγχρονες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή.

Πάνω σε αυτά χτίζονται οι κοινωνικές συμμαχίες και οι πολιτικές εκπροσωπήσεις και πάνω σε αυτά χαράσσονται ευκρινώς οι διαχωριστικές γραμμές και συστρατεύεται το εκλογικό σώμα.

Και πάνω σε αυτά κερδίζονται (ή χάνονται) εκλογές…