Οι Γερμανοί ήταν αξεπέραστο εμπόδιο για την εθνική ομάδα του μπάσκετ. Εφτασε στα προημιτελικά, δεν κατάφερε όμως να κάνει το βήμα παραπάνω και να βρεθεί «στα μετάλλια».

Το ταξίδι ολοκληρώθηκε. Υπάρχουν συν και πλην. Γιατί δεν μπορεί κάποιος να βλέπει μόνιμα μισογεμάτο το ποτήρι και να πανηγυρίζει για τη μία νίκη σε τέσσερα ματς. Ούτε, όμως, να τα βάφει μαύρα, παραβλέποντας τους ισχυρούς αντιπάλους που αντιμετώπισε το σύνολο του Βασίλη Σπανούλη.

Κοντολογίς, τι κρατάμε και τι αφήνουμε από την πορεία των τελευταίων εβδομάδων και δη από τα παιχνίδια στη Γαλλία; Ενας πρώτος «έλεγχος», πάντα μοιάζει χρήσιμος για όλους.

O προπονητής

Σπανούλης: προ μηνών και στην πρεμιέρα του ως προπονητής της ομάδας, είπε στους παίκτες του και πατώντας στο παρκέ του ΣΕΦ: «να γίνουμε όλοι ομάδα». Το πέτυχε. Δεν του πήρε μεγάλο διάστημα. Πέρασε το μήνυμά του, έθεσε τους δικούς του όρους, έβαλαν όλοι το «εγώ» κάτω από το «εμείς» και ασφαλώς έδωσε ταυτότητα στην εθνική.

Τα καλύτερα ίσως να είναι μπροστά. Στον αντίποδα, το ρεκόρ στο τουρνουά δεν υπήρξε θετικό, τα διαστήματα που μπλόκαρε η ομάδα επιθετικά δύσκολα τα αγνοείς και επιπρόσθετα ένα ζήτημα με τη διαχείριση των παικτών δείχνει θέμα προς συζήτηση.

Οι παίκτες

Καλάθης: ούτε κρύο ούτε ζέστη για την απόδοσή του. Καλή παρουσία σε γενικές γραμμές και με βάση την εμπειρία που κουβαλά στα 35 του χρόνια. Με διάθεση να βοηθήσει την ομάδα, αλλά για πόσο θα το κάνει, ακόμη; Τα μείον τα γνωρίζουμε, το σουτ δύσκολα βελτιώνεται θεαματικά. Ικανοποιητικός στην άμυνα και στο τρέξιμο στον αιφνιδιασμό.

Γουόκαπ: άρχισε ελαφρώς τρακαρισμένος τα ματς των προκριματικών και συνέχισε «άλλος παίκτης». Ισως γιατί «έδεσε» με τον Καλάθη και πάντα άρχιζαν μαζί τα ματς. Με τη Γερμανία δε, ο Νικ έπαιξε 30’ και ο Τόμας 34’. Πώς να μην κουραστούν και πώς να είναι πάντα φρέσκοι σε πόδια και ιδέες; Κόντρα στην Αυστραλία υπέροχος, απέναντι στη Γερμανία ο καλύτερος περιφερειακός.

Παπανικολάου: σούπερ με τον Καναδά, όχι όμως με άλλη αντίστοιχη εμφάνιση όπως εκείνη της αρχής. Ωστόσο, ο Παπ είναι ο συνδετικός κρίκος άμυνας και επίθεσης, το λεγόμενο …σκαλοπάτι στο δημιουργικό κομμάτι του παιχνιδιού. Απειλούσε από το τρίποντο, έβγαζε πάθος, έπαιρνε ριμπάουντ, αναντικατάστατος στο σχήμα και όσο αντέχει θα καλείται και θα προσφέρει.

Αντετοκούνμπο: ο Χέρμπερτ, ο προπονητής της Γερμανίας, αποκάλεσε τον Γιάννη «Σούπερμαν». Δεν έχει άδικο. Μοναδικός ΝΒΑ er της εθνικής, την ώρα που οι άλλες ομάδες που προχωρούν έχουν μια λίστα από παίκτες που παίζουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αυτό λέει πολλά. Συγκινητικός ώρες ώρες, δεν του …επιτρεπόταν να ξεκουραστεί στον πάγκο, με τους Γερμανούς πάτησε για 34’ το παρκέ κι ας είχε φορτωθεί με τρία φάουλ, ο παίκτης που πρόσεχαν οι πάντες και άνοιγε διαδρόμους για τους συμπαίκτες του. Ένα από τα καλύτερα τουρνουά του με την εθνική ομάδα, άπιαστος στον αιφνιδιασμό, τα καρφώματα, τις εφόδους στη ρακέτα των αντιπάλων.

Μήτογλου: ο καλύτερος ψηλός. Πήρε ριμπάουντ, είχε διάθεση, κάλυψε κάθε κενό που εμφανίστηκε και όσο περνούσαν οι μέρες έδειχνε καλύτερος. Όχι πως έλαμψε, ενώ το αδύναμο σημείο του ήταν το συζητήσιμο ποσοστό ευστοχίας. Περιμέναμε παραπάνω τρίποντα από τον Ντίνο.

Παπαγιάννης: έδωσε λίγα, την ώρα που η ομάδα τον είχε ανάγκη. Εχασε τη θέση του στην πεντάδα από τον Μήτογλου και με τους Γερμανούς τον είδαμε μόλις 10’. Αντί να «γεμίζει» τη ρακέτα δοκίμαζε σουτ έξω από τη γραμμή του τρίποντου. Γερό κορμί, δεν τον αισθάνθηκαν όσο θα έπρεπε οι άλλες ομάδες.

Τολιόπουλος: θέλησε να δώσει συνέχεια στις καλές του εμφανίσεις σε όλη τη διάρκεια της σεζόν. Ο Σπανούλης τον εμπιστεύτηκε περισσότερο από τους άλλους αναπληρωματικούς, έδειχνε ως η πρώτη ή η δεύτερη αλλαγή, ευστόχησε σε σουτ από μακρά αλλά το όχι μεγάλο του μπόι έκανε αρκετούς να τον …σημαδεύουν στην άμυνα, ενώ και στην επίθεση είχε μεταπτώσεις, ανάλογα με το πόσα ελεύθερα σουτ έπαιρνε.

Χαραλαμπόπουλος: με βάση τις προσδοκίες, δεν έδωσε ανάσες στον Παπανικολάου. Αυτό ήταν το πλάνο και απέδωσε σε ελάχιστο βαθμό.
Καλαϊτζάκης: κλήθηκε ώστε να παίξει δυνατή άμυνα, δύσκολα όμως μπορεί κάποιος να υποστηρίξει πως ξεχώρισε. Το πείσμα του χρήσιμο, όχι όμως και πως αλλάζει επίπεδο την εθνική.

Λαρεντζάκης: δεν έδωσε πόντους με τα σουτ του, απέφυγε να τον ρίξει στα βαθιά ο Σπανούλης. Όχι κάτι το ιδιαίτερο ως παρουσία.

Μωραϊτης-Χουγκάζ: χωρίς συμμετοχή, πώς να κριθούν;

Συμπέρασμα: ο Σπανούλης είχε μια πεντάδα που εμπιστευόταν πολύ και δύο – τρεις παίκτες που συμπλήρωναν το κλειστό rotation. Ασφαλώς και χρειάζεται κι άλλους ετοιμοπόλεμους στη φαρέτρα του. Πότε θα τους έχει, αλήθεια;