Οι ατομικές ελευθερίες είναι και δημόσιες αξίες. Υπάρχουν, φυσικά και αυτονοήτως, για να προστατεύουν ατομικά το φορέα τους, το υποκείμενο των δικαιωμάτων. Υπάρχουν όμως παράλληλα και για να δίνουν συλλογικά ρυθμό στην κοινωνική συμβίωση, να διασφαλίζουν ότι ζούμε σε κοινωνία, όχι σε ζούγκλα.

Η ατομικιστική (και νεοφιλελεύθερη) πρόσληψη των ατομικών ελευθεριών ως δικαιωμάτων του εγωιστικού ατόμου πιστεύει στην αρχή της διάθεσης. Δικά μου είναι τα δικαιώματα, τα διαθέτω όπως θέλω. Κι αν θέλω, παραιτούμαι από την προστασία τους.

Πολλές αντιρρήσεις -και, πάντως, όρια- στην αντίληψη αυτή θα μπορούσε να εντοπίσει κάποιος. Ωστόσο, ακόμα και η πιο ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί δικαιωμάτων δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε εξουσία διάθεσης σε κρατικούς λειτουργούς. Όσοι ασκούν κρατική εξουσία ενασκούν απονεμημένη από το δίκαιο αρμοδιότητα, όχι προσωπικό δικαίωμα. Τα δικαιώματα που έχουν δεν υπάρχουν για να προστατεύουν ατομικά τον προσωπικό φορέα του κρατικού λειτουργήματος, αλλά θεσμικά την άσκηση της αρμοδιότητάς του.

Δεν του ανήκει

Κρατικός λειτουργός που διακηρύσσει στεντορείως, και ηλιθιωδώς, ότι παραιτείται από την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών του, γιατί δήθεν «δεν έχει τίποτα να κρύψει», παραιτείται από κάτι που δεν του ανήκει.

Οι επικοινωνίες κρατικού λειτουργού δεν είναι μόνο με οικείους και φίλους για προσωπικές υποθέσεις του. Είναι επίσης επικοινωνίες για υποθέσεις της αρμοδιότητάς του και κατά την ενάσκησή της.

Κρατικός λειτουργός που δημοσίως παραιτείται από την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών του, μολονότι υπήρξε θύμα ή και επιβεβαιωμένος στόχος παράνομων παρακολουθήσεων, προσβάλλει τη θέση που η Πολιτεία τού εμπιστεύτηκε.

Είναι, απλούστατα, επίορκος και υπέχει πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες. Όσοι τον διατηρούν στη θέση του υπέχουν βαρύτατες πολιτικές ευθύνες.

* Ο κ. Ακρίτας Καϊδατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ