Μπορεί η κυβέρνηση να υποστήριξε ότι μετά την απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στη βάση του πορίσματος του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, να την αρχειοθετήσει ως προς τις ευθύνες πολιτικών προσώπων, η υπόθεση των υποκλοπών και του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator «έκλεισε», όμως αυτό δεν αναιρεί ότι υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα.

Και ένα από αυτά έχει να κάνει με τις παρακολουθήσεις υπουργών. Γιατί ξέρουμε ότι όχι μόνο έγινε απόπειρα να μολυνθούν με το παράνομο λογισμικό τα τηλέφωνα υπουργών της κυβέρνησης, ανώτερων αξιωματούχων και ανώτατων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας, αλλά και ότι για ορισμένους από αυτούς είχε προηγηθεί και νόμιμη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών από την ΕΥΠ. Κάτι που έγινε και στην περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη αλλά και άλλων προσώπων, όπως του δημοσιογράφου Θάνου Κουκάκη, με τις καταγγελίες των δύο τελευταίων να είναι αυτές που έφεραν σε πρώτη φάση την υπόθεση στο προσκήνιο, πριν ξεκινήσει ένα τσουνάμι αποκαλύψεων για πόσοι υπουργοί, αξιωματικοί, αξιωματούχοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες έγιναν στόχοι παρακολούθησης μέσω Predator, αλλά και για τις συναλλαγές με το ελληνικό δημόσιο που είχαν οι επιχειρήσεις που εμπορεύονται το συγκεκριμένο λογισμικό.

Και ενώ η σιωπή των περισσότερων υπουργών που έχουν αναφερθεί ως στόχοι παρακολούθησης μέσω Predator, έχει ερμηνευτεί ως μια εμφανή ένδειξη αμηχανίας, υπάρχει τουλάχιστον ένας υπουργός που όχι μόνο υπήρξε ο… πρωταθλητής στις απόπειρες παγίδευσης του κινητού του (11 συνολικά) αλλά έχει βγει κατ’ επανάληψη να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με αυτό, ότι είναι περίπου φυσιολογικό να παρακολουθούνται τηλέφωνο και ότι δουλειά των μυστικών υπηρεσιών είναι να παρακολουθούν τους πάντες χωρίς πρακτικά να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, αρκεί να τηρείται η τυπική  νομιμότητα: ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης.

Το αυτί ενός υπουργού «δεν ιδρώνει» όταν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών

Τελευταίο «χτύπημα» του υπουργού Υγείας η ανάρτησή του στο X στις 9 Αυγούστου 2024, δηλαδή αφού είχε γίνει γνωστός ο μεγάλος αριθμός των αποπειρών παγίδευσης του τηλεφώνου του, στην οποία πρακτικά λέει ότι «δεν ίδρωσε το αυτί του» εάν παρακολουθείται το τηλέφωνό του.

Αυτό ακριβώς έγραψε απαντώντας στον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη: «Κύριε Κουκάκη ειλικρινά πιστεύω ότι έχετε γίνει κουραστικός με αυτό το θέμα. Οκ σας παρακολουθούσαν το κινητό και στενοχωρηθήκατε. Και εμένα, λένε ότι μου το παρακολουθούσαν, και λοιπόν; ούτε που ίδρωσε το αυτί μου.»

Δηλαδή, για έναν υπουργό, μέλος μιας κυβέρνησης, που έχει ορκιστεί υπακοή στο Σύνταγμα, το οποίο εκτός των άλλων αναγνωρίζει, κατοχυρώνει και προστατεύει το απόρρητο των επικοινωνιών, έρχεται και λέει ότι σε γενικές γραμμές «δεν ιδρώνει το αυτί του», τόσο στην περίπτωση της παρακολούθησης ενός πολίτης (και μάλιστα δημοσιογράφου), όσο και στην περίπτωση του ίδιου.

Και ποια είναι η εξήγηση που γίνει ο υπουργός Υγείας για αυτή την πρόσκληση να απεμπολήσουμε ουσιαστικά ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα; Ότι πλέον στην εποχή μας η τεχνολογία καθιστά εφικτή την παρακολούθηση των τηλεφώνων.

Ακόμη περισσότερο θεωρεί δηλώνει ότι θεωρεί περίπου φυσικό να παρακολουθείται και το δικό του τηλέφωνο. Δηλαδή, δεν χάλασε ο κόσμος εάν για παράδειγμα ιδιώτες που περιλάμβαναν και υπηκόους ξένων χωρών, συμπεριλαμβανομένων ενός με σημαντική προϋπηρεσία στις υπηρεσίες ασφαλείας ξένου κράτους, παρακολουθήσουν το τηλέφωνο ενός υπουργού  ελληνικής κυβέρνησης. Ακόμη και εάν θα μπορούσε εύλογα κανείς να υποστηρίξει ότι η παρακολούθηση των τηλεφώνων υπουργών και της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων συνιστά τον ορισμό της κατασκοπείας.  Δείτε και πάλι τη διατύπωση που διαλέγει ο Άδωνις Γεωργιάδης, στην ίδια ανάρτηση:

«Γιατί; Διότι από την πρώτη μέρα αυτής της ιστορίας στην πρώτη μου συνέντευξη είχα πει το εξής: “όποιος χρησιμοποιεί smart phone και νομίζει ότι είναι αδύνατον να του παρακολουθούν το τηλ είναι ανόητος!”. Η βασική μου θέση λοιπόν από την αρχή ήταν, ότι μόνον ένας αφελής θα σοκαριζόταν, εάν είχε την θέση και την δημοσιότητα που έχω εγώ, εάν μάθαινε ότι του παρακολουθούν το τηλ. Θα σοκαριζόμουν ειλικρινά, εάν μάθαινα ότι δεν μου το έχει παρακολουθήσει κανένας και ποτέ να σας πω την αλήθεια. Αυτά είναι πλέον τόσο κοινώς γνωστά, όπου όπου πας στον πλανήτη, στις σοβαρές συναντήσεις άπαντες, από όλες τις χώρες, αφήνουν τα κινητά τους έξω. Ούτε καν κλειστά. Έξω. Η σύγχρονη τεχνολογία δυστυχώς επιτρέπει με πολύ πιο εύκολο τρόπο από ότι στο παρελθόν τέτοιου τύπου ενέργειες.»

Και αντί ο υπουργός να σπεύσει να πει ότι η κυβέρνηση, την οποία – ας μην το ξεχνάμε – εκπροσωπεί οποτεδήποτε τοποθετείται δημόσια, θα κάνει ό,τι μπορεί για να θωρακίσει τις τηλεπικοινωνίες για να προστατεύει το απόρρητο των επικοινωνιών, έρχεται να πει ότι μπορεί να κακό πράγμα οι παρακολουθήσεις, αλλά είναι και «ασήμαντο».

«Κακές; Κακές. Εγκληματικές; Εγκληματικές. Αλλά απολύτως συνηθισμένες. Ασχολείστε δύο χρόνια τώρα με κάτι, που στα δικά μου μάτια ήταν από την αρχή ασήμαντο.»

«Ασήμαντο» γεγονός ότι έγινε προσπάθεια να παρακολουθηθούν τα τηλέφωνα του μισού υπουργικού συμβουλίου, στελεχών της διοίκησης, ανώτατων αξιωματικών και πολιτικών! «Ασήμαντο» γεγονός ότι έγινε προσπάθεια να συγκεντρωθούν ευαίσθητες πληροφορίες και προσωπικά δεδομένα. «Ασήμαντο» γεγονός εάν όλα αυτά είχαν σαν σκοπό τον εκβιασμό ή τη χειραγώγηση πολιτικών και αξιωματούχων.

Όταν το κράτος δικαίου μεταφράζεται σε ανεξέλεγκτη δράση των μυστικών υπηρεσιών

Την ίδια στιγμή ο Άδωνις Γεωργιάδης θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάποιο ζήτημα με το γεγονός ότι υπουργοί, αξιωματικοί και πολιτικοί παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ με επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας». Αρκεί να τηρείται η «νόμιμη διαδικασία», παραβλέποντας ότι υπάρχουν ανοιχτά ερωτήματα για το εάν όντως τηρήθηκε το πνεύμα της νομοθεσίας – και όχι απλώς το γράμμα της ύπαρξης εισαγγελικής διάταξης – ως προς την επαρκή αιτιολόγηση της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών στις συγκεκριμένες περιπτώσεις

«Και στην νόμιμη παρακολούθηση του κυρίου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, η πρώτη μου δήλωση ήταν: “εφόσον τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία δεν με αφορά ως γεγονός” είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και ο Άρειος Πάγος τελικά, διότι έτσι έχουν τα πράγματα. Μία από τις εργασίες των Μυστικών Υπηρεσιών είναι να παρακολουθούν τα τηλέφωνα. Το μόνον που ενδιαφέρει την Δημοκρατία εδώ, είναι εάν έχει τηρηθεί ή όχι ο νόμος και διαδικασία, το εάν δηλ έχει συμβεί κατάχρηση εξουσίας. Εδώ απεδείχθη ότι είχαν τηρηθεί όλα, άρα κανένα θέμα δεν υφίσταται.»

Εντυπωσιάζει εδώ ο τρόπος με τον οποίο ένας υπουργός της κυβέρνησης προσπερνά όλα τα πολιτικά αλλά και ηθικά ερωτήματα που έχουν προκύψει – και δεν έχουν απαντηθεί – για τις συγκεκριμένες «νόμιμες» παρακολουθήσεις.

Εκτός και εάν ο Άδωνις Γεωργιάδης θεωρεί ότι το κράτος δικαίου στη χώρα μας μεταφράζεται στη δυνατότητα της ΕΥΠ (της υπαγόμενης απευθείας στον πρωθυπουργό ΕΥΠ) να διαμορφώνει μια συνθήκη που θυμίζει την ταινία «Οι ζωές των άλλων» που αντικείμενο είχε την παρακολουθήθηση των πάντων από τη Στάζι στην Ανατολική Γερμανία. Εάν αυτό είναι το πρότυπο για την κυβέρνηση, ας δηλωθεί τουλάχιστον ευθαρσώς.

Όμως, όλα αυτά για τον υπουργό Υγείας απλώς δεν υπάρχουν. Αφενός, διότι τοποθετήθηκε η δικαιοσύνη – παραβλέποντας ότι τέθηκε στο αρχείο απλώς ένα μέρος μιας δικογραφίας, δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση – θεωρεί ότι «έκλεισε η υπόθεση», αφετέρου θεωρώντας ότι τα αποτελέσματα των εκλογών του 2023 αποτελούν και την οριστική τοποθέτηση και της κοινής γνώμης.

«Το θέμα είναι γνωστό στην Κοινή Γνώμη, αξιολογήθηκε από αυτήν σε διαδοχικές εκλογές και στην Δικαιοσύνη που πρόσφατα εξέδωσε το πόρισμά της στον ανώτατο βαθμό. Παύσις λήξις συναγερμού καλές διακοπές.»

Από την πρώτη στιγμή στη γραμμή «δεν είναι σημαντικό το θέμα»

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Άδωνις Γεωργιάδης δοκιμάζει όχι απλώς να απαλλάξει την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από κάθε ευθύνη για την υπόθεση των υποκλοπών, αλλά και να υποστηρίξει ότι το θέμα δεν είναι σημαντικό και τελικά δεν υπάρχει θέμα ακόμη και εάν οι μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούν πολιτικούς, αξιωματούχους, και δημοσιογράφους.

Ήδη τον Αύγουστο του 2022, δηλαδή όταν είχαν ξεκινήσει οι αποκαλύψεις για τις υποκλοπές,  ο Άδωνις Γεωργιάδης έσπευδε να υπογραμμίσει ότι οι μυστικές υπηρεσίες πρακτικά κινούνται πέραν κάθε ελέγχου ακόμη και όταν παρακολουθούσαν πολιτικούς και δημοσιογράφους:

«Χρειάζεται η Ελλάδα όπως και κάθε χώρα να έχει μυστικές υπηρεσίες; Χρειάζεται. Είναι δυνατό να έχουμε αξιόπιστες μυστικές υπηρεσίες, αν αυτά που αποφασίζουν οι μυστικές υπηρεσίες, ανακοινώνονται; Τότε να μην τις λέμε μυστικές υπηρεσίες, να τις λέμε φανερές»

Μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2022 έφτασε στο σημείο να θεωρεί ότι η παρακολούθηση από την ΕΥΠ ενός εν ενεργεία ευρωβουλευτή και στελέχους της αντιπολίτευσης, που λίγο αργότερα θα γινόταν αρχηγός κόμματος, ήταν ένα «σύνηθες φαινόμενο» για την ΕΥΠ. Δηλαδή, υποστήριξε ότι είναι αυτονόητο για την ΕΥΠ να παρακολουθεί πολιτικούς:

«Όλο αυτό που έγινε με τον κύριο Ανδρουλάκη, είναι ένα σύνηθες φαινόμενο για την λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών».

Σε ανάλογο τόνο είχε επιμείνει τον Μάιο του 2023, ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα εάν η ΕΥΠ παρακολουθεί υπουργούς ή τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ: «Η παρακολούθηση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ ή του υπουργού Κωστή Χατζηδάκη ή οποιουδήποτε άλλου έχει ακουστεί, έχει γίνει από την ΕΥΠ, με τη νόμιμη διαδικασία».

Απαξιώνοντας τις Ανεξάρτητες Αρχές

Όσο για την αντίληψη του σημερινού υπουργού Υγείας για τη νομιμότητα, τις συνταγματικές εγγυήσεις για την προστασία δικαιωμάτων όπως το απόρρητο των επικοινωνιών αλλά και για τον ρόλο των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών χαρακτηριστικά είναι και τα όσα ιδιαίτερα απαξιωτικά είχε πει ο Άδωνις Γεωργιάδης τον Ιανουάριο του 2023 για τον πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών Χρήστο Ράμμο:

«Ο κ. Ράμμος έχει ξεπεράσει κατά πολύ τον ρόλο που του δίνει το Σύνταγμα. Εμείς δεν θέλουμε έναν Πρόεδρο να λειτουργεί ως βραχίονας ενός κόμματος. Ήθελε να φέρει το αίτημα του Τσίπρα στη Βουλή. Αυτό είναι Κουμουνδούρου ολέ. Για μένα είναι κομματικό στέλεχος πλέον ο κ. Ράμμος και πρέπει να παραιτηθεί από την θέση του. Δεν μπορεί κανένας να έχει εμπιστοσύνη σε αυτόν τον Πρόεδρο, από την ώρα που έχει πολιτική και κομματική ταυτότητα».

Εύλογο ήταν λοιπόν ο Άδωνις Γεωργιάδης, όταν τελικά η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ανακοίνωσε ότι τίθεται στο αρχείο (ως προς την ΕΥΠ) η υπόθεση των υποκλοπών και του Predator έσπευσε να απαντήσει στην αντιπολίτευση ότι: «Δεν υπάρχει σκάνδαλο υποκλοπών, κατέληξε το πόρισμα του Αρείου Πάγου».

Βεβαίως, αυτό που δεν «είδε» ο υπουργός Υγείας είναι ότι ακόμη και το πόρισμα του Αρείου Πάγου παραδέχεται ότι έγιναν υποκλοπές και χρήση του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, απλώς τις μεν υποκλοπές της ΕΥΠ τις θεωρεί νόμιμες, τη δε χρήση του παράνομου λογισμικού την αποδίδει μόνο σε ιδιώτες. Κατά συνέπεια, ακόμη και ένα πόρισμα, που έχει δεχτεί πλήθος επικρίσεων, παραδέχεται ότι «ζήτημα υποκλοπών υπάρχει».

Όμως, για τον Άδωνι Γεωργιάδη το βασικό είναι απλώς να σταματήσει κάθε συζήτηση. Και αυτό γιατί κατά τη γνώμη του οποιαδήποτε συζήτηση για την υπόθεση, όπως και η εύλογη κριτική στα σημαντικά αναπάντητα ερωτήματα και τα κενά του πορίσματος Ζήση, ισοδυναμεί με… αμφισβήτηση του πολιτεύματος και κατά συνέπεια το μόνο που επιβάλλεται είναι η σιωπή, δηλώνοντας εντός κοινοβουλίου ότι:

«Από σήμερα όλοι εσείς είστε υποχρεωμένοι να μην ξαναμιλήσετε για σκάνδαλο υποκλοπών, εμπλέκοντας την κυβέρνηση. Όποιος αμφισβητήσει από σήμερα το πόρισμα, θέτει σε αμφισβήτηση το πολίτευμα της χώρας».

 

Ένας υπουργός που καλό είναι να θυμάται το Σύνταγμα στο οποίο έχει ορκιστεί

Όλα αυτά αποτυπώνουν μια συστηματική προσπάθεια ενός υπουργού της Κυβέρνησης, με κάθε τρόπο να «ξεπλύνει» την κυβέρνηση από κάθε ίχνος ευθύνης για μία από τις σημαντικότερες υποθέσεις παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών τις τελευταίες δεκαετίες.

Και το κάνει αυτό υποστηρίζοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι πλέον είμαστε σε μια εποχή όπου το απόρρητο των επικοινωνιών δεν μπορεί να προστατευθεί, ότι οι παρακολουθήσεις τηλεφώνων είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο, ότι οι αξιωματούχοι, οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να αφήνουν το τηλέφωνο απέξω εάν πρόκειται να χειριστούν πληροφορίες που είναι ευαίσθητες, και όπου οι μυστικές υπηρεσίες έχουν απεριόριστο δικαίωμα να παρακολουθούν υπουργούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς, δημοσιογράφους και προφανώς απλούς πολίτες, αρκεί να υπάρχει κάπου μια εγκριτική εισαγγελική υπογραφή, και ότι τα μέλη της κυβέρνησης έχουν το δικαίωμα να μιλούν απαξιωτικά για τις Ανεξάρτητες Αρχές που έχουν θεσπιστεί ακριβώς για να μην μπορούν οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας να κινούνται ανεξέλεγκτα.

Στην διαδρομή όλων αυτών των τοποθετήσεων, ο Άδωνις Γεωργιάδης, που όπως όλοι οι υπουργοί έχει ορκιστεί υπακοή στο Σύνταγμα, σπεύδει να προσπεράσει όλες τις σχετικές συνταγματικές επιταγές, είτε αυτές προσδιορίζουν το απόρρητο των επικοινωνιών ως ένα αγαθό που προστατεύεται, να αδιαφορήσει για τη νομοθεσία που αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα κάθε απόπειρα να παραβιαστούν προσωπικά δεδομένα με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο το δημοκρατικό πολίτευμα και την εθνική ασφάλεια, και βεβαίως αρνείται να παραδεχτεί οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη σε μια υπόθεση που έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα της οργανωμένης Πολιτείας να προστατεύει το απόρρητο των επικοινωνιών.

Το γεγονός ότι ακόμη και τώρα εξακολουθεί να μην απαντά στο ερώτημα εάν έχοντας λάβει γνώση επισήμως από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα προχώρησε στις αναγκαίες κινήσεις, δηλαδή την προσφυγή στη δικαιοσύνη, όπως έκαναν άλλοι θιγόμενοι πολίτες, και τον αναγκαίο έλεγχο της τηλεφωνικής συσκευής του για να διαπιστωθεί εάν υπήρξε «μόλυνσή» του ή όχι από Predator, κίνηση αναγκαία για την επαρκή διερεύνηση της υπόθεσης και σε δικαστικό επίπεδο, είναι ενδεικτικό του πώς αντιμετωπίζει μια μείζονος σημασίας απειλή για θεμελιώδη δικαιώματα.

Σε τελική ανάλυση ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ούτε η λειτουργία των θεσμών «αποφασίζονται» από το αποτέλεσμα των εκλογών. Ιδίως όταν σε μια συνθήκη μειωμένης συμμετοχής τις κερδίζει η πιο στιβαρή μειοψηφία…