Ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 επέλεξε στο Σύνταγμα που σηματοδότησε τη μετάβαση της χώρας από το δικτατορικό καθεστώς στο δημοκρατικό πολίτευμα να κατοχυρώσει το δικαίωμα στην προστασία του επικοινωνιακού απορρήτου ως απολύτως απαραβίαστο έναντι πάντων. Είναι προφανής η σημειολογία του επιτατικού προσδιορισμού και είναι αναγκαίο να μην παροράται η αξία του, λίγες μόνο μέρες μετά την επετειακή υπόμνηση της μεταπολιτευτικής πεντηκονταετηρίδας.

Όταν κορυφαίοι Έλληνες αξιωματούχοι των οποίων η νομιμοποίηση ανάγεται στην άμεση ανάδειξή τους από το εκλογικό σώμα, σχετικοποιούν το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος, τότε δυστυχώς, το κοινωνικό συμβόλαιο που μας συνέχει ως πολιτικά υποκείμενα μοιάζει προοδευτικά να διαρρηγνύεται.

Όταν η παραβίαση του δικαιώματος προσλαμβάνεται ως αναπόδραστη νομοτέλεια ή εμπεδωμένη διεθνώς συνέπεια της εκθετικής τεχνολογικής εξέλιξης, τότε η δυστοπία του Orwell, στην επικαιροποιημένη εκδοχή της, όπως την αφηγείται ο Damasio, στους Αθέατ[ους], είναι εδώ.

Εάν αντιμετωπίσουμε ως «αφελή» ή «ανόητο», όποιον δεν αποδέχεται τη διακινδύνευση του δικαιώματός του εν είδει παράπλευρης απώλειας, επειδή αξιοποιεί τις δυνατότητες των έξυπνων τηλεφώνων, οφείλουμε να θέσουμε υπαρξιακής εμβέλειας διερωτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα του πολιτειακού οικοδομήματος στο σύνολό του.

Σχεδόν γραφική η αναφορά στο κράτος δικαίου

Με άλλα λόγια, αν η εύρυθμη συλλειτουργία του νομοθετικού σώματος, της δικαιοσύνης και της διοίκησης αδυνατούν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος, μόνο ως ρητορική – σχεδόν γραφική – επωδός αντηχεί κάθε αναφορά στο κράτος δικαίου της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας.

Η υπόρρητη εκχώρηση του δικαιώματος και η ανοχή συνακρόασης διά παρεμβολής τρίτων, ξένων προς το αποκλειστικό σχήμα των επικοινωνούντων μερών, με την πεποίθηση ότι το υποκείμενο του δικαιώματος «δεν έχει τίποτα να κρύψει», συνιστά εξαιρετικά επικίνδυνη διεύρυνση.

Το ελληνικό Σύνταγμα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διασφαλίζουν την προστασία του δικαιώματος υπό την προϋπόθεση ότι περιεχόμενο της επικοινωνίας εναρμονίζεται με τα χρηστά ήθη, τις παραδεδομένες αξίες ή όποια άλλη περί ενάρετου βίου αντίληψη.

Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: η παραβίαση δεν αφορά απλώς τον διεμβολισμό της ενεστώσας επικοινωνίας. Η αποθησαύριση συνομιλιών και η διατήρησή τους για άγνωστο χρονικό διάστημα, από ποικιλώνυμους, αταυτοποίητους, επίδοξους μετα-χρήστες δεν προοιωνίζεται τα καλύτερα ούτε για τα υποκείμενα του δικαιώματος, πολλώ δε μάλλον για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.

Ζήτημα ευθύνης

Κοντολογίς, η διασφάλιση του απολύτως απαραβίαστου χαρακτήρα των επικοινωνιών, όταν πρόκειται ειδικά για δημόσιους λειτουργούς, υπερβαίνει την κατοχύρωση του δικαιώματος στην ατομική σφαίρα του φορέα του.

Είναι πρωτίστως ζήτημα ευθύνης και αφορά τη θωράκιση του πεδίου αρμοδιότητας, με την οποία έχει τιμηθεί ο κάθε ασκών δημόσια εξουσία.

Σε μια άλλη, όχι τόσο μακρινή, 9η Αυγούστου του 1966, στο κύριο άρθρο τους, οι New York Times διαπίστωναν θυμοσοφικά ότι «ίσως τελικά, η προσπάθεια για την προστασία του ιδιωτικού βίου να μοιάζει μακροπρόθεσμα ως ματαιοπονία. Ακριβώς όμως, όπως ο αγώνας για τη διατήρηση της ζωής συνεχίζεται αδιαλείπτως, έτσι ακριβώς, αδιάκοπη πρέπει να είναι η προσήλωσή μας στην προάσπιση κάθε διάστασης του δικαιώματος».

Συνεχίζουμε, λοιπόν. Προς αυτή την κατεύθυνση απαρεγκλίτως.

*η κυρία Κατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου, πρώην μέλος της ΑΔΑΕ