Οι νέες επικίνδυνες συνθήκες, που διαμορφώνει η κλιματική αλλαγή, όπως κατ’ επανάληψη έχω γράψει, είναι εδώ και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε (και θα τα βλέπουμε) είτε σε «ακραία καιρικά φαινόμενα», είτε σε πλημμύρες, είτε σε πυρκαγιές πολύ πιο καταστροφικές από ποτέ.

Μόνο που αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει πειστική δικαιολογία για μια πυρκαγιά που ξεκίνησε στον Βαρνάβα για να φτάσει στο Χαλάνδρι, δηλαδή μέσα σε αυτό που όλοι μας θεωρούμε «οικιστικό ιστό» του ευρύτερου μητροπολιτικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας, αφήνοντας πίσω της νεκρό και τεράστιες καταστροφές.

Και μπορεί να λειτουργεί το 112 – και καλά κάνει και λειτουργεί – για να μπορούν να σώζονται ζωές, όμως η άλλη όψη του 112 είναι να βλέπουμε κατοίκους να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πυρκαγιά με τα λάστιχα.

Γιατί ναι, αυτές τις ημέρες, με βάση τις ιδιαίτερα επικίνδυνες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα είχαμε μια πυρκαγιά στην Αττική. Όμως, είναι άλλο πράγμα μια δασική πυρκαγιά, έστω μια πυρκαγιά μεγάλη, και άλλο αυτό το οποίο τελικά συνέβη, με τη φωτιά να μπαίνει στην πόλη, συνεχίζοντας ανεξέλεγκτη το καταστροφικό έργο της επί 40 ώρες, όχι σε πυκνό δάσος, χωρίς δρόμους και αντιπυρικές ζώνες, αλλά σε οικιστικές περιοχές, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πλατεία Συντάγματος.

Γιατί ναι το κράτος δεν μπορεί να κάνει θαύματα.

Όμως, το κράτος είναι αυτό που μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια πυρκαγιά και μια καταστροφή.

Και στην Αττική είχαμε μια πυρκαγιά που εξελίχτηκε σε καταστροφή.

Πράγμα που σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά με όλο αυτό που ορίστηκε ως «επιτελικό κράτος», με τη δέσμευση ότι θα έκανε τη διαφορά.

Γιατί αυτές τις μέρες ήταν αυτό το επιτελικό κράτος των «ικανών», που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και έδωσε την εικόνα μιας ανοχύρωτης χώρας. Ήταν οι άριστοι του επιτελικού κράτους και ο επικεφαλής του, ο πρωθυπουργός, που επέλεξαν την εκκωφαντική σιωπή τις κρίσιμες ώρες, που απροστάτευτοι οι πολίτες έγιναν ακούσια πρωταγωνιστές σε σκηνές από το «Παιχνίδι της Σφαγής» του Ιονέσκο.

Με αρκετές ώρες καθυστέρησης άρχισε η επικοινωνιακή διαχείριση με τη διαρροή της εσπευσμένης επιστροφής του πρωθυπουργού από τις διακοπές, επισκέψεις στο συντονιστικό κέντρο με περίλυπο αγωνιώδες ύφος και σήμερα ήρθε η ανακοίνωση μέτρων, που ως συνήθως είναι «ασπιρίνες» μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής και των αναγκών που προκύπτουν.

Γνωρίζω πολύ καλά ότι την ώρα του απολογισμού, θα ακούσουμε μια σειρά στοιχείων που θα παραπέμπουν στο «χωρίς προηγούμενο», την ώρα που θα υπογραμμιστεί η αυταπάρνηση με την οποία όχι μόνο οι πυροσβέστες αλλά και οι αστυνομικοί αλλά και το προσωπικό των δήμων εργάστηκαν.

Ναι, υπήρξε αυταπάρνηση.

Όμως, σχεδιασμός γι’ αυτό το «χωρίς προηγούμενο» δεν υπήρξε, ακριβώς γιατί όχι μόνο δεν είναι «χωρίς προηγούμενο», αλλά και γιατί όλη η συζήτηση που υποτίθεται ότι κάνουμε, τουλάχιστον από την τραγωδία στο Μάτι και μετά, είναι ακριβώς ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι για καταστάσεις όπως αυτές που ζούμε στην Αττική.

Όπως επίσης είναι σαφές ότι παρά τις διαβεβαιώσεις για την ετοιμότητα που είχαμε, υπάρχει και ζήτημα υποστελέχωσης και ζήτημα έλλειψης των αναγκαίων μέσων.

Πράγμα που σημαίνει ότι το επιτελικό κράτος αρχίζει και μοιάζει περισσότερο διακήρυξη ή έστω ευσεβής πόθος, παρά πραγματικότητα. Την ώρα ακριβώς που ήταν περισσότερο παρά ποτέ αναγκαίο.

Γιατί το διαβόητο «αίσθημα ασφάλειας» των πολιτών – που όπως πολλές φορές έχει επισημανθεί – δεν αφορά ούτε μόνο, ούτε καν κυρίως την εγκληματικότητα, σημαίνει ότι μπορούν να κοιμούνται με την πεποίθηση ότι εάν χρειαστεί θα παρέμβει το κράτος και ότι αυτό θα τους σώσει όχι το survival kit που θα έχουν ετοιμάσει για κάθε περίπτωση.

Οι πολίτες και ατομική ευθύνη μπορούν να αποκτήσουν, και ατομική ασφάλιση να κάνουν, και μέσα ατομικής προστασίας να προμηθευτούν, και εθελοντικά να συντονιστούν και να δράσουν όμως αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι αυτό η λύση, εάν θέλουμε να μιλάμε για ευρωπαϊκό κράτος του 21ου αιώνα.

Η κυβέρνηση όταν έρθει να μιλήσει θα πρέπει να αποφύγει και τις δικαιολογίες για τις ανεπάρκειες και τις θριαμβολογίες για το ότι «αποφεύχθηκαν τα χειρότερα».

Αντιθέτως, πρέπει να δείξει ότι έχει επίγνωση των ελλείψεων του δικού της σχεδιασμού, να απολογηθεί για τις ευθύνες που έχει και πάνω από όλα να πείσει ότι δεν θα ξαναζήσουμε τέτοια κατάσταση.