του Γιώργου Μαργαρίτη*

Η περίοδος που μεσολάβησε ανάμεσα στις 23 Ιουλίου 1974, ημερομηνία της υποτιθέμενης ανακωχής και ολοκλήρωσης του πρώτου σκέλους της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και στην έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων για την ολοκλήρωση του τουρκικού σχεδίου και την κατάληψη του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι η πλέον «δυσπρόσιτη» τόσο από πλευράς ουσιαστικών τεκμηρίων, όσο και από πλευράς ερμηνευτικών σχημάτων. Πρόκειται για ένα διάστημα 22 ή 23 ημερών – δεν είναι μικρό διάστημα στην ιστορία ενός πολέμου.

Στην ελληνική πλευρά το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην «Αποκατάσταση της Δημοκρατίας», στην πτώση της Χούντας και στην συγκρότηση της κυβέρνησης Καραμανλή. Δεν πρόκειται προφανώς για αμελητέο ορόσημο. Το τυπικό τέλος της μετεμφυλιακής περιόδου είχε οπωσδήποτε βαρύνουσα σημασία στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Πίσω από αυτό το γεγονός όμως διακρίνονται άλλες πτυχές εξίσου ενδιαφέρουσες για την μετέπειτα ιστορική περίοδο. Στην διάρκεια αυτού του διαστήματος φαίνεται πως μορφοποιήθηκαν επιλογές και πολιτικές που παρακολουθούν έκτοτε την πορεία της χώρας. Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις είναι, όπως είναι εύλογο, στο πρώτο κεφάλαιο αυτών των επιλογών.

Η ανακωχή

Η ανακωχή που αποφασίστηκε στις 22 Ιουλίου του 1974 και θεωρητικά εφαρμόστηκε από την επομένη, 23 Ιουλίου, δεν ήταν τυπικό δείγμα ανακωχής. Για την ακρίβεια οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν από την τουρκική πλευρά επιδιώκοντας τακτικούς και στρατηγικούς στόχους: την διεύρυνση του αρχικού θύλακα των δυνάμεων εισβολής, την κατάληψη στρατηγικών σημείων στο πλαίσιο της προετοιμασίας της νέας προέλασης και την εντατική ενίσχυση και αναδιοργάνωση των τουρκικών δυνάμεων. Οι κινήσεις αυτές οδήγησαν σε σκληρές μάχες και συγκρούσεις μέχρι τουλάχιστον το τέλος του Ιουλίου χωρίς η τουρκική πλευρά να επιδείξει καμία διακριτικότητα. Η περιφρόνηση των όρων της ανακωχής έγινε με προκλητικά εμφανή τρόπο.

Το αντίθετο ακριβώς συνέβη στην απέναντι πλευρά. Η νέα κυβέρνηση της Αθήνας περιόρισε την δραστηριότητά της στο διπλωματικό πεδίο επιχειρώντας να κινητοποιήσει τον διεθνή παράγοντα ενάντια στην τουρκική εισβολή. Τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά και ενίοτε καταστροφικά για την ελληνική και την κυπριακή υπόθεση. Το ψήφισμα 573, λόγου χάρη, του Συμβουλίου της Ευρώπης αντιμετώπισε το πραξικόπημα ως εξωτερική εισβολή, αποδεχόμενο την εκτίμηση του ίδιου του Μακαρίου – «Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους» (Λόγος Μακαρίου στον ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου). Η σύγχιση και οι αντιφάσεις ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των διπλωματικών πρωτοβουλιών της Ελλάδας.

Η απραξία

Οι διπλωματικές προσπάθειες δεν υποστηρίχθηκαν από καμία κίνηση επί του πραγματικού, επί της κατάστασης που η τουρκική εισβολή είχε δημιουργήσει. Στην Αθήνα θεμελίωναν τις πρωτοβουλίες αυτές πάνω στο γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας από την σύσταση της τελευταίας. Ενώ όμως στην Άγκυρα επικαλούνταν την ίδια ιδιότητα για να αιτιολογήσουν την εισβολή, στην Αθήνα την επικαλούνταν για να αιτιολογήσουν την απραξία. Η μορφή των «εγγυήσεων» που η εγγυήτρια Αθήνα, πρόσφερε στην Κύπρο παρέμενε αόριστη και ουσιαστικά αόρατη. Δια της διπλωματικής οδού η Αθήνα έδειχνε την επιθυμία της να απεμπλακεί από το κυπριακό πρόβλημα. Στην ουσία έδινε το πράσινο φως για την ολοκλήρωση της εισβολής και την κατάληψη μεγάλου μέρους της Κύπρου.

Οι δικαιολογίες που εφευρέθηκαν για την απραξία ήταν νηπιακού επιπέδου και πολύ δύσκολα κάλυπταν την βασική επιλογή της μη εμπλοκής. Η κάθε ιδέα ενίσχυσης της άμυνας της Κύπρου προσέκρουε πότε σε απίθανες «βλάβες» πτητικών ή ναυτικών μέσων ή σε τερατολογίες: η δήθεν συγκέντρωση βουλγαρικών στρατευμάτων στην μεθόριο της Θράκης ήταν μία από αυτές. Προφανώς, στην περίπτωση βουλγαρικής εισβολής ο Ψυχρός πόλεμος θα γινόταν παγκόσμιος και ο πόλεμος για την Κύπρο θα είχε σχετική πλέον τότε σημασία. Η δε απειλή περί απόβασης τουρκικών δυνάμεων στα νησιά του Αιγαίου θα μπορούσε να εκληφθεί ως αστείο σε ημέρες όπου η μεταφορά και η επιμελητειακή στήριξη των στρατευμάτων εισβολής στην Κύπρο απορροφούσε το σύνολο των αποβατικών και ναυτικών δυνάμεων της Τουρκίας. Δεν επρόκειτο για τίποτε κρυφό….

Οι εξοπλισμοί

Ίσως έχει σημασία και για το σήμερα ο τρόπος με τον οποίο ακυρώθηκαν στα 1974 πολυέξοδοι εξοπλισμοί της Ελλάδας που έγιναν με διακηρυγμένο στόχο την αντιμετώπιση της Τουρκίας. Ούτε τα νέα υποβρύχια, ούτε οι πυραυλάκατοι με τα Exocet, ούτε τα F-4E Φάντομ, επέδειξαν την όποια μαχητική τους ανωτερότητα απέναντι στον εχθρό. Τα δε σύγχρονα άρματα AMX30 που τον Νοέμβριο του 1973 εξεστράτευσαν πρόθυμα εναντίον φοιτητών και εργατών στην Αθήνα, κρίθηκαν ανέτοιμα να αναμετρηθούν με τα -περασμένης γενεάς- τουρκιά αντίστοιχα. Στην κρίσιμη ώρα οι πολυέξοδοι εξοπλισμοί απλά «χάθηκαν στην μετάφραση».

Η απραξία της Αθήνας «διευκόλυνε» όλες τις απέναντι πλευρές. Η τουρκική πλευρά, ήσυχη πλέον ως προς την πιθανότητα εξάπλωσης του πολέμου, επανακαθόρισε τους στόχους της και μετέβαλε τα σχέδια της: ολόκληρη η Καρπασία και ευρύτερες περιοχές στα δυτικά περιλήφθηκαν μέσα στους στόχους της νέας φάσης της εισβολής. Η ανησυχία της Ουάσιγκτων ως προς την τύχη της νοτιο-ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ περιορίστηκε και μαζί της περιορίστηκαν οι τυχόν πιέσεις προς την Άγκυρα. Οι Βρετανοί δεν βρήκαν λόγο να κάνουν κάτι περισσότερο. Στην ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία η απραξία της Αθήνας προκάλεσε διαλυτικά φαινόμενα. Η καχυποψία προς τους προερχόμενους από την Ελλάδα αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς πήρε σε μερικές περιπτώσεις διαστάσεις ανοικτής στάσης και φαινόμενα λιποταξιών και απείθειας παρουσιάστηκαν σε μονάδες της Εθνικής Φρουράς. Η προοπτική αντίστασης στην επερχόμενη τουρκική επίθεση είχε αποδυναμωθεί πολύ πριν η ίδια η επίθεση ξεκινήσει.

14 Αυγούστου 1974

Στις 14 Αυγούστου του 1974 ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε σε όλα τα μέτωπα. Στα ανατολικά και τα δυτικά η άμυνα των Κυπριακών δυνάμεων κατέρρευσε: ο ηρωισμός δεν μπορούσε να αντικρούσει ούτε τον συσχετισμό δυνάμεων, ούτε την αίσθηση της εγκατάλειψης και της προδοσίας. Το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας βρέθηκε κάτω από τουρκική κατοχή. Παραμένει σε αυτήν την κατάσταση ως σήμερα ακόμα.

Στην Αθήνα η νέα τουρκική επίθεση δεν μετέβαλε την απόφαση περί «αποχής» από κάθε στρατιωτική ενέργεια. Στο πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση προχώρησε στην αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η κίνηση, πέρα από έκφραση δυσαρέσκειας προς την ισχυρή «προστάτιδα» της χώρας, τις ΗΠΑ, είχε εσωτερική σημασία. Η εγκατάλειψη της Κύπρου θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραία για το νεόκοπο καθεστώς της Μεταπολίτευσης. Οι δρόμοι της Αθήνας και των μεγάλων πόλεων δύσκολα ελέγχονταν ακόμα από αστυνομικές δυνάμεις που είχαν βαρύ πρόσφατο παρελθόν στην υπηρεσία της Χούντας. Η έξοδος από το ΝΑΤΟ θόλωνε το τοπίο και έδινε εξωτερική διέξοδο στην διάχυτη αίσθηση της προδοσίας. Λίγο αργότερα, στις 19 Αυγούστου, η δολοφονία του Αμερικανού πρέσβη στην Λευκωσία, έδειχνε και αυτή με τον τρόπο τους τους υπαίτιους της καταστροφής: αυτοί βρίσκονταν έξω και μακριά από Αθήνα και Λευκωσία. Κάτι ως να σε αδίκησε ο Θεός, ένα πράγμα!

Στις 14 Αυγούστου, σε σύσκεψη στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θεωρητικοποίησε την ελληνική απραξία και την εγκατάλειψη της Κύπρου: «…διεπιστώθη η πλήρης αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως στην Κύπρο, καθώς και ευρύτερης πολεμικής αναμετρήσεως με την Τουρκία…». Έκτοτε, πενήντα χρόνια έχουν περάσει από το 1974, η ίδια φράση, με διάφορες παραλλαγές, επαναλαμβάνεται από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις κάθε φορά που δημιουργούνται καταστάσεις έντασης από την επεκτατική διάθεση της Άγκυρας.

Αποφυγή εμπλοκής

Η αποφυγή κάθε είδους στρατιωτικής εμπλοκής με την Τουρκία αποτελεί «καταστατική» -ας το ορίσουμε έτσι- γενέθλια δέσμευση της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως ήταν εξάλλου και τον καιρό της Χούντας ή και πριν από αυτήν. Οι λεονταρισμοί περί «ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας» και «αποτροπής», έρχονται στην επιφάνεια κάθε φορά που πρόκειται να υπογραφεί κάποιο φαραωνικό εξοπλιστικό συμβόλαιο. Μόλις οι υπογραφές πέσουν και τα δισεκατομμύρια αλλάξουν χέρια -σε όφελος ξένων κατασκευαστών και εγχώριων μεσαζόντων- τότε το θεμελιώδες δόγμα επανέρχεται: η Κύπρος βρίσκεται μακριά. Προφανώς όμως πλέον εξίσου μακριά βρίσκονται η Κάσος, η Κάρπαθος, η Ρόδος, το Καστελλόριζο ή και η Κρήτη.

* Ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας