Παρότι γράφτηκε αρκετές φορές ύστερα από την ανακοίνωση ότι ο Φούμιο Κισίντα δεν πρόκειται να διεκδικήσει ξανά την ηγεσία του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι πήρε αυτή την απόφαση ύστερα από την ανακοίνωση ενός ακόμη σκανδάλου σε σχέση με τα οικονομικά του κόμματος. Σε τελική ανάλυση αυτού του είδους τα σκάνδαλα σε σχέση με έναν πολιτικό σχηματισμό που είναι το κατεξοχήν «κόμμα του κράτους» στην Ιαπωνία είναι μάλλον διαδεδομένα.

Γι’ αυτό το λόγο και ως πιο πιθανός λόγος προκύπτει το γεγονός ότι ο Κισίντα δεν κατάφερε να «απογειώσει» την ιαπωνική οικονομία και να φέρει το μεγάλο κύμα μεταρρυθμίσεων που είχε υποσχεθεί, κάτι που με τη σειρά του εκφράστηκε ως χαμηλή δημοφιλία.

Και αυτό γιατί οι 1045 μέρες του Κισίντα στην εξουσία δεν κατάφεραν να κάνουν αυτό πράξη αυτό που υποσχέθηκε, δηλαδή να ολοκληρώσει την επανάσταση που υποτίθεται ότι έφερε στην ιαπωνική οικονομία και κοινωνία ο μέντοράς του Σίνζο Άμπε.

Θυμίζουμε ότι η πολιτική του Άμπε, τα περίφημα Abenomics, που στο επίκεντρο είχαν μια επιθετική εκδοχή «ποσοτικής χαλάρωσης» σκοπό είχαν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα της ιαπωνικής οικονομίας και να πιέσουν τις επιχειρήσεις να έχουν μεγαλύτερη απόδοση στις επενδύσεις τους και να είναι περισσότερο υπόλογες έναντι των μετόχων τους. Ταυτόχρονα, ο Άμπε είχε υποσχεθεί να απελευθερώσει την αγορά εργασίας, να περιορίσει τη γραφειοκρατία, να ενισχύσει τις νέες επιχειρήσεις και να βελτιώσει τη θέση των γυναικών.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα κατάφερε μόνο ένα μέρος αυτών των στόχων. Όντως η κερδοφορία των επιχειρήσεων αυξήθηκε και εκτινάχθηκε ο χρηματιστηριακός δείκτης Nikkei. Όμως, η «ποσοτική χαλάρωση» στην πραγματικότητα μείωνε την πραγματική πίεση στις επιχειρήσεις για καινοτομία και αναδιάρθρωση.

Ο Κισίντα στην πραγματικότητα βρέθηκε να διαχειρίζεται το χάσμα ανάμεσα στις υποσχέσεις της εποχής Άμπε και την πραγματικότητα της ιαπωνικής οικονομίας που δείχνει να μπαίνει σε μια φάση στασιμότητας.

Και μπορεί να παρουσιάζει ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της δικής του διακυβέρνησης το γεγονός ότι επήλθε συμφωνία για μια σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, εντούτοις στην πραγματικότητα οι πραγματικές αυξήσεις στο σύνολο των μισθών υπολείπονται και του πληθωρισμού και της αύξησης των εταιρικών κερδών. Επιπλέον, η στασιμότητα στη βιομηχανική παραγωγή που καταγράφηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 δεν εμπνέει μεγάλη αισιοδοξία.

Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι επιτέλους η Ιαπωνία έχει τον πληθωρισμό που χρόνια επεδίωκε, ως σημάδι εξόδου από μια μακροχρόνια συνθήκη αποπληθωρισμού, δεν μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι εν τέλει έχει μάλλον το λάθος είδους πληθωρισμού, δηλαδή που υπονομεύει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Και μπορεί ο Κισίντα το 2021 να υποσχέθηκε έναν «Νέο Καπιταλισμό», όπου ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας θα συνεργάζονταν, η κυβέρνηση θα προωθούσε τη δημιουργία νέων αγορών, και θα υπήρχε συστηματική προσέλκυση νεών επενδύσεων, ορίζοντα αυτό που περιέγραφε ως έναν «υγιή οικονομικό μεταβολισμό», εντούτοις στην πραγματικότητα μάλλον δεν τα κατάφερε.

Από την άλλη, το γεγονός ότι ο Κισίντα κατάφερε όχι μόνο να αυξήσει εντυπωσιακά τις αμυντικές δαπάνες της Ιαπωνίας, κοντά στα επίπεδα του 2% του ΑΕΠ, αλλά και να φέρει ακόμη πιο κοντά την Ιαπωνία στις ΗΠΑ, υπό το φόβο μιας Κίνας που φαντάζει όλο και πιο απειλητική, φαίνεται ότι στα μάτια των ψηφοφόρων δεν μετράει τόσο, όσο η προβληματική κατάσταση της οικονομίας.

Προφανώς τα οικονομικά σκάνδαλα συνέβαλαν και αυτά σε ένα αρνητικό κλίμα, αλλά όλα δείχνουν αυτό κυρίως μέτρησε για την απόφαση του Κισίντα να αποσυρθεί από την κούρσα της ηγεσίας. Άλλωστε, σε όλη τη διάρκεια της θητείας του η κυβέρνησή του είχε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις και τους τελευταίος μήνες οι θετικές γνώμες είχαν υποχωρήσει κάτω από το 30%.

Τώρα η προσοχή όλων είναι στραμμένη στην εκλογή ηγεσίας που θα γίνει περίπου στις 20 Σεπτεμβρίου. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι θα βρεθεί και μια απάντηση στα ερωτήματα για τον στρατηγικό προσανατολισμό της ιαπωνικής οικονομίας.