Μαρξισμός και έθνος
Μια σημαντική μελέτη έρχεται να υπογραμμίσει ότι το έθνος αποτέλεσε πάντα ένα θεωρητικά δύσβατο πεδίο για τον μαρξισμό
- ΣΥΡΙΖΑ: Στο αντιΣύριζα μέτωπο ο Κασσελάκης, σαν έτοιμος από καιρό εκτοξεύει χυδαιότητες για το Μάτι
- Προφυλακιστέος ο 30χρονος για τη δολοφονία της Δώρας στο Αγρίνιο
- Πόσο αντέχουν τα αποθέματα φυσικού αερίου; Σε συμπληγάδες η Ευρώπη
- Μακελειό στην Κίνα: Οκτώ νεκροί και 17 τραυματίες από επιθέσεις με μαχαίρι σε σχολή
Το ζήτημα του έθνους υπήρξε πάντα μια δοκιμασία για τον μαρξισμό και τα πολιτικά ρεύματα που επηρεάστηκαν από αυτόν. Η εντυπωσιακή ικανότητα του εθνικισμού να συσπειρώνει και να κινητοποιεί μάζες που περιλάμβαναν και τους εργαζομένους ερχόταν σε σύγκρουση με την εκτίμηση ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση διαμόρφωνε μια τάξη που εξαιτίας της συντριπτικής υποτέλειάς της δεν μπορούσε παρά να διεκδικεί μια καθολική χειραφέτηση που υπερέβαινε τα πολιτικά, ιδεολογικά και γεωγραφικά όρια του έθνους-κράτους. Αντίστοιχα, η θέση ότι το έθνος είναι μια ιδεολογική κατασκευή που διαμορφώνει μια πλασματική αίσθηση κοινότητας συμφερόντων σε κοινωνικά τάξεις που εξ ορισμού δεν είχαν τίποτα το κοινό, αναμετριόταν διαρκώς με το γεγονός ότι τα εργατικά στρώματα όχι μόνο αποτέλεσαν ενεργά τμήματα (ενίοτε και πρωτοπόρα) εθνικών κινημάτων, αλλά συχνά πρωτοστατούσαν στις εκδηλώσεις εθνικιστικής αντιπάθειας ή ακόμη και μίσους ενάντια στις εργατικές τάξεις «αντίπαλων» εθνών.
Τα πράγματα έκανε ακόμη πιο σύνθετα η διαπίστωση ότι τα πολιτικά κινήματα που διεκδικούσαν δημοκρατικές ελευθερίες συχνά διεκδικούσαν και εθνικό αυτοπροσδιορισμό, ενώ από ένα σημείο και μετά κομμουνιστικά ή μαρξιστικά ρεύματα ηγήθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών αγώνων. Από την άλλη, η αποδιάρθρωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συνδυάστηκε συχνά με την επιστροφή του εθνικισμού ως κατεξοχήν «μετακομμουνιστικής» ιδεολογίας, με αποτελέσματα στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας παραπάνω από τραγικά.
Είναι αυτά τα ερωτήματα που καθιστούν σημαντική και επίκαιρη τη μελέτη του Σταύρου Παναγιωτίδη «Ο κόκκινος Ιανός. Το έθνος στη σκέψη και την επαναστατική στρατηγική των κλασικών του μαρξισμού», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση. Γιατί ο Παναγιωτίδης αντί να προσπαθήσει να «ανασυνθέσει» μια μαρξιστική θεωρία για το έθνος, επιλέγει πρωτίστως να παρουσιάσει την εξέλιξη των τοποθετήσεων των κλασικών του μαρξισμού, δίνοντας έμφαση όχι στη συνέχεια ή τη συνοχή, αλλά αντιθέτως στη μεταβολή, στις αντιφάσεις, στις μετατοπίσεις που έρχονταν ως αποτέλεσμα μιας αναμέτρησης που δεν ήταν μόνο, ούτε και πρωτίστως, θεωρητική αλλά πάνω από όλα πολιτική.
Επισημαίνει ότι αρχικά οι Μαρξ και Ένγκελς πίστευαν ότι η καπιταλιστική παραγωγή διαμόρφωνε μια τάξη που είχε ως βασική ιδιότητα την εκμετάλλευση που υφίστατο, μια τάξη με κοινά συμφέροντα σε κάθε χώρα. Η υποτίμηση αρχικά των εθνικών αγώνων σε συνδυασμό για την αισιοδοξία τους για έναν επερχόμενο κύκλο αντικαπιταλιστικών επαναστάσεων, τους έκανε να πιστεύουν ότι δεν υπήρχε λόγος για έμφαση στα εθνικά ζητήματα που θα επιλύονταν σε μια κομμουνιστική προοπτική, εξ ου και η αποστροφή τους ότι «η Πολωνία δεν θα απελευθερωθεί στην Πολωνία, αλλά στην Αγγλία».
Η αντίφαση αυτή αποτυπώνεται στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που κυκλοφορεί στιγμή ενός μεγάλου κύκλου δημοκρατικών και εθνικών επαναστάσεων, και στο οποίο υπάρχει ιστορική αισιοδοξία για την υπέρβαση του έθνους παράλληλα με τη θέση ότι παρ’ όλα αυτά οι κομμουνιστές οφείλουν να στηρίζουν κάθε κίνημα που αμφισβητεί τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες άρα και την εθνική καταπίεση. Όμως, η συνθετότητα των τοποθετήσεων των εθνικών κινημάτων του 1848, ορισμένα εκ των οποίων τάχθηκαν με τις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος, οδηγεί σε εκτιμήσεις απαξιωτικές για ορισμένα από αυτά, ιδίως από τον Ένγκελς που δανειζόμενος ένα σχήμα του Χέγκελ υποστήριζε ότι δεν βοηθούσαν την ιστορική πρόοδο τα εθνικά κινήματα των «μη-ιστορικών λαών», αυτών που θεωρούνταν υλικά και πνευματικά ανάξιοι να εξελιχθούν.
Η ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση της σημασίας των εθνικών κινημάτων
Βεβαίως, όπως επισημαίνει ο Παναγιωτίδης, σταδιακά και ο Ένγκελς όπως και ο Μαρξ μετατοπίζονται σε μια ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση της σημασίας των εθνικών κινημάτων και της ανάγκης αλληλεγγύης σε αυτά, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις τους υπέρ της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας. Η ολοένα και πιο συστηματική μελέτη, ιδίως από τον Μαρξ, της πραγματικότητας των μη αναπτυγμένων κρατών οδηγεί στην εγκατάλειψη προηγούμενων απόψεων για τον εκσυγχρονιστικό ρόλο της αποικιοκρατίας (ως διάλυσης προηγούμενων κοινωνικών μορφών), και στην αναγνώριση των δυναμικών που αναπτύσσονταν σε χώρες όπως η Ρωσία, μέχρι του σημείου ο Μαρξ να εκτιμά ότι η ρωσική αγροτική κοινότητα επέτρεπε να στοχαστούμε το ενδεχόμενο οι μη καπιταλιστικές χώρες να περάσουν στον σοσιαλισμό χωρίς «υποχρεωτικό» πέρασμα από τον καπιταλισμό.
Τα ανοιχτά ερωτήματα αυτά παραδόθηκαν στους επιγόνους. Η Β’ Διεθνής, που χρονικά συμπίπτει με την κορύφωση του κύματος της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, θα έχει έντονες εσωτερικές αντιπαραθέσεις με τις πιο μεταρρυθμιστικές απόψεις να είναι και αυτές που θα επιμένουν περισσότερο αφετέρου στην μια υποστήριξη ή έστω ανοχή της αποικιοκρατίας, αφετέρου να μην αρνούνται προκαταβολικά κάθε συμπόρευση με τις αστικές τάσεις σε «εθνικούς αγώνες». Αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης, το μεγάλο και ιδιαίτερα τραυματικό ρήγμα στο εσωτερικό της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας γύρω από το ζήτημα της υποστήριξης ή όχι της πολεμικής προσπάθειας κάθε χώρας στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η επαναστατική πτέρυγα θα είναι πρωτίστως αντιπολεμική και ριζικά αντιεθνικιστική. Τότε γίνεται και μια συστηματική προσπάθεια θεωρητικής προσέγγισης του έθνους, καθώς τα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα είχαν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα των καταπιεσμένων εθνών εντός των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, όπως η Αυστροουγγαρία ή η τσαρική Ρωσία. Έτσι τίθενται ερωτήματα όπως εάν η λύση ήταν η απόσχιση ως πλήρης αυτοδιάθεση ή η αναγνώριση δικαιωμάτων ως αίτημα συνολικότερου εκδημοκρατισμού, ή η υπέρβαση των διλημμάτων στο όραμα μιας σοσιαλιστικής παραλλαγής Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Η οπτική του Λένιν
Ο Λένιν θα εξετάσει το ζήτημα του έθνους υπό το πρίσμα των στρατηγικών και τακτικών απαιτήσεων μιας επαναστατικής πολιτικής στις ρωσικές συνθήκες. Όμως, με το να αποδεχτεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, με το να προκρίνει μια συγκρότηση του σοβιετικού κράτους ως πολυεθνικού κράτους και με την αναγνώριση της δυναμικής των αντιαποικιακών αγώνων, έδειξε να αντιλαμβάνεται ότι ο εθνικισμός μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποτελεί σύμμαχο και όχι εμπόδιο της επανάστασης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις