Ένα από τα πράγματα που διαφημίζει η κυβέρνηση ότι θα κάνει είναι ότι θα προσελκύσει για επιτελικές θέσεις του δημοσίου τομέα ανθρώπους με πείρα και δεξιότητες, δίνοντάς τους μισθούς ανταγωνιστικούς ως προς αυτούς που μπορούν να πάρουν στον ιδιωτικό τομέα. Και ενώ για αυτή τη νέα γενιά golden boys φαίνεται πως και «λεφτά υπάρχουν» και αναγνωρίζεται ότι η καλή δουλειά πρέπει να αμείβεται, δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν κλάδο του δημοσίου από τον οποίο εξαρτάται – κυριολεκτικά! – η ζωή μας: τους γιατρούς του ΕΣΥ, που επιτελούν ουσιώδες έργο, λειτούργημα.

Αυτή τη στιγμή στο μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, ιδίως στη νησιωτική Ελλάδα -όπου η κατάσταση είναι απελπιστική ακόμη και στα μεγάλα νησιά-, το ΕΣΥ καταρρέει από την έλλειψη ειδικευμένων γιατρών, πέραν των άλλων σημαντικών ελλείψεων. Το αποτέλεσμα είναι να κινδυνεύουν ή ακόμη και να χάνονται ζωές, γιατί όπως και να το δει κανείς όσο αξιόλογη γενική ιατρική παιδεία και εάν παρέχουν τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, εάν σου τύχει να πάθεις έμφραγμα καλό είναι να σε αναλάβει καρδιολόγος και όχι… γυναικολόγος.

Ούτε προφανώς μπορούμε να βαυκαλιζόμαστε ότι έχουμε σοβαρό και αξιόπιστο Εθνικό Σύστημα Υγείας όταν σε μεγάλο μέρος της επικράτειας πρακτικά λειτουργεί ως… κέντρο διερχομένων, στέλνοντας διαρκώς επείγοντα περιστατικά προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Γιατί κάποια φορά ούτε ελικόπτερο θα μπορεί να προσγειωθεί, ούτε ασθενοφόρο θα μπορεί να φύγει, ενώ κάθε φορά χάνεται πολύτιμος χρόνος για την αντιμετώπιση του περιστατικού.

Ξέρω πολύ καλά την βολική απάντηση που δίνει το υπουργείο Υγείας και ο Άδωνις Γεωργιάδης: γίνονται προκηρύξεις θέσεων αλλά δεν έρχονται γιατροί.

Αλήθεια είναι αυτό, μόνο που και το υπουργείο και ο Άδωνις Γεωργιάδης λένε τη μισή αλήθεια, γιατί δεν εξηγούν γιατί συμβαίνει αυτό.

Δεν εξηγούν δηλαδή ότι με τους μισθούς που δίνει το ΕΣΥ αυτή τη στιγμή στους γιατρούς για να πάνε να ξεσπιστωθούν και να πάνε να ζήσουν σε ένα νησί, την ώρα που μπορούν να εξασφαλίσουν πολύ καλύτερες αποδοχές πηγαίνοντας στην Κύπρο ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης (μόνο η Ουγγαρία έχει χαμηλότερες αποδοχές για τους ειδικευμένους γιατρούς σε σχέση με την Ελλάδα), ή απλώς στον ιδιωτικό τομέα, όπου ένας αναισθησιολόγος μπορεί να βγάλει την εβδομάδα όσα του δίνει το δημόσιο τον μήνα, απλώς με προκήρυξη θέσεων δεν λύνεται το πρόβλημα.

Όταν ο Επιμελητής Β’ λαμβάνει μισθό της τάξης των 1500 ευρώ, έχοντας επενδύσει η οικογένεια του και ο ίδιος αρκετά χρήματα και χρόνο για σπουδές και στην καλή περίπτωση -και αν έχει επιλέξει ειδικότητα με μικρή αναμονή- θα μπορεί αρχίσει να ασκεί το επάγγελμα γύρω στα 32 δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η ανταπόκριση σε μια τέτοια προκήρυξη θέσεων αποτελεί δελεαστική επιλογή και ορθή επαγγελματική κίνηση. Γιατί όσο και αν σε παρακινεί και σε εμπνέει η έννοια της προσφοράς και σε συγκινεί ο όρκος του Ιπποκράτη πρέπει και να μπορείς να ζήσεις αξιοπρεπώς.

Και δεν είναι μόνο οι εξωφρενικά χαμηλές αποδοχές. Είναι και οι συνθήκες εργασίας, με την εξάντληση του υγειονομικού προσωπικού στην Ελλάδα να εκθέτει τη χώρα διεθνώς. Δηλαδή, ζητάμε από κάποιον να πάει να εργαστεί με αυτούς τους όρους και ταυτόχρονα να ξέρει ότι είναι ο μόνος γιατρός με αυτή την ειδικότητα σε αυτό το επαρχιακό νοσοκομείο, με όλη την πίεση, το φόρτο εργασίας, αλλά και την ευθύνη που αυτό συνεπάγεται.

Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Ούτε αποτελούν απλώς τις επιπτώσεις των μνημονίων, παρότι τα μνημόνια υπήρξαν καταστροφικά για το δημόσιο σύστημα υγείας. Σε τελική ανάλυση από τα μνημόνια βγήκαμε πριν από κάμποσα χρόνια, οπότε δεν μετράει η δικαιολογία.

«Μα δόθηκαν αυξήσεις και στο μισθολόγιο και στις εφημερίες», θα πουν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης. Μόνο που προφανώς μικρές ποσοστιαίες αυξήσεις σε αποδοχές ούτως ή άλλως χαμηλές και προκλητικά δυσανάλογες της σημασίας και της δυσκολίας της δουλειάς, δεν λύνουν το πρόβλημα.

Και είναι μάλλον υποκριτικό να δυσανασχετεί η κυβέρνηση και ο Άδωνις Γεωργιάδης γιατί δεν πηγαίνουν οι ιδιώτες να «στηρίξουν το ΕΣΥ», όταν την ίδια ώρα είναι η ίδια η κυβερνητική πολιτική που σπρώχνει τους πολίτες στους ιδιώτες και τους γιατρούς στον ιδιωτικό τομέα. Και γιατί επιλέγει διαρκώς ο ιδιωτικός τομέας να καλύπτει τα κενά του δημοσίου αλλά και γιατί στην πραγματικότητα ο ιδεολογικός της τόνος είναι «το ιδιωτικό είναι καλύτερο», και οι ιδιωτικοποιήσεις πανάκεια.

Όμως, πρέπει να καταλάβουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας ΔΕΝ μπορεί να πληρώνει την υγεία από την τσέπη της. Πράγμα που σημαίνει ότι από ένα σημείο και μετά θα έχουμε ανθρώπους χωρίς επί της ουσίας πλήρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την κοινωνική συνοχή. Και μην μου πείτε ότι είναι κατοχυρωμένη η πρόσβαση όλων ακόμη και των απόρων και των ανασφάλιστων στο δημόσιο σύστημα υγείας (από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το μνημονιακό 2016 για να μην ξεχνιόμαστε), γιατί το ερώτημα είναι τελικά σε τι θα ισοδυναμεί αυτή η πρόσβαση;

Καταλαβαίνω ότι κάποιοι θα τα ήθελαν όλα ιδιωτικά. Ή θα ήθελαν π.χ. η δαπάνη του ΕΦΚΑ να πηγαίνει ακόμη περισσότερο προς τον ιδιωτικό τομέα. Ή να σου δίνουν ένα voucher και να διαλέξεις εάν θα πας σε δημόσιο ή ιδιωτικό νοσοκομείο. Όμως, όλες οι στατιστικές του πλανήτη δείχνουν ότι καλύτερους δείκτες υγείας έχουν χώρες με μεγάλη παράδοση ισχυρών δημόσιων συστημάτων υγείας, αυτών που πληρώνονται μέσω της φορολογίας ή της κοινωνικής ασφάλισης, στελεχώνονται από γιατρούς δημοσίους υπαλλήλους και προσφέρουν πλήρη κάλυψη στους πολίτες. Στο δημόσιο σύστημα υγείας στραφήκαμε στην πανδημία, αλλά και σε κάθε δύσκολη περίπτωση οι γιατροί και τα νοσοκομεία του ΕΣΥ βγάζουν το φίδι από την τρύπα, με ουκ ολίγα περιστατικά από ιδιωτικά νοσοκομεία όταν «στραβώνουν» να διακομίζονται στο δημόσιο.

Και στην Ελλάδα το μεγάλο πρόβλημα του ΕΣΥ δεν είναι τα κτίρια, δεν είναι ο εξοπλισμός, είναι το μισθολογικό των γιατρών.

Γιατί εάν βελτιωθεί σημαντικά το μισθολογικό των γιατρών, τότε θα δέχονται να πάνε στα δημόσια νοσοκομεία σε όλη την Ελλάδα, αντί να σκέφτονται τη μετανάστευση ή τον ιδιωτικό τομέα. Γιατί σε αντίθεση με μια μυθολογία μια χαρά αίσθημα ευθύνης έχουν οι νέοι γιατροί και θέλουν να προσφέρουν και το έχουν αποδείξει με διάφορους τρόπους. Αλλά θέλουν να μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια και να εργαστούν σε μονάδες που δεν θα καταρρέουν.  Προφανώς με επιπλέον κίνητρα για όσους θα πάνε σε απομακρυσμένες περιοχές και εξασφάλιση στέγης.

Είναι μεγάλη η δαπάνη; Το αντέχουμε; Πιστεύω πως εάν κανείς κάνει πραγματική ιεράρχηση των δαπανών και δει που γίνονται σπατάλες, μπορεί να εντοπίσει αρκετό περιθώριο για σημαντική αύξηση της μισθοδοσίας των γιατρών του ΕΣΥ. Σε τελική ανάλυση τα πάντα είναι θέμα προτεραιοτήτων και η εξασφάλιση επάρκειας γιατρών και υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας για το λαό, αφού η υποστελέχωση των νοσοκομείων έχει μοιραία άμεσες συνέπειες στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, μάλλον θα πρέπει να αποτελεί εθνική προτεραιότητα σε σχέση με το να προσλαμβάνονται μετακλητοί, σύμβουλοι, «επικοινωνιολόγοι» από τα κυβερνητικά στελέχη. Γιατί γι’ αυτούς έχει αποδειχτεί ότι «λεφτά υπάρχουν».

Και ναι μπορεί να ισχύει όπως κατά καιρούς έχει πει ο Άδωνις Γεωργιάδης ότι ο γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο παίρνει 8.000 ευρώ στο Λουξεμβούργο γιατί η ζωή εκεί είναι πανάκριβη, όμως και το να παίρνει ένας διευθυντής ΕΣΥ, με πάνω από 30 χρόνια προϋπηρεσία στο τέλος του μήνα (με τις εφημερίες) 2700 ευρώ επίσης είναι εξευτελισμός και το μεγαλύτερο αντικίνητρο για να στελεχωθούν τα δημόσια νοσοκομεία. Και ούτε η λύση είναι το «νόμιμο φακελάκι», δηλαδή να πληρώνει ο πολίτης από την τσέπη του για να χειρουργηθεί στο δημόσιο – και υποτίθεται – δωρεάν νοσοκομείο και έτσι να «συμπληρώνει το εισόδημά του» και ο γιατρός. Γιατί αυτό δεν είναι «κίνητρο για να έρθουν γιατροί» αλλά απλώς εξευτελισμός και πλήρης αλλοίωση του χαρακτήρα του δημοσίου συστήματος υγείας.

Εάν θέλουμε να μιλάμε για «αίσθημα ασφάλειας» των πολιτών, αυτό ξεκινά πρώτα από όλα από το να μην αισθάνονται αβοήθητοι στην αρρώστια. Δηλαδή, ξεκινάει από το να αισθάνονται ότι εάν τους προκύψει ένα πρόβλημα υγείας, οπουδήποτε στην επικράτεια, θα μπορούν έγκαιρα και αποτελεσματικά να έχουν την περίθαλψη που πρέπει, χωρίς να χρειαστεί να βάλουν το χέρι στην τσέπη τους. Και αυτό σήμερα περνάει μέσα από την επαρκή στελέχωση των νοσοκομείων, που προϋποθέτει τη σημαντική βελτίωση των αποδοχών των γιατρών του ΕΣΥ ώστε νέοι γιατροί να καλύψουν όλες τις κενές θέσεις του ΕΣΥ.

Αυτό χρειαζόμαστε, όχι τζάμπα μαγκιές, όχι προσπάθεια μεταφοράς ευθυνών στις πλάτες άλλων, όχι προσπάθεια να παρουσιαστούν τα θύματα ως θύτες. Αυτά πρέπει να σκεφτεί και η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης που καλό να είναι να αναλογιστεί γιατί τον υποδέχονται με μαζικές διαμαρτυρίες σε κάθε νοσοκομείο που πηγαίνει και κυρίως να ακούσει όσα του λένε και να δώσει πειστικές λύσεις και όχι να απαντά ότι μπορεί να φωνάξει πιο δυνατά.