Στην πρόσφατη σύνοδό τους στη Βραζιλία, οι υπουργοί Οικονομικών των χωρών της G20 μας χόρτασαν από λόγια για τις προθέσεις τους για «συνεργασία», προκειμένου οι δισεκατομμυριούχοι αυτού του κόσμου, κάτοχοι των μεγαλύτερων περιουσιών του πλανήτη, να φορολογούνται περισσότερο.

Για πολλοστή φορά ωστόσο δεν κατάφεραν να περάσουν και στην πράξη, με την επιβολή ενός παγκόσμιου φορολογικού συντελεστή.

Κάπως έτσι λοιπόν το θέμα της φορολογικής ανισότητας -εν μέσω κρίσης κόστους ζωής και διεύρυνσης του ειδοσηματικού και κοινωνικού χάσματος- παραμένει «προσωπική υπόθεση» των εκάστοτε χωρών.

Μια από τις πιο σκανδαλωδώς χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι μια χώρα που όχι μόνο ανήκει στους G20, αλλά και στο ισχυρό κλειστό κλαμπ των G7: η Γερμανία.

Το θέμα έφερε στο προσκήνιο με πάταγο η περίπτωση της ζάπλουτης κληρονόμου της BMW και πλουσιότερης Γερμανίδας, της Σουζάνε Κλάτεν.

Η κάτοχος του 19% των μετοχών της θρυλικής αυτοκινητοβιομηχανίας και της εταιρείας χημικών προϊόντων Altana μεταβίβασε πρόσφατα μέρος της περιουσίας της στα τρία παιδιά της.

Πρόκειται για «τουλάχιστον 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ» το κεφάλι, υπολογίζει η εφημερίδα Die Zeit.

Όμως δεν είναι ακόμη σαφές τι θα πρέπει να πληρώσουν σε φόρους. Ή, για την ακρίβεια, ΑΝ θα πληρώσουν.

Οι δισεκατομμυριούχοι και οι εταιρείες τους απολαμβάνουν γενναιόδωρα φορολογικά προνόμια έναντι των μεσαίων εισοδημάτων και των μικρών επιχειρήσεων στη Γερμανία.

Έτσι, τα παιδιά της Κλάτεν θα μπορούσαν να ζητήσουν απαλλαγή από τον φόρο κληρονομιάς.

Το ανώτατο όριο φοροαπαλλαγής για τους κληρονόμους επιχειρήσεων είναι τα 90 εκατομμύρια ευρώ.

Όμως τα «παραθυράκια» του νόμου είναι γι’ αυτούς διάπλατα, αρκεί να αποδείξουν ότι η ιδιωτική περιουσία τους δεν αρκεί για να πληρώσουν τον αναλογούντα φόρο.

Κωμικοτραγικό ή μη, ο όρος που χρησιμοποιείται σε αυτή την περίπτωση είναι αυτός του «απόρου».

Πώς μπορεί όμως αυτό να αφορά δισεκατομμυριούχους;

Οι απώλειες για το γερμανικό κράτος σε έσοδα από φόρους κληρονομιάς και δωρεών υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν το 2023 τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ (REUTERS/Dado Ruvic/File Photo)

Πλούσιοι… τζαμπατζήδες

Φοροτεχνικά και νομικά, υπάρχει μια ευρεία γκάμα ελιγμών και επιλογών.

Ένας συνήθως τρόπος είναι οι μετοχές της εταιρείας να περάσουν σε ένα οικογενειακό ίδρυμα, που έχει συσταθεί ειδικά για τον σκοπό της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων.

Μόνο πέρυσι καταγράφηκαν 26 περιπτώσεις με μεταβιβάσεις μεγάλων εταιρικών περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία, στις οποίες το γερμανικό κράτος δεν πήρε «δεκάρα τσακιστή».

Για την ακρίβεια, όπως επισημαίνει το Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης (NWSG) σε προ ημερών ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, οι απαλλαγές σε φόρους κληρονομιάς και δωρεών στέρησαν το 2023 από το γερμανικό κράτος έσοδα ύψους 2,1 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Οι δε «κληρονόμοι δισεκατομμυρίων ευρώ πλήρωσαν λιγότερο από 1% σε φόρους», επισημαίνει.

Για την ακρίβεια ο φορολογικός συντελεστής για τους μεγάλους κληρονόμους ήταν περίπου 0,1%.

Αυτά ενώ το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο στην Καρλσρούη έχει κρίνει από το 2014 ότι οι απαλλαγές των περιουσιακών στοιχείων των μεγάλων εταιρειών από τον φόρο κληρονομιάς είναι υπερβολικά εκτεταμένες και, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικές.

«Λόγω της άσκησης πιέσεων» ωστόσο -επισημαίνει το  το Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης- έχουν γίνει ελάχιστες διορθωτικές κινήσεις.

Στην πραγματικότητα, παρατηρεί, «έχουν δημιουργηθεί νέες ευρείες δυνατότητες προνομίων και παρακάμψεων για τους υπερπλούσιους».

Τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία για τον φόρο κληρονομιάς και δωρεών για το 2023 δείχνουν για άλλη μια φορά το πρόβλημα πολύ καθαρά, υπογραμμίζει.

Οι κληρονόμοι περιουσιακών στοιχείων αξίας δισεκατομμυρίων εξακολουθούν να πληρώνουν ελάχιστους έως καθόλου φόρους.

Το ακανθώδες θέμα του φόρου κληρονομίας έχει βρεθεί και πάλι στην κρίση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου από το 2022.

Οι ελπίδες για την έκδοση απόφασης το 2023 αποδείχθηκαν φρούδες. Το ίδιο αναμένεται και φέτος ή ίσως και του χρόνου.

Εκτός απροόπτου, άλλωστε, το 2025 θα είναι για τη Γερμανία μια κρίσιμη εκλογική χρονιά.

Το σίγουρο είναι ότι, εν μέσω έκρηξης των ανισοτήτων, θα βρεθεί και αυτό στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας για τις ομοσπονδιακές εκλογές.

Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Γερμανών θέλει εδώ και τώρα επαναφορά του φόρου μεγάλης περιουσίας (Photo: Unsplash/The New York Public Library)

«Να πληρώσουν οι πλούσιοι»

Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες οικονομίες της ΕΕ, στη Γερμανία δεν υπάρχει φόρος μεγάλης περιουσίας.

Καταργήθηκε το 1997 από τον τότε κυβερνητικό συνασπισμό της «Χριστιανικής Ένωσης» (Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές) με τους Φιλελεύθερους (FDP), υπό τον Χέλμουτ Κολ.

Έκτοτε, το θέμα της επιβολής υψηλότερης φορολογίας στους Γερμανούς εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους έχει αναδειχθεί σε προεκλογικές περιόδους από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους.

Αν και αμφότεροι συμμετέχουν σήμερα στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς, δεν έχουν ληφθεί σχετικά μέτρα.

Ένας από τους λόγους είναι οι αντιρρήσεις του τρίτου κυβερνητικού εταίρου, του FDP.

Καθώς όμως η γερμανική οικονομία ασθμαίνει και οι ανισότητες αυξάνονται, το αίτημα για ένα φόρο επί του πλούτου έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη.

Πολλώ μάλλον όταν πρόσφατη έρευνα του Δικτύου Φορολογικής Δικαιοσύνης και της Oxfam καταγράφει ότι η κατάργηση του φόρου περιουσίας, προ 27ετίας, έχει κοστίσει έως τώρα στο γερμανικό δημόσιο πάνω από 380 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ποσό, επισημαίνεται, που «αντιστοιχεί στο 80% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού του 2024».

Σε αυτό το φόντο, το 62% του γερμανικού πληθυσμού θεωρεί πλέον λογικό να επιβληθεί φόρος πλούτου άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ για ιδιώτες και επιχειρηματίες, σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενήργησε προ ημερών το ινστιτούτο Forsa για το περιοδικό Stern.

Σε αντίθεση δε με το παρελθόν, δεν είναι μόνοι οι ψηφοφόροι των Πρασίνων (84%), των Σοσιαλδημοκρατών (79%) και της Αριστεράς (58%) που στηρίζουν την ιδέα.

Την ίδια άποψη έχουν και οι ψηφοφόροι της κεντροδεξιάς «Χριστιανικής Ένωσης», σε ποσοστό 55% – παρά την κομματική γραμμή κατά της αύξησης των φόρων για τους πλούσιους.

Κατά του μέτρου -αν και με διαφορετικά κίνητρα- τάσσονται οι ψηφοφόροι του FDP (78%) και του ακροδεξιού AfD (62%), καθώς και ως επαγγελματική κατηγορία οι αυτοαπασχολούμενοι (54%).

«Μην φοβάστε τη φοροδιαφυγή!»

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα κατά της επαναφοράς του φόρου μεγάλης περιουσίας στη Γερμανία είναι ότι μπορεί να προκαλέσει φυγή κεφαλαίων, σε μια περίοδο όπου οι φόβοι για αποβιομηχάνιση της οικονομίας της εντείνονται.

Κατά τα λοιπά, ωστόσο, υπολογίζεται από το 2021 τα περιουσιακά στοιχεία των εκατό πλουσιότερων Γερμανών αυξήθηκαν κατά περίπου 460 δισεκατομμύρια ευρώ.

Από το σύνολο δε των 226 Γερμανών εν ζωή δισεκατομμυριούχων, μόνο 29 επέλεξαν να μεταφέρουν σε άλλη χώρα την έδρα τους, για φορολογικούς λόγους.

Εξ ου και για την έρευνά τους το Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης (NWSG) και η Oxfam επέλεξαν τον τίτλο: «Μην φοβάστε τη φοροδιαφυγή!».

Η καταπολέμησή της είναι θέμα πολιτικής βούλησης, εξηγεί ο Μάνουελ Σμιτ, υπεύθυνος στην Oxfam Γερμανίας για θέματα κοινωνικής ανισότητας.

«Αντί να αρχίσει να περικόπτει την αναπτυξιακή συνεργασία και τις κοινωνικές δαπάνες στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να θέσει στην ημερήσια διάταξη τη φορολόγηση του πολύ υψηλού πλούτου», επισημαίνει.

«Και σε αντίθεση με ό,τι υποδηλώνουν μεμονωμένα σκάνδαλα», παρατηρεί ο Κρίστοφ Τραουτφέτερ του NWSG, «οι περισσότερες μεγάλες γερμανικές περιουσίες δεν βρίσκονται στο εξωτερικό».

«Συνδέονται με τη Γερμανία μέσω του κοινωνικού και πολιτικού τους κεφαλαίου. Είναι λοιπόν καιρός για μια ορθολογική συζήτηση σχετικά με τη φορολόγησή τους».

* Κεντρική photo: Pixabay/Krimker