Με κύρια ώθηση το αδύναμο γιεν, η Ιαπωνία γνωρίζει πλέον και αυτή τι σημαίνει υπερτουρισμός.

Για τις επιχειρήσεις και τους κατοίκους της είναι ταυτόχρονα ευχή και κατάρα.

Οι αφίξεις ξένων επισκεπτών -για επαγγελματικούς λόγους και για αναψυχή- αναμένεται να σπάσουν φέτος όλα τα ρεκόρ, φτάνοντας τα 35 εκατομμύρια ανθρώπους.

Μέσα στο πρώτο εξάμηνο είχαν ήδη αγγίξει τα 17,78 εκατομμύρια, με σταθερά αυξητικές τάσεις και αφίξεις από διάφορα σημεία του κόσμου.

Τον Ιούνιο οι ξένοι τουρίστες ήταν 3,14 εκατομμύρια, ξεπερνώντας το προηγούμενο μηνιαίο ρεκόρ των 3,08 εκατομμυρίων του Μαρτίου.

Επίσης άνευ προηγουμένου, οι δαπάνες των τουριστών που αναμένεται να αγγίξουν μέσα στο 2024 τα 8 τρισεκατομμύρια γιεν, κοντά δηλαδή στα 51 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ξεπερνούν κατά πολύ τα επίπεδα πριν από την πανδημία της COVID-19, αλλά και τις προσδοκίες μιας μακρινής χώρας -νησιωτικής και ορεινής – στην Άπω Ανατολή.

Τούτων λεχθέντων, η τουριστική βιομηχανία αναμένεται να γίνει για το 2024 ο δεύτερος μεγαλύτερος μοχλός ανάπτυξης της ιαπωνικής οικονομίας, πίσω από τις εξαγωγές αυτοκινήτων και μπροστά από τις εξαγωγές ηλεκτρονικών εξαρτημάτων.

Σαφώς και πρέπει να ληφθούν μέτρα για τον υπερτουρισμό, τόνισε ο πρωθυπουργός Φουμίο Κισίντα.

Ήδη έχουν επιβληθεί ορισμένοι περιορισμοί σε δημοφιλείς για τους τουρίστες περιοχές.

Όμως κοιτάζοντας το μέλλον, η κυβέρνηση του Τόκιο έχει φιλόδοξα σχέδια, με την προσέλκυση περισσότερων τουριστών κυρίως στην περιφέρεια.

Ως στόχοι έχουν τεθεί τα 60 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως έως το 2030 και η εκτίναξη των εσόδων στα 15 τρισεκατομμύρια γιεν (96 δισεκατομμύρια δολάρια).

Θεωρείται ωστόσο δύσκολο για τους Ιάπωνες, έναν πληθυσμό 125 εκατομμυρίων κατοίκων σε βαθιά δημογραφική παρακμή, να μπορέσουν να στηρίξουν μόνοι τους αυτό το στόχο.

Ήδη καταγράφεται μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού σε καίριους τομείς, και δη στον κλάδο φιλοξενίας, στην παροχή υπηρεσιών, στις μεταφορές.

Κι έτσι, στο φόντο πλείστων όσων λουκέτων, η λύση που προκρίνεται είναι οι «εισαγωγές» εργαζομένων.

«Ελάτε να δουλέψουμε»

Στελέχη επιχειρήσεων στον ξενοδοχειακό κλάδο της Ιαπωνίας οργώνουν πλέον όλη την Ασία σε αναζήτηση εργαζομένων.

Από την Ινδία και το Βιετνάμ, μέχρι τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία, οργανώνουν εκδηλώσεις εύρεσης εργασίας με υποψήφιους εργαζομένους.

Σε μια αντιστρόφως ανάλογη κατάσταση με την Ιαπωνία, άλλωστε, η δημιουργία θέσεων εργασίας αποτελεί επιτακτικό ζήτημα για πολλές αναδυόμενες χώρες της Ασίας.

Παρά τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη, τα ποσοστά ανεργίας το 2023 στις τάξεις των νέων ηλικίας 15-24 ετών ήταν 15,8% στην Ινδία και 13,9% στην Ινδονησία.

Ήτοι στην πολυπληθέστερη δημοκρατία του κόσμου και στην χώρα με τον τέταρτο μεγαλύτερο πληθυσμό παγκοσμίως αντιστοίχως.

Αντλώντας από αυτές τις «δεξαμενές» εργατικών χεριών, η Ιαπωνία έχει ήδη 2.048.675 αλλοδαπούς εργαζόμενους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του υπουργείου Υγείας, Εργασίας και Πρόνοιας, που δημοσιοποιήθηκε την 1η Μαρτίου.

Οι περισσότεροι ξένοι εργαζόμενοι είναι από το Βιετνάμ -πάνω από μισό εκατομμύριο.

Έπονται όσοι ήρθαν από την Κίνα και από τις Φιλιππίνες.

Περίπου το 27% των εργαζομένων απασχολούνταν στον τομέα της μεταποίησης, σχεδόν το 16% στον τομέα των υπηρεσιών και ένα 12,9% στον τομέα του χονδρικού και λιανικού εμπορίου.

Όμως μια έρευνα του Απριλίου κατάγραψε μια «αιμορραγία» στον ξενοδοχειακό κλάδο, με το 71,1% των επιχειρήσεων να έχει ελλείψεις προσωπικού πλήρους απασχόλησης, εν μέσω έκρηξης του τουρισμού.

Ένας πρώτος λόγος είναι οι περικοπές θέσεων εργασίας κατά της διάρκεια της πανδημίας COVID-19, που δεν έχουν ακόμη αναπληρωθεί.

Ένας δεύτερος είναι ότι η αποδυνάμωση του γιεν έχει πλήξει και τους ξένους εργαζόμενους στην Ιαπωνία.

Ακόμη κι έτσι, η αγορά εργασίας της παραμένει ιδιαίτερα ελκυστική για πολλούς αλλοδαπούς.

Οι αμοιβές παραμένουν σημαντικά υψηλότερες συγκριτικά με τις πατρίδες τους.

Η δε κυβέρνηση του Τόκιο χαλαρώνει σταδιακά τους περιορισμούς στην έκδοση βίζας εργασίας και στην άδειας διαμονής, παράλληλα με τους ελέγχους εισόδου για τουρίστες.

Αρχής γενομένης από τον επόμενο Ιανουάριο και τις αφίξεις από την Ταϊβάν, η Ιαπωνία σχεδιάζει επιτάχυνση των διαδικασιών εισόδου ξένων ταξιδιωτών, κατά την άφιξη στα αεροδρόμια της χώρας (REUTERS/Kim Kyung-Hoon)

«Πολιτιστικοί πόλεμοι»

Ενώ το αδύναμο γιεν προσελκύει τουρίστες και συνάλλαγμα στην Ιαπωνία, τροφοδοτεί παράλληλα τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων δεκαετιών στην εθνική οικονομία.

Το αποτέλεσμα είναι να συρρικνώνονται οι εγχώριες καταναλωτικές δαπάνες και ο προβληματισμός να περισσεύει.

Πρόσφατη δημοσκόπηση της εφημερίδας Asahi έδειξε ότι το 62% των ερωτηθέντων Ιαπώνων υποστηρίζει την κυβερνητική πολιτική υπέρ της αύξησης στις χορηγήσεις βίζας για εξειδικευμένο προσωπικό από το εξωτερικό.

Αυξημένη κατά 18% σε βάθος πενταετίας, η τάση αυτή έχει διπλή ανάγνωση κατά τους αναλυτές.

Δεδομένης της δημογραφικής παρακμής, αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή ότι χρειάζονται περισσότεροι ξένοι εργαζόμενοι για να συνεχίσει να λειτουργεί η οικονομία.

Η έλευσή τους, αναφέρουν ΜΜΕ, εκλαμβάνεται ως χείρα βοηθείας στους τομείς με τις μεγαλύτερες ελλείψεις εργατικού δυναμικού, που έχουν ως αποτέλεσμα να ασκούνται αυξημένες πιέσεις στο γηγενές προσωπικό.

«Πρέπει να δουλεύουμε περισσότερες ημέρες και να παίρνουμε λιγότερες ημέρες άδεια, επειδή η εταιρεία δεν μπορεί να εξασφαλίσει αρκετό προσωπικό», εξηγεί ένας εργαζόμενος σε πολυτελές ξενοδοχείο στο Τόκιο.

Όμως οι αυξημένες εισροές ξένων εργαζομένων και τουριστών έχουν αρχίσει πλέον να προκαλούν κύματα αντιδράσεων.

Δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις αρνητικές συνέπειες του υπερτουρισμού στους δημοφιλείς προορισμούς, όπου εφαρμόζονται πλέον περιοριστικά μέτρα.

Συντηρητικοί κύκλοι εγείρουν ακόμη ζήτημα οιονεί «πολιτιστικών πολέμων», με σταδιακή αλλαγή παραδοσιακών στη χώρα αντιλήψεων από τις «διαφορετικές αξίες» των ξένων.

Ειδικοί αναλυτές τονίζουν την ανάγκη να βρεθεί μια «χρυσή τομή» στην πολυεπίπεδη κρίση.

Εάν επιτραπεί η είσοδος σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης, τότε αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στους μισθούς των Ιαπώνων, προειδοποιεί ο ερευνητής Μασατάκα Νακαγκάουα, που ειδικεύεται σε θέματα δημογραφίας και πληθυσμιακής γεωγραφίας.

Πέραν αυτού, επισημαίνει, «η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και άλλες προηγμένες τεχνολογίες σημειώνουν ταχεία πρόοδο, οπότε δεν θα υπάρχει ανάγκη για ανθρώπους που θα κάνουν αυτές τις δουλειές σε 10 ή 20 χρόνια».

Καμία ασφαλής πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει, δε, για τους τουρίστες.