Ο αγαπητός συνάδελφος Παναγιώτης Σωτήρης φρόντισε ήδη, από χθες, να τιμήσει με τον αρμόζοντα τρόπο τη μνήμη της Δήμητρας Θεοφανοπούλου – Κοντού, της διακεκριμένης γλωσσολόγου και επίτιμης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ, που έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο, 17 Αυγούστου 2024.


Η Δήμητρα Θεοφανοπούλου – Κοντού

Επιστήμων υψηλού κύρους, άνθρωπος κατά γενική ομολογία ευπροσήγορος, με ήθος και αρχές, η Δήμητρα Θεοφανοπούλου υπήρξε σύζυγος τού προσφάτως αποβιώσαντος (28 Μαρτίου 2024) Παναγιώτη Κοντού, επίσης επιφανούς γλωσσολόγου και εμβληματικής προσωπικότητας της νεότερης ιστορίας του ΕΚΠΑ.


Ο Παναγιώτης Κοντός

Εις μνήμην της Δήμητρας Θεοφανοπούλου και του Παναγιώτη Κοντού, που υπηρέτησαν με πάθος τη γλωσσική επιστήμη και κατέλαβαν δικαίως ξεχωριστές θέσεις στην ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα, επιλέξαμε ορισμένα αποσπάσματα από ένα άρθρο του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιώργου Τσιμπιδάρου) που εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Οργανισμού μας και αφορούσε τον κόσμο των λέξεων. Έφερε τον τίτλο «Οι λέξεις κι’ η ζωή τους» και τον υπέρτιτλο «Μια γλωσσολογική συζήτηση», κι είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 1950.

Ιδού τι έγραφε, μεταξύ άλλων, ο Φτέρης για τις λέξεις:


Ο Ντισραέλι, ο κόμης Μπήκονσφιλντ, εβεβαίωνε ότι κάθε φορά που πήγαινε στην Αγγλική Βουλή με την απόφαση να μιλήσει, να βγάλει ένα μεγάλο λόγο για ένα έκτακτο ζήτημα, άνοιγε πρώτα το λεξικό και διάβαζε στην τύχη, αρχίζοντας από κει που τ’ άνοιξε, μερικές σελίδες. Αυτό του άρεσε. Αισθανότανε την ανάγκη να ξαναγυρίσει στην πηγή του λόγου, να πάρει μια βουτιά με τη φαντασία του μέσα στη δροσερή θάλασσα του λεξικού. Εχρησιμοποιούσε τις λέξεις —όποιες και νάτανε— για διεγερτικό του μυαλού του, οι λέξεις τού άνοιγαν την εκφραστική όρεξη, γενικώτερα, άσχετα με το συγκεκριμένο θέμα. Πίσω από καθεμιά έβλεπε, όπως γινότανε άλλοτε στο Πανόραμα, μια ολόκληρη εικόνα ζωής, μια ολόκληρη άποψη της ιστορίας. Προφέροντάς τες ένοιωθε ξαφνικά κάτι σαν παρακίνηση, επικοινωνούσε με μια ατμόσφαιρα, έμπαινε σ’ έναν κόσμο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.9.1950, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτσι είναι. Μ’ αυτά τα μικρά ή μεγαλύτερα σύνολα των φθόγγων δεν ορίζονται, δεν δηλώνονται μόνο αντικείμενα απτά, τα πράγματα. Κυκλοφορούν αξίες, ιδέες, ό,τι ενδιαφέρει τον άνθρωπο, την πνευματική του ζωή. Για τούτο φτάνει ν’ απορεί κανένας πώς ανάμεσα σε τόσους συγγραφείς που διαθέτουν την ικανότητα να γράφουν ιστορίες, ν’ αφηγούνται διάφορες ανθρώπινες περιπέτειες, δεν βρέθηκε κάποιος να εξιστορήσει, να βιογραφήσει λέξεις. Να αφιερώσει σε ορισμένες λέξεις μια «βι ρομανσέ». Γιατί έχουν κι’ εκείνες, σαν τους ανθρώπους, σαν όλα τα ζωντανά πλάσματα, τις δικές τους περιπέτειες. Περνούν από τις δικές τους δοκιμασίες. Χαίρονται νιάτα, γνωρίζουν δόξες, αποκτούν μεγάλες δημοτικότητες. Τις χάνουν. Τις ξαναβρίσκουν. Άλλες πάλι μπορούν και κρύβουν μέσα στα γράμματά τους, μέσα στην έννοια ή στο αντικείμενο που προσδιορίζουν τα γράμματά τους, ένα μυστικό αιωνιότητας. Είναι οι λέξεις που δε γερνάνε, δεν πεθαίνουν ποτέ, οι «αειθαλείς». Που δεν μεταβάλλονται, δεν αλλάζουν σε τίποτε απολύτως. Αυτές που έρχονται από τον Όμηρο, από τον Ησίοδο, από τον αρχαίο λόγο, ατόφιες, όπως χρησιμοποιηθήκανε τότε, χωρίς την παραμικρότερη φθορά. Διασχίζοντας δεκάδες αιώνων, την απέραντη ιστορία, τους κατακλυσμούς της ιστορίας, μεγάλες περιόδους παρακμής, ανελέητα χρόνια ξένων κατακτήσεων, χωρίς να πάθουν τίποτε ωστόσο. Καμμιά παραμόρφωση, κανένα τραυματισμό.

αμβροσίην διά νύκτα· μάλιστα δε Νέστορι δίω…

Η «νύκτα», το επίρρημα «μάλιστα», το μόριο «δε», η πρόθεση «διά», που έρχεται από προγενέστερο ιαπετικό τύπο, έμειναν όλα ανέπαφα. Τα άλλα εμπήκανε για πάντα στο σεβάσμιο μαυσωλείο του ομηρικού λεξικού.

καρπαλίμως, την δ’ εις όρμον προέρεσσαν ερετμοίς.

σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ’ όμιλον…

Οι δυο λέξεις «όρμος» και «όμιλος» ξεκινούν από την Ιλιάδα, από τα τείχη της Τροίας, και φτάνουν άθικτες σ’ εμάς. Οι άλλες χάνονται.

οι δ’ ενιαυτόν άπαντα παρ’ ημίν αύθι μένοντες…

Εδώ όλος ο στίχος έρχεται από την Οδύσσεια, χωρίς το παραμικρότερο νοητικό ή αισθητικό ξάφνιασμα, χωρίς να δείχνει πουθενά την ομηρική καταγωγή του.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.9.1950, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ό,τι και να παθαίνουν οι λέξεις μέσα στη μεγάλη ανθρώπινη σταδιοδρομία τους, είναι πάντως μια χαρά —κάτι ακόμη περισσότερο, είναι μια τιμή— γι’ αυτό το κάθετο, το κατακόρυφο ζώο που λέγεται άνθρωπος, το ότι μπορεί να μιλά όχι μόνο για τα πράγματα που μεταχειρίζεται, που πιάνει, που τρώει, που πίνει. Μπορεί να μιλά και για τ’ αφηρημένα. Γι’ αυτά που ανταποκρίνονται στον πνευματικό προορισμό του και παίρνουν τις φόρμες του στοχασμού. Από τις πρωτόγονες, τις ζωώδεις κραυγές του μέσα στα σπήλαια, δίπλα στις λίμνες, κοντά στις όχθες των ποταμών, ύστερα από αναρίθμητα χρόνια αποκτά ένα κοινό γλωσσικό όργανο. Μπορεί να εκφράζεται, να συνεννοείται με τους άλλους και παραπέρα από τις πρώτες ανάγκες του. Διαμορφώνεται η γλώσσα, έρχεται η τέχνη της γλώσσας, έρχεται το ύφος των Αττικών. Κι’ από κει που έσκουζαν οι πρώτοι άνθρωποι σαν τα τσακάλια για ν’ αλλάξουν τις κοινότερες σκέψεις των, φτάνομε στην εποχή που ανεβαίνει στο βήμα ο Περικλής ο γυιος του Ξανθίππου και μιλά, απευθυνόμενος στο πιο φίνο ακροατήριο, για τον έπαινο που οφείλουν οι ζώντες στους ενδόξους νεκρούς.

Οι μεν πολλοί των ενθάδε ήδη ειρηκότων επαινούσι τον προσθέντα τω νόμω τον λόγον τόνδε, ως καλόν επί τοις εκ των πολέμων θαπτομένοις αγορεύεσθαι αυτόν· εμοί δε αρκούν αν εδόκει είναι ανδρών αγαθών έργω γενομένων έργω και δηλούσθαι τας τιμάς…