«Έρριξα το αδιάβροχό μου στο τραπέζι για να μπορέσω να βγάλω από την τσέπη του την αξίνα που είχα κρυμμένη. Αποφάσισα να μη χάσω τη λαμπρή ευκαιρία που μου προσεφέρετο και, τη στιγμή ακριβώς όπου ο Τρότσκυ άρχισε να διαβάζη το άρθρο μου που χρησίμευε για πρόφαση, έβγαλα την αξίνα απ’ το αδιάβροχο, την έπιασα γερά στο χέρι μου και, κλείνοντας τα μάτια μου, του κατέφερα ένα φοβερό κτύπημα στο κεφάλι. Ο άνθρωπος φώναξε μ’ έναν τρόπο που όσο ζω δεν θα μπορέσω να ξεχάσω. Η κραυγή του ήταν ένα Άααα πολύ μακρύ, άπειρα μακρύ, που και τώρα ακόμα μού φαίνεται σα να μου σκίζη το μυαλό. Είδα τον Τρότσκυ να ξεπετιέται σαν τρελλός. Έπεσε πάνω μου και μου δάγκωσε το χέρι — να, μπορείτε να δήτε τα σημάδια των δοντιών του. Μετά, τον έσπρωξα κι’ έπεσε στο πάτωμα. Ξανασηκώθηκε όσο μπορούσε και, τρέχοντας ή σκουντουφλώντας, δεν μπορώ κι’ εγώ να πω, βγήκε από το δωμάτιο».


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.5.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μ’ αυτά τα λόγια ο Φρανκ Τζάκσον, όπως παρουσιάσθηκε στον Τρότσκυ, ή Ζακ Μορνάρ Βάντεντρεσντ, όπως παρουσιάσθηκε στους δικαστές του, ή Ραμόν Μερκαντέρ Ντελ Ρίο Χερνάντεζ —όπως αποκαλύπτεται σήμερα— περιέγραψε μόνος τη φοβερή σκηνή που εκτυλίχθηκε το απόγευμα της 20ής Αυγούστου 1940 σε μια οχυρωμένη βίλλα στα περίχωρα της πρωτεύουσας του Μεξικού, με θύμα τον παλαιό οργανωτή και ηγέτη του Ερυθρού Στρατού και θύτη — θύτη ποιον; Τον άνθρωπο με τα τρία ονόματα; Ο ίδιος ο Τρότσκυ άλλο είπε αμέσως μετά την απόπειρα…


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.5.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο αρχηγός της ιδιαίτερης σωματοφυλακής του, που βρισκόταν πλάι ακριβώς στο δωμάτιο όπου ο Τζάκσον ή Μορνάρ ή Μερκαντέρ κατέφερε την αξίνα στο κεφάλι του Τρότσκυ, αφηγείται τι ακολούθησε:

— Ο Γέρος βγήκε σκουντουφλώντας από το γραφείο του, μ’ αίματα να τρέχουν από το πρόσωπό του. «Ορίστε τι μου έκαναν», είπε. Λίγα λεπτά μετά έχανε τις αισθήσεις του.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.5.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Για τον Τρότσκυ δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο «Τζάκσον» δεν ήταν μόνος, δεν ήταν άτομο· ήταν ο απεσταλμένος των εχθρών του, το όργανο της σταλινικής γραφειοκρατίας, η οποία χρόνια τώρα τον κυνηγούσε από τόπο σε τόπο, από εξορία σε εξορία, που του αφαιρούσε πότε έναν φίλο και πότε έναν συγγενή, και που ήταν αποφασισμένη, κάποια μέρα, να τον αποτελειώση τον ίδιο.

Ο άνθρωπος που έβγαλε την αξίνα από την τσέπη του αδιαβρόχου του κι’ έθεσε, με μια κίνησή του, τέρμα στη ζωή μιας από τις πιο εκπληκτικές και περίεργες φυσιογνωμίες του εικοστού αιώνα εγκατέλειψε την περασμένη εβδομάδα τη φυλακή όπου έκανε τα 20 χρόνια της ποινής του στα οποία τον καταδίκασε για την πράξη του ένα μεξικανικό δικαστήριο, και, με τσεχοσλοβακικό διαβατήριο και με δυο Τσεχοσλοβάκους διπλωμάτες για συνοδούς, έφυγε από το Μεξικό για την Κούβα. Ποιος ακριβώς ήταν —κι’ είναι— δεν είναι μ’ απόλυτη βεβαιότητα γνωστό. Γιατί έκανε την πράξη του, κανείς δεν θα μπορέση μ’ απόλυτη και πάλι βεβαιότητα να πη. Ποιους υπηρετούσε και ποιων τις διαταγές εκτελούσε, ο Τρότσκυ πρόλαβε να το αντιληφθή στα λίγα λεπτά πνευματικής διαύγειας που του έμεναν πριν τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.5.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τέσσερα ακριβώς χρόνια πριν από τη μέρα της δολοφονίας του είχε ληφθή —κι’ εξαγγελθή στον κόσμο όλο— η απόφαση να θανατωθή ο Τρότσκυ. Τον Αύγουστο του 1936 η πρώτη από τις περίφημες «δίκες» της Μόσχας άρχιζε και το δικαστήριο κατεδίκαζε σε θάνατο τον Τρότσκυ και τον γυιο του Λεόν Σεντόβ. «Από κείνη τη μέρα», διηγήθηκε αργότερα η χήρα του Τρότσκυ, «περιμέναμε μ’ απόλυτη εσωτερική βεβαιότητα την εμφάνιση των δολοφόνων».


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πριν ακόμα από τη δολοφονία του Αυγούστου 1940 ή την απόφαση του Αυγούστου 1936 είχε αρχίσει το κυνηγητό του Τρότσκυ. […]


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Παρ’ όλο ότι ο συστηματικός διωγμός του Τρότσκυ άρχισε από ενωρίς, η δολοφονία του σχεδιάσθηκε κάπως αργότερα. «Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας εναντίον μου στο Μεξικό», σημείωσε ο ίδιος ο Τρότσκυ σ’ ένα άρθρο του το οποίο έγραψε τις παραμονές της τελικής απόπειρας και που δεν δημοσιεύθηκε παρά μετά τη δολοφονία του, «έγινε τον Ιανουάριο του 1938, από έναν άγνωστο που εμφανίσθηκε σπίτι μου με ένα πλαστογραφημένο σημείωμα από μία γνωστή μεξικανική πολιτική προσωπικότητα. Το επεισόδιο εκείνο εφόβισε τους φίλους μου και τότε αποφασίσθηκε να οχυρωθή η βίλλα μου (στο προάστιο Κογιοάκαν του Μέξικο Σίτυ), να διοργανωθή μία μόνιμη ένοπλη φρουρά μου και να εγκατασταθή ένα ηλεκτρικό σήμα κινδύνου». Τον Ιανουάριο του 1938 συμβαίνει το πρώτο αυτό επεισόδιο και, ένα μήνα αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου, πεθαίνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στο Παρίσι ο γυιος του Τρότσκυ κι’ επίσης καταδικασμένος σε θάνατο Λεόν Σεντόβ. Είχε πέσει άρρωστος, είχε εγχειρηθή με επιτυχία και, ξαφνικά, πέθανε. Κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα να πη αν ο θάνατός του ήταν φυσικός ή όχι. Το μόνο που ξέρουμε —κι’ αυτό είναι εκείνο που γεννά τόσες υποψίες— είναι ότι μοναδικός του σύντροφος τις τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν ο Μαρκ Ζμπορόφσκυ…

[…]


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Παρ’ όλο ότι ο Στάλιν είχε δώσει κι’ είχε κερδίσει τη μάχη για τη διαδοχή του Λένιν πριν από μία δεκαετία, και παρ’ όλο ότι, με τα διαδοχικά κύματα «εκκαθαρίσεων», όλοι όσοι δεν του ήσαν αφοσιωμένοι (και μερικοί που του ήσαν) είχαν εξαφανισθή από τη σκηνή, τα μάτια του είχαν αρχίσει να στρέφωνται κάπως ανήσυχα προς τη διεθνή σκηνή. Για να ελέγξη το μεγάλο επαναστατικό κύμα που ανέμενε έπρεπε να απαλλαγή από την παρουσία του μοναδικού πιθανού του αντιπάλου, του Τρότσκυ. Βέβαια, καμμία σύγκριση δεν ήταν, εκείνη τη στιγμή, δυνατή μεταξύ τους: ο Στάλιν ήταν κυρίαρχος μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, ενώ ο Τρότσκυ δεν ήταν παρά ένας καταδιωγμένος από χώρα σε χώρα εξόριστος, που για μοναδικό του όπλο είχε την πέννα του. Αλλά ο Στάλιν εγνώριζε καλά τη δύναμη της πέννας του Τρότσκυ, για την οποία ο Μπέρναρ Σω είχε πη: «Όταν κόβη το κεφάλι του αντιπάλου του, σας το επιδεικνύει για να σας δείξη ότι το κεφάλι αυτό δεν είχε ούτε μια στάλα μυαλό μέσα». Κι’ ο Στάλιν θα θυμόταν, ακόμα, ότι στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η φήμη του Λένιν ήταν μικρότερη από τη φήμη του Τρότσκυ το 1939 κι’ η κομματική οργάνωση των Μπολσεβίκων ασθενέστερη από την οργάνωση της Τετάρτης Διεθνούς.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ήσαν οι λόγοι αυτοί αρκετοί; Στη Μόσχα, τα χρόνια εκείνα, πολλοί άνθρωποι είχαν πεθάνει για πολύ λιγώτερα πράγματα. Σαν να μην έφθαναν όμως αυτά, ο Τρότσκυ έκανε και κάτι άλλο: μόλις είχε υπογράψει ένα συμβόλαιο με Αμερικανό εκδότη για να γράψη μία βιογραφία του Στάλιν. Το σημείο αυτό ήταν για τον Στάλιν ιδιαίτερα σημαντικό. Χρόνια τώρα ο «πατέρας των λαών» είχε επιβάλει και προωθήσει μία συστηματική αναθεώρηση της ιστορίας της Σοβιετικής Επανάστασης. Άλλοι ηγέτες απέβλεπαν στην ηρωοποίησή τους από τις επερχόμενες γενιές· ο Στάλιν εφρόντισε τη θεοποίησή του όσο ζούσε. Στην πορεία του αυτή δύο ουσιαστικά εμπόδια υπήρχαν, δύο τα οποία δυσκολευόταν να υπερφαλαγγίση: ο Λένιν και ο Τρότσκυ. Ο Λένιν, νεκρός και βαλσαμωμένος στη σαρκοφάγο του , με τη «διαθήκη» του άγνωστη στο μεγάλο σοβιετικό κοινό, ήταν ακίνδυνος. Ο Τρότσκυ όμως παρέμενε η ζωντανή και, κατά τα φαινόμενα, αστείρευτη πηγή ενός κύματος άρθρων, συνεντεύξεων, βιβλίων, φυλλαδίων και λιβέλλων που αμφισβητούσαν, βήμα με βήμα και μέρα με τη μέρα, τα «πιστεύω» της σταλινικής μυθολογίας. Έπρεπε να φύγη από τη μέση.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Ακόμα μια ευτυχισμένη μέρα, είπε ο Τρότσκυ στη γυναίκα του στις 7 το πρωί της μοιραίας 20ής Αυγούστου, μόλις ξύπνησε. Είμαστε ακόμα ζωντανοί.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 16.8.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τρεις σχεδόν μήνες πριν, μία πρώτη απόπειρα δολοφονίας, με οργανωτή τον διάσημο Μεξικανό ζωγράφο Σικουέιρος, είχε αποτύχει. Στο παράθυρό του, από τη μέρα της επιθέσεως εκείνης, είχαν τοποθετηθή σιδερένια κάγκελλα.

— Μ’ αυτά τα κάγκελλα κανείς Σικουέιρος δεν μπορεί να μας αγγίξη, συνέχισε ο Τρότσκυ.

— Όλα αυτά, του απάντησε η γυναίκα του, δεν είναι παρά μία αναστολή.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 16.8.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Την ίδια ώρα ο «Μορνάρ» εγκατέλειπε το ξενοδοχείο «Μοντέγιο» στο Μέξικο Σίτυ, όπου ήταν γνωστός ως «Φρανκ Τζάκσον». Ο θυρωρός παρετήρησε με κάποια περιέργεια ότι, παρ’ όλον ότι ο ήλιος έξω έλαμπε, ο πελάτης του έβγαινε κρατώντας αδιάβροχο. Τι έκανε ως τις πέντε το απόγευμα, οπότε εμφανίσθηκε στη βίλλα του Τρότσκυ στο Κογιοάκαν, δεν ξέρουμε. […]


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 16.8.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το γεγονός μια φορά είναι ότι, ενώ ο δολοφόνος ετοιμαζόταν, ο Τρότσκυ πέρασε τη μέρα επεξεργαζόμενος έναν καινούργιο λίβελλό του εναντίον του Στάλιν. Στις πέντε το απόγευμα άφησε το γραφείο του, ήπιε ένα φλυτζάνι τσάι και μετά βγήκε στον κήπο να δη τα κουνέλια του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίσθηκε και ο «Μορνάρ» με το «άρθρο» του. Προαίσθηση; Ο Τρότσκυ, που τόσο ενδιαφερόταν για την πολιτική, εκείνο το απόγευμα δίστασε να αφήση τα κουνέλια του για να κλειστή με τον «Μορνάρ» στο γραφείο του να διαβάσουν το άρθρο. Ο ίδιος, λίγες ώρες πριν πεθάνη, είπε ότι τη στιγμή που, υπερνικώντας μια ασαφή ανησυχία του, άφηνε τα κουνέλια του και τράβηξε για το γραφείο, σκέφθηκε μέσα του: «Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να με σκοτώση». Μπήκαν στο γραφείο, ο Τρότσκυ άναψε τη λάμπα που ήταν πάνω στο τραπέζι, κάθησε, πήρε από τα χέρια του δολοφόνου του το άρθρο κι’ άρχισε να το διαβάζη.

[…]

Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε. Ο Μορνάρ ή Τζάκσον ή Μερκαντέρ πέρασε τα είκοσι αυτά χρόνια σε μια μεξικανική φυλακή χωρίς να πη λέξη. Αρνήθηκε να μιλήση. Ποιος ήταν, γιατί διέπραξε το έγκλημά του, τι περίμενε να κερδίση; Στα ερωτήματα αυτά μόλις τώρα αρχίζουν να δίδωνται μερικές απαντήσεις.

*Άρθρο που έφερε τον τίτλο «Ο φάκελλος Τρότσκυ δεν έκλεισε ακόμα!» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 21 Μαΐου 1960.


Ο Λέων Τρότσκι γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου (26 Οκτωβρίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1879 και απεβίωσε δολοφονηθείς στις 21 Αυγούστου 1940.