Κεραυνοβόλος έρωτας, αγάπη, δημιουργία, εμπόδια, είναι μερικά από όσα χαρακτήριζαν τη σχέση της Μελίνας Μερκούρη με τον Ζιλ Ντασέν. Ένα ζευγάρι που ήταν μαζί από την αρχή μέχρι το τέλος, μαζί στα εύκολα, μαζί και στα δύσκολα. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, τη ζωή και τη δράση του θρυλικού δίδυμου, που έβαλε το στίγμα του στην ελληνική κουλτούρα και τον κινηματογράφο.

J for Jules Dassin

Ο Ζιλ Ντασέν γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1911 στο Κονέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και ήταν το 8ο παιδί ενός ρωσοεβραίου κουρέα. Η κινηματογραφική του καριέρα ξεκίνησε το 1940 στο πλευρό του αείμνηστου σκηνοθέτη Alfred Hitchcock όταν έγινε ο βοηθός του στην ταινία Mr. and Mrs. Smith. Κατά τη διάρκεια μιας εκλεκτικής σκηνοθετικής καριέρας που διαρκεί περίπου 40 χρόνια, ο Ντασέν έχει εργαστεί στο Χόλιγουντ, το Λονδίνο, τη Γαλλία και την Ελλάδα κι έχει σκηνοθετήσει φιλμ νουάρ, κωμωδίες, σύγχρονες εκδοχές των ελληνικών κλασικών, ντοκιμαντέρ και πολιτικά δράματα.

Μετά την παραγωγή τριών από τις πιο αναγνωρισμένες και σκληρές αμερικανικές αστυνομικές ταινίες της δεκαετίας του 1940 (Brute Force, Naked City, and Thieves’ Highway), η καριέρα του αμφισβητήθηκε σοβαρά όταν ο συνάδελφός του σκηνοθέτης Edward Dmytryk τον χαρακτήρισε κομμουνιστή πριν καν το κάνει η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων στο Κογκρέσο. Μη μπορώντας, λοιπόν, να βρει δουλειά, ο Jules Dassin εγκατέλειψε την Αμερική κι εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γαλλία μαζί με την οικογένειά του -τότε ήταν παντρεμένος με τη Beatrice Launer, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον διάσημο τραγουδιστή Joe Dassin και την ηθοποιό Julie Dassin. Εκεί αποφασίζει να γυρίσει την ταινία Ριφιφί (Du Rififi chez les Hommes), που χαρίζει στον διάσημο σκηνοθέτη μια δεύτερη ευκαιρία στη σκηνοθεσία.

Η γνωριμία που του(ς) άλλαξε τη ζωή

Ο Ζιλ Ντασέν συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών το 1955 με την ταινία του «Du Rififi chez les Hommes», για την οποία κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, κυρίως χάρη στην αξιομνημόνευτη σκηνή ληστείας σε κοσμηματοπωλείο. Δεν ήταν, όμως, το αγαλματίδιο, το μόνο του «βραβείο». Εκεί γνώρισε τη Μελίνα Μερκούρη, τότε πρωταγωνίστρια της ταινίας Stella, η οποία έμελλε να γίνει η σύζυγός του και η πρωταγωνίστρια των επόμενων ταινιών του. Κατά τη διάρκεια της προβολής αυτής της ταινίας, ο Ντασέν ξεχωρίζει τη φιλελεύθερη γυναίκα που αργότερα θα γίνει η μούσα του και η σύντροφός του. Η Μελίνα Μερκούρη παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της Στέλλας, μιας νεαρής τραγουδίστριας του ρεμπέτικου, ερωτευμένη με την ελευθερία και όχι διατεθειμένη να κλειστεί και να δεχτεί τα ασφυκτικά όρια της παραδοσιακής έννοιας του γάμου. Από την πλευρά της, ο ρόλος της Στέλλας είναι ο πρώτος μεγάλος ρόλος της καριέρας της Μελίνας Μερκούρη, σε ηλικία 35 ετών. Όμως, η νεαρή Ελληνίδα δεν ήταν άγνωστη στο ελληνικό κοινό. Ήταν εγγονή του Σπυρίδωνα Μερκούρη, πολύ δημοφιλούς δημάρχου Αθηναίων στις αρχές του 20ού αιώνα και τη δεκαετία του 1930.

Ένας «κατατρεγμένος» έρωτας

Την περίοδο της γνωριμίας τους, και οι δύο ήταν παντρεμένοι. Ο Ντασέν με τη Μπεατρίς Λονέρ και η Μελίνα Μερκούρη με τον Πάνο Χαροκόπο -ήδη από τα 17 της!-, ο οποίος μάλιστα αρνείτο να της δώσει διαζύγιο παρά το γεγονός ότι ο γάμος τους «βούλιαζε». Παρά τα εμπόδια, ο Ζιλ Ντασέν έρχεται στην Ελλάδα το 1956 κι έναν χρόνο αργότερα γυρίζει την πρώτη του ταινία με τη Μελίνα Μερκούρη, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Έκτοτε γύρισαν μαζί εννέα ταινίες, μεταξύ των οποίων το «Τοπκαπί», τη «Φαίδρα» και το «Ποτέ την Κυριακή», που τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Καννών το 1960 και παράλληλα πήρε και το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής και Τραγουδιού για «Τα Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι.

Τελικά, το ζευγάρι «λύει» τους γάμους τους και παντρεύονται το 1966. Ο Ντασέν αποκτά την ελληνική υπηκοότητα και από τότε «μάχεται» στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη. Στις 21 Απριλίου 1967, συνταγματάρχες του στρατού υποκίνησαν και πέτυχαν ένα πραξικόπημα. Τότε ήταν που γεννήθηκε η στρατιωτική δικτατορία, που θα διαρκέσει 7 χρόνια. Η Μελίνα Μερκούρη έκανε γνωστή την αποστροφή της στη νέα εξουσία, η οποία στη συνέχεια τής αφαίρεσε την ελληνική υπηκοότητα. Η ίδια έγινε τότε μία από τις μορφές του αγώνα κατά των συνταγματαρχών με την περίφημη φράση: «Ελληνίδα γεννήθηκα, Ελληνίδα θα πεθάνω».

Η Μελίνα Μερκούρη σταδιακά άρχισε να εγκαταλείπει το θέατρο και τον κινηματογράφο, για να αφιερωθεί πλήρως στον αγώνα κατά της χούντας, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα «κύμα» αλληλεγγύης στην ελληνική διασπορά και τη διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα. Τον Δεκέμβριο του 1968, σε συνέντευξή της στο ORTF (Office de Radiodiffusion-Télévision Française) δήλωσε: «Πρέπει να πω ότι η καριέρα μου δε με ενδιαφέρει τόσο πολύ. Δουλεύω, είμαι επαγγελματίας, αγαπούσα αυτήν τη δουλειά για πολλά πολλά χρόνια και το όνειρό μου ήταν να γίνω σπουδαία ηθοποιός. Όμως αυτά τα δύο τελευταία χρόνια συνέβησαν πράγματα στη ζωή μου και σε όλο τον κόσμο που με ενδιαφέρουν περισσότερο, που με έκαναν να ξυπνήσω, που με έκαναν λιγότερο ηθοποιό και λιγότερο κλειστοφοβική. Λιγότερο εγωκεντρική δηλαδή. Έχω σκεφτεί τον κόσμο, έχω σκεφτεί τι συμβαίνει σε διάφορες χώρες. Έχω δει τους νέους και τα προβλήματά τους, και τελικά, αυτά τα χρόνια έχασα αυτό που αγαπούσα περισσότερο, δηλαδή τη χώρα μου.».

Ο χρόνος είναι πολύς για τη Μελίνα Μερκούρη μακριά από τη γη και τους ανθρώπους της. Συμμετέχει όσο το δυνατόν περισσότερο στην κάλυψη των ελληνικών γεγονότων σε όλο τον κόσμο, ενώ ο Jules Dassin μένει στο πλευρό της και τη βοηθά όσο μπορεί στον αγώνα της, κυρίως σκηνοθετώντας την ταινία «The Rehearsal» που πραγματεύεται το θέμα της εξ αποστάσεως μάχης κατά της χούντας.

Η Ελλάδα της Μελίνας Μερκούρη & του Ζιλ Ντασέν

Ευτυχώς, το 1974, η χούντα έπεσε και η Μελίνα Μερκούρη και ο Ντασέν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η επιστροφή τους γιορτάστηκε από πλήθος κόσμου, αλλά δεν ήταν όλα ρόδινα, αφού η ίδια δέχτηκε δύο φορές δολοφονική επίθεση. Η επιστροφή της στην Ελλάδα σηματοδότησε και τη νέα της καριέρα: εγκατέλειψε την υποκριτική για να γίνει πολιτικός. Ο Ζιλ Ντασέν έμεινε στο πλάι της για να τη στηρίξει και μάλιστα εγκατέλειψε και ο ίδιος την καριέρα του στον κινηματογράφο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η Μελίνα Μερκούρη, λοιπόν, συμμετείχε στη δημιουργία πολιτικού κόμματος, έγινε βουλευτής και στη συνέχεια υπουργός Πολιτισμού το 1981. Το ιδιαίτερο και προσωπικό της πεδίο μάχης αφορούσε την ελληνική κληρονομιά δίνοντας έτσι εύκολη πρόσβαση σε μουσεία για τον ελληνικό πληθυσμό και χρηματοδοτώντας πολυάριθμες εκθέσεις που προέβαλαν τον ελληνικό πολιτισμό στο εξωτερικό. Πάνω από όλα, όμως, αγωνίστηκε στον μακροχρόνιο αγώνα των Ελλήνων για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.

Δυστυχώς, μέχρι και σήμερα, τα Ελγίνεια Μάρμαρα εξακολουθούν να βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά ένα από τα οράματα της Μελίνας Μερκούρη μπόρεσε τελικά να πραγματοποιηθεί μετά τον θάνατό της το 1994: η δημιουργία του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Ο Ζιλ Ντασέν πέθανε κάποια χρόνια αργότερα, το 2008, και συγκεκριμένα λίγους μήνες πριν από τα εγκαίνια του μουσείου, αλλά το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, που ο ίδιος δημιούργησε λίγο μετά τον θάνατό της συνεχίζει τον κοινό τους αγώνα για τον επαναπατρισμό των μαρμάρων του Παρθενώνα.

Για 40 χρόνια, πρώτα μέσα από τον κινηματογράφο και μετά μέσα από την πολιτική, το ζευγάρι δεν έπαψε να «γιορτάζει» την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Για να βοηθήσει τη σύζυγό του να αναπτύξει μια πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα, ο Ντασέν αρκέστηκε στο να ζήσει στη σκιά της αγαπημένης του Μελίνας Μερκούρη αφήνοντάς τη να λάμψει. Μια όμορφη απόδειξη αγάπης. Και τη μέρα που τα μάρμαρα του Παρθενώνα θα έρθουν να διακοσμήσουν το Μουσείο της Ακρόπολης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί από εμάς θα φέρουμε στο μυαλό μας αυτό το μυθικό ζευγάρι.

Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Roger Viollet via Getty Images/ Ideal Image

Πηγή: Grace.gr