Στον Παλμίρο Τολιάτι (Palmiro Togliatti), εξέχοντα ιταλό πολιτικό, που διετέλεσε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας από το 1927 έως το θάνατό του, ήταν αφιερωμένο ένα άρθρο του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 29 Αυγούστου 1964.

Ο γενοβέζος Τολιάτι, η σημαντικότερη μετά τον Αντόνιο Γκράμσι προσωπικότητα στην ιστορία του ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, είχε φύγει από τη ζωή λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 21 Αυγούστου 1964, σε ηλικία 71 ετών.


Ο άλλοτε αρχηγός της Κομιντέρν, γνωστός με το ψευδώνυμο Έρκολι, ανήκε στον προσωπικό κύκλο του Στάλιν στα σκοτεινά χρόνια της ύψιστης ακμής του —με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει—, αλλά ήταν και εκείνος που διετέλεσε αντιπρόεδρος της πρώτης μεταπολεμικής ιταλικής κυβέρνησης υπό την πρωθυπουργία του μεγάλου αντιπάλου του και ιδρυτή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας, Αλτσίντε Ντε Γκάσπερι.


Στο προαναφερθέν κείμενο του «Ταχυδρόμου», που έφερε τον τίτλο «Κρίση με προοπτικές» και την υπογραφή του διακεκριμένου θεσσαλονικέως δημοσιογράφου Αστέρη Στάγκου (1918-1987), διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής για τον Τολιάτι:


Πλήγμα βαρύ σε ώρα κρίσης — με αυτό ισοδυναμεί ο θάνατος του Παλμίρο Τολιάτι για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και για το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είναι το πιο μεγάλο στο Δυτικό Κόσμο. Και για τον Νικήτα Χρουστσώφ ίσως το πλήγμα να αποδειχτή ακόμη πιο μεγάλο.

Εδώ και ένα χρόνο ο Παλμίρο Τολιάτι είχε γίνει Ολύμπιος. Τα καθημερινά προβλήματα δεν τον απασχολούσαν πια και είχε μεταβιβάσει το πιο μεγάλο μέρος της εξουσίας του στους στενούς του συνεργάτες — τον Λουίτζι Λόγκο, που είναι και ο πιο πιθανός διάδοχός του, τον Τζιανκάρλο Παγέττα, τον Τζώρτζιο Αμεντόλα, τον Πιέτρο Ινγκράο και μια σειρά άλλους. Για τον εαυτό του κρατούσε το ρόλο του υπέρτατου αρχηγού, του σοφού διαιτητή, του φιλοσοφημένου γέροντα που κυττάζει από ψηλά και μεταδίνει την πλούσια πείρα του στους πιο νέους και στους πιο κάτω.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 29.8.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Και επίσης είχε κρατήσει για τον εαυτό του το μεγάλο ρόλο του ιστορικού, που είχε γνωρίσει τα πράγματα πιο μέσα — τα κομμουνιστικά πράγματα. Στο θεωρητικό όργανο του κόμματός του δημοσίευε, με πολλή βέβαια προσοχή, τα απομνημονεύματά του. Απομνημονεύματα που τα στήριζε στη μνήμη του, αλλά και στο αρχείο του Ιταλικού Τμήματος της Κομιντέρν, που απέσυρε από τη Μόσχα εδώ και ένα χρόνο.

Ανάμεσα σ’ αυτά που πρόλαβε να δημοσιέψη ήταν —και το πράγμα έχει μεγάλη σημασία— η εκρηκτική αλληλογραφία του με τον πατέρα του Ιταλικού Κομμουνισμού, τον Γκράμσι, το 1926, καθώς και η «Μπουχαρινική» του εισήγηση στο Συνέδριο της Κομιντέρν, το 1927, καθώς και άλλα απόρρητα έγγραφα από την ιστορία του διεθνούς κομμουνισμού που, μέχρι τη στιγμή, δεν τόλμησαν να φέρουν στη δημοσιότητα ούτε το Ρώσικο ούτε το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Βέβαια, τα «μυστικά» αυτά τα αποκάλυψε ο Τολιάτι με πολλή προσοχή και χωρίς να τονίζη πέρα από ένα όριο τις αντιθέσεις του με τους Σοβιετικούς συντρόφους του. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα «ιστορικά» κείμενά του πάνω στους εσωτερικούς αγώνες έχουν έναν έντονο τόνο αυτοκριτικής και δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για τη βεβαιότητα που επικρατούσε παλιά σχετικά με το «βλαβερό» χαρακτήρα των ρεφορμιστών και κείνων που κατηγορήθηκαν κατά καιρούς —και ιδιαίτερα κατά την αιματηρή περίοδο του Σταλινισμού— για επικίνδυνες αποκλίσεις.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 29.8.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά τους.

Όσο κι’ αν φαίνεται περίεργο, οι Ιταλοί κομμουνιστές αναγνώρισαν το ρόλο του Τολιάτι σαν μεγάλου διαιτητή στους κόλπους του κόμματος μόνο μετά τη σχετική απομάκρυνσή του από τα καθημερινά. Και τούτο, γιατί δυσκολεύτηκαν πολύ να χωνέψουν το ρόλο που έπαιξε στα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια.

Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, σωστότερα όταν ανατράπηκε οριστικά ο Μουσολίνι, η μόνη οργανωμένη, οπλισμένη και πειθαρχημένη δύναμη στην Ιταλία ήταν οι κομμουνιστές. Και ο Τολιάτι, που πέρασε τον πόλεμο εξόριστος στη Ρωσία, έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να πείση τους ένοπλους συντρόφους του ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους και να προσπαθήσουν να καταλάβουν την εξουσία με τη βία. Μάλιστα, ακόμη κι’ όταν ήταν βαριά τραυματισμένος, ύστερα από τη δολοφονική απόπειρα που οργάνωσαν εναντίον του οι νεοφασίστες, το 1948, δεν άλλαξε καθόλου γραμμή. Την ώρα που η χώρα συγκλονιζόταν από τη γενική απεργία, εκείνος, από το κρεβάτι του στο νοσοκομείο, έλεγε και ξανάλεγε με τρόπο πιεστικό: «Σύντροφοι, πάνω απ’ όλα όχι περιπέτειες».

Οι σύντροφοί του τον άκουσαν. Αλλά και τους βασάνιζε μια απορία: γιατί; Του είχε δώσει τάχα τέτοιες διαταγές ο Στάλιν; Ή ο ίδιος προσωπικά δεν πίστευε ότι ο εμφύλιος πόλεμος, αλά Ισπανικά και αλά Ελληνικά, δεν είχε ελπίδες επιτυχίας και αντίθετα μπορούσε να οδηγήση στη συντριβή ή και σε διεθνείς περιπλοκές που κανείς δεν μπορούσε να πη πού θα ωδηγούσαν;

Στα βασανιστικά αυτά ερωτήματα οι Ιταλοί κομμουνιστές δεν μπόρεσαν να απαντήσουν. Όμως, τα ερωτήματα τα έβαζαν, δεν τα έκρυβαν. Και παρά το γεγονός ότι κανείς τους δεν σκεφτόταν στα σοβαρά να ανατρέψη τον Τολιάτι, ποτέ δεν έκρυψαν πως δεν τον θεωρούν αλάθητο Θεό που δεν πρέπει κανείς ούτε να τον κρίνη ούτε να τον θίγη. Και το πιο σπουδαίο, έτσι έβλεπε κι’ ο ίδιος τον εαυτό του.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 29.8.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Σκληρός και αλύπητος παλιά, όταν με το ψευδώνυμο Έρκολι ήταν από τους πιο στενούς και πιστούς συνεργάτες του Στάλιν στην Κομιντέρν, άλλαξε στάση, έγινε μαλακός και διαλλαχτικός, ανεχτικός, ίσως γιατί καταλάβαινε πως ένα κόμμα με δύο εκατομμύρια μέλη δεν μπορεί να διοικηθή διαφορετικά. Ίσως, ακόμη, γιατί καταλάβαινε τον ετερόκλιτο χαρακτήρα αυτού του τεράστιου κινήματος που γεννήθηκε μέσα στον αποφασιστικό αγώνα και που, μόνο αυτό σ’ ολόκληρο το Δυτικό Κόσμο, συνεργαζόταν στενά με τους Σοσιαλιστές.

Όποια κι’ αν είναι η εξήγηση, ένα είναι το γεγονός: ο Παλμίρο Τολιάτι, και πάλι μόνος αυτός από όλους τους αρχηγούς κομμουνιστικών κομμάτων, όχι μόνο δεν απαγόρευσε, αλλά και ενεθάρρυνε την ελεύθερη συζήτηση μέσα στο κόμμα του. Βέβαια, επέμενε κι’ αυτός στην αυστηρή τήρηση του κανόνα της ομοφωνίας και της μονολιθικότητας στα συνέδρια του κόμματος και στις άλλες δημόσιες εκδηλώσεις, αλλά στα παρασκήνια επέτρεπε μιαν ελευθερία γνώμης πραγματικά εντυπωσιακή. Τόση ήταν η ανοχή του, ώστε επέτρεψε σ’ ένα ανώτερο στέλεχος του κόμματος να επικρίνη με οξύτητα την ταχτική της υπερβολικής προσήλωσης στη Ρωσία πολύ πριν από την αποσταλινοποίηση που άρχισε με το Εικοστό Συνέδριο. Και το στέλεχος αυτό είναι σήμερα ένας από τους γραμματείς της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος.

Όπως θα έπρεπε να το περιμένη κανείς, η ανοχή αυτή στα ανώτατα κλιμάκια πέρασε και προς τα κάτω, σε όλα τα κλιμάκια του κομματικού μηχανισμού. Με αποτέλεσμα το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα να διαφέρη από όλα τα άλλα. Και μάλιστα, να έρθη σε σύγκρουση με πολλά από τα άλλα κόμματα που, εν τούτοις, δεν διαθέτουν τη δική του ακτινοβολία και τη δική του ζωντάνια.


Και τα αποτελέσματα δικαίωσαν τον Τολιάτι. Την ώρα που όλα τα κομμουνιστικά κόμματα στο Δυτικό Κόσμο σπαράζονταν εσωτερικά και έβλεπαν να περιορίζεται ο αριθμός των μελών τους, το κόμμα του Τολιάτι ξεπέρασε την κρίση που δημιούργησαν η αποσταλινοποίηση και τα δραματικά γεγονότα της Ουγγαρίας και αύξησε τόσο την αριθμητική του δύναμη όσο και τη ζωτικότητά του. Σήμερα δεν υπάρχει χώρος της ιταλικής κοινωνίας όπου να μην έχη διεισδύσει και η αχτινοβολία του είναι τέτοια, ώστε ο ίδιος ο Πάπας να καλέση, λίγες μέρες πριν το θάνατο του Τολιάτι, τον ιταλικό λαό να προσευχηθή για την αποκατάσταση της υγείας του «άλλου μεγάλου απόντα».

Γιατί ο «μεγάλος απών» ήταν απροκάλυπτος: δεν είχε παρά μονάχα ειρωνικά σχόλια για κείνους που δεν μπορούσαν να φανταστούν άλλο δρόμο για τους Ιταλούς κομμουνιστές παρά εκείνον που περνά από την αιματηρή επανάσταση. Μιλώντας πρόσφατα σε ξένους δημοσιογράφους, είχε τονίσει: «Αν οι κομμουνιστές ξέρουν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους, στην Ιταλία δεν θα χρειαστή επανάσταση. Μετά είκοσι, τριάντα ή και πενήντα, έστω, χρόνια, καθώς η χώρα θα αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ και θα εξελίσσεται όλο και πιο βαθιά, οι σοσιαλιστικές ιδέες θα κερδίζουν έδαφος και θα έρθη η στιγμή που μια μικρή μειοψηφία των κεφαλαιούχων θα χρησιμοποιήση τη βία για να αναστείλη τη δημοκρατική εξέλιξη. Και τότε, φυσικά, όλο το δίκιο θα βρίσκεται με το μέρος των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών, που θα κερδίσουν το παιχνίδι χωρίς επανάσταση».


Ο Αστέρης Στάγκος